Γελοῦν ὅσοι δὲν ἄκουσαν τὴν ἠχὼ
Τῶν σταθερῶν βημάτων. Μὰ ποιὸς θ’ ἀκούσει
Μέσα στὴν ταραχὴ καὶ τὶς φωνὲς τοῦ κόσμου;
Ἀσθμαίνουμε γιὰ ν’ αὐξήσουμε τὴν ἀγάπη μας
Γιὰ ὅ,τι θηρεύει ἡ αἴσθηση κι αἰχμαλωτίζει.
Καὶ ἡ ψυχὴ συντετριμμένη σὰν κοχύλια πάνω στὰ λάφυρά μας,
Ποὺ ἡ θάλασσα στὸ τέλος, μὲ ἀκατάπαυστη κίνηση ἐλαφρύνει
Καὶ στὴν ἄμμο ἐναποθέτει.
Ἢ τὸ ἐνισχυμένο χέρι ἄλλες φορὲς
Μὲ στρίψιμο ἐπιδέξιο
Ἀποσπᾶ μ’ εὐκολία ἀπὸ τὸ βράχο.
Εἶδα τὸν καπετάνιο νὰ γελᾶ
Μὲ τὴν πίπα του στὸ στόμα νὰ καπνίζει
Ἐνῶ τὸ καράβι του βούλιαζε.
Γελοῦν ἀκόμα γιατί δὲν ἔχουν κατεβεῖ
Σκαλὶ σκαλὶ τὴ σκάλα
Καὶ δὲν λεηλατήθηκε ἡ ἀκοή τους
Ἀπὸ τὰ σκουριασμένα σιδερικὰ καθὼς χτυποῦσαν
Σὲ σιδερικά. Δὲν ἔχουν ἀκούσει τὰ κλειδιὰ
Νὰ γυρίζουν δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς στὶς κλειδαριές.
Κι ἐκεῖνες τὶς φωνὲς τοῦ πόνου νὰ μαυρίζουν
Μέσα στὶς ἀπέραντες κάμαρες τὸ σκότος
Δὲν ἄκουσαν.
Ἂν ξέραμε
Ἴσως πάνω στὰ χείλη μας θ’ ἄνθιζε
Ἕνα πικρὸ μικρὸ χαμόγελο μονάχα
Ὅπως αὐτὸ ποὺ βλέπεις στὸ πρόσωπο τῶν ἀγαλμάτων
Γραμμένο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τεχνίτες
Τὸν καιρὸ ποὺ ἐρωτεύονταν τὶς πέτρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου