Το Φως χορεύει στον αφρό
λευκό πανί στο πέλαγος
μετάξι στον αγέρα
μέσα σ’ ανήλιαγη σπηλιά
η Μέδουσα παραμονεύει.
Πήρα τ’ αδράχτι
- κειμήλιο της γιαγιάς μου
της ξακουστής υφάντρας-
ν’ αδράξω το μετάξι
μ’ αδέξιος σαν ήμουνα
μου ξέφυγε απ’ τα χέρια
και πήγε ίσια στο βυθό.
Για χρόνια τώρα ψάχνω
στα φύκια και στην άμμο
ρωτώ τα ψάρια της σιωπής
ίσως αυτά με βοηθήσουν
μα κάνουν ελιγμό και μ’ αποφεύγουν
και τότες απελπίζομαι
βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
ξαπλώνω μπρούμυτα
σε βράχο κυματοδαρμένο
και κλαίω μ’ αναφιλητά.
Το κύμα παίρνει το «γιατί»
από τα μάτια μου τα κόκκινα
το στροβιλίζει και μετά
με βία τ’ αμολά στα βράχια
κι εκείνο θρυμματίζεται
κι αντιλαλεί στ’ ακροθαλάσσια.
Αν ήταν, συλλογίζομαι, τουλάχιστο,
ένα χελιδονόψαρο,
αν ήταν κι άρπαζε ένα θρύψαλο
ίσως να μ’ οδηγούσε
να βρω τ’ αδράχτι της γιαγιάς,
γιατί γνωρίζουν τα χελιδονόψαρα
τα κατατόπια του βυθού
μα προπαντός γνωρίζουν ακριβώς
σε ποια γωνιά παραμονεύει η Μέδουσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου