Μπαλκόνι κρεμασμένο από τον ουρανό μες στο
πρωί
από τις αχτίνες του ήλιου. Στέκει εκεί,
με το ρυθμό παλιάς αρχιτεκτονικής, ανάμεσα
στο μπετόν και το γυαλί που βιαστικά τρώνε την
πόλη.
Κόσμος φαγωμένος από το τσιμέντο, στυφός
βιαστικά περνά από κάτω δίχως να το προσέχει.
Κάποτε κάποιος απορεί που στέκει ακόμα,
που δε βαρέθηκε να στέκει, που δεν υποχώρησε
μέσα στο σπίτι με τα κλειστά παράθυρα
όπως τα έπιπλα, τα υφαντά και τ' άλλα,
πορτρέτα, χειροτεχνήματα, ρολόγια
που μετρούσανε έναν άλλο χρόνο,
όπως τους ανθρώπους, που δεν βγαίνουν πια
καθόλου στο μπαλκόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου