ΠΟΛΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Είσαι κοντά μα τόσο μακριά, πολυαγαπημένη,
Αργά κυλούν τα δάκρυα, μα η ανάμνηση σου μένει.
Πόλη όραμα μαγική, βουβή και ρημαγμένη,
Στο συρματόπλεγμα εκεί, το γυρισμό μας περιμένει.
Κόρη μου όμορφη ξανθή, στο γαλανό σου ακρογιάλι,
Η ώρα γρήγορα θα ρθεί, κοχύλι σου να γίνω πάλι.
Έζησα παρά θιν αλός ,τα νιάτα τη ζωή μου,
Ανοίξετε είναι εκεί εντός, κλεισμένη η ψυχή μου.
Πόλη του Ονήσιλλου, του Τεύκρου του Ευαγόρα.
Το νοιώθω πως εσήμανε, του γυρισμού, η ώρα
Αλάσια, Αμμόχωστος,. Έγκωμη Σαλαμίνα.
Πάλι θα
περπατήσουμε, όλα τα μέρη εκείνα.
Ας μ αξιώσει ο Θεός, να ρθώ εκεί να μείνω,
Κι ας γίνω ένας λεμονανθός. ,ένα κυκλάμινο ένα κρίνο..
Χαίρεται πάλι Αμμόχωστος ,χρόνια μας περιμένεις,
Για μας οι δικές σου ομορφιές,, το ξένο μην τον ραίνεις
Ας μ αξιώσει ο Θεός, να ρθώ εκεί να μείνω,
Κι ας γίνω ένας λεμονανθός. ,ένα κυκλάμινο ένα κρίνο..
Χαίρεται πάλι Αμμόχωστος ,χρόνια μας περιμένεις,
Για μας οι δικές σου ομορφιές,, το ξένο μην τον ραίνεις
**
ΩΔΗ ΣΤΗ ΠΟΛΗ
ΜΟΥ
Ξανθή η
αμμουδιά,
Ανθισμένα τα κρίνα,
Ας είμαστε παιδιά,
Σαν τα χρόνια εκείνα.
Ανθισμένα τα κρίνα,
Ας είμαστε παιδιά,
Σαν τα χρόνια εκείνα.
Το περιγιάλι
πικρό,
Απ τον Ιούλη εκείνο,
Κοχύλι στον αφρό,
Θ αρθώ και θα μείνω
Απ τον Ιούλη εκείνο,
Κοχύλι στον αφρό,
Θ αρθώ και θα μείνω
Γλάροι
λευκοί,
Στου ουρανού το φόντο,
Πάρτε με εκεί ,
Στο γαλάζιο τον πόντο.
Στου ουρανού το φόντο,
Πάρτε με εκεί ,
Στο γαλάζιο τον πόντο.
Τόποι π
αγάπησα,
Την πόλη κι εσένα.
Εκεί μέσα τα άφησα
Για πάντα κλεισμένα
Την πόλη κι εσένα.
Εκεί μέσα τα άφησα
Για πάντα κλεισμένα
Σύννεφο που
περνάς,
Άνοιξη , καλοκαίρι,
Πάρε με μη ξεχνάς
Στα δικά μου τα μέρη.
Άνοιξη , καλοκαίρι,
Πάρε με μη ξεχνάς
Στα δικά μου τα μέρη.
Σειρήνες
γοργόνες
Που αρμενίζετε
Κι είσαστε κει αιώνες
Να τη στολίζετε.
Που αρμενίζετε
Κι είσαστε κει αιώνες
Να τη στολίζετε.
Ήλιε μου και
φεγγάρι,
Που ψηλά τη βλέπετε,
Κάμετε μου τη χάρη,
Να την προσέχετε.
Που ψηλά τη βλέπετε,
Κάμετε μου τη χάρη,
Να την προσέχετε.
Πόλη του
Ευαγόρα,
Κόρη ξανθομαλλούσα,
Αλήθεια ας γίνει τώρα,
Το όνειρο που ποθούσα.
Κόρη ξανθομαλλούσα,
Αλήθεια ας γίνει τώρα,
Το όνειρο που ποθούσα.
**
ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ
Πάνε χρόνια
που οι βάρβαροι, πάτησαν τη Σαλαμίνα,
Και ρήμαξαν οι κουρσάροι, τα ανθισμένα της τα κρίνα.
Και ρήμαξαν οι κουρσάροι, τα ανθισμένα της τα κρίνα.
Στην
Αμαθούντα τώρα ζούμε, ξεριζωμένοι απ τη Σαλαμίνα,
Τα παλιά χρόνια αναπολούμε, τα μέρη που χάσαμε εκείνα.
Τα παλιά χρόνια αναπολούμε, τα μέρη που χάσαμε εκείνα.
Κι ο
Ονήσιλος εδώ μένει, από τα παλιά τα χρόνια,
Απ τη πόλη την κουρσεμένη , τον έφεραν χωρίς συμπόνια.
Απ τη πόλη την κουρσεμένη , τον έφεραν χωρίς συμπόνια.
Στου βασιλιά
μας το κρανίο, μέλισσες έχουν φωλιάσει,
Απόδειξη, σημάδι θείο , γιατί κυψέλη έχουν φτιάσει.
Απόδειξη, σημάδι θείο , γιατί κυψέλη έχουν φτιάσει.
Και απ την
εποχή εκείνη, μέλισσες στέλλει μας κεντρίζουν,
Άσβηστη να μείνει η μνήμη, τη συμφορά να μας θυμίζουν.
Άσβηστη να μείνει η μνήμη, τη συμφορά να μας θυμίζουν.
Το δέρμα μας
χοντρό έχει γίνει, κεντρίσματα δεν μπορεί να νοιώσει
Ο λήθαργος δεν μας αφήνει, η ευμάρεια μας έχει αλλοιώσει.
Ο λήθαργος δεν μας αφήνει, η ευμάρεια μας έχει αλλοιώσει.
Ο Ονήσιλος
οργισμένος μας κοιτάζει, μέσα από το άδειο του κεφάλι,
Μονοιάστε τώρα μας προστάζει, πριν έλθουν οι βάρβαροι και πάλι.
Μονοιάστε τώρα μας προστάζει, πριν έλθουν οι βάρβαροι και πάλι.
**
Η ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ ΜΟΥ
Τότε που είμαστε ποτζεί, χρόνια επεράσασι ως τώρα,
Μες στη δική μου την αυλή, λογιών – λογιων είχα τα φκιόρα.
Είχα τζαι μια βασιλιτζιάν , που ήταν για με καμάρι,
Εφύτεψα την που μιτσιάν , είσιε περίσσια χάρη.
Πρωί που την επότιζα , εμύριζεν η πλάση
Παραδεισος, ενομιζα,ποιός εννα την ξιχάσει
Μα εφύσησε ενας Βορκάς, εις τα δικα μας μέρη,
Έκαψε τη βασιλιτζιαν τζαι μας, τζείνο το καλοτζαιρι.
Ηρταμε τζαι ριζώσαμε, σε τούντα άλλα μέρη,
Ινταλοης έπεράσαμε , ένας θεός το ξέρει
Εφύτεψα παλι πολλά, μες την αυλή μου φκιόρα,
Έβαλα τζαι βασιλιτζιαν. μα ενν μυρίζει τώρα
Κάθε πρωί που τη θωρώ, την άλλη μου θθυμίζει
Άραγε εννα την ξαναδώ, τζει κάτω να μυρίζει?
Τζαι την ημέρα καρτερώ,να πάω να την γυρέψω,
Τζαι αμα ενν την ξαναβρώ, αλλην εννα φυτέψω
**
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
Μετά τον βομβαρδισμό, ένα μικρός Χριστός,
Μες στα χαλάσματα βρέθηκε, σταυρωμένος,
Ήταν ένας έφηβος ο Ιάκωβος Παστός,
Στα συντρίμμια του ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ, κρεμασμένος…
Ο από Αριμαθαίας πυροσβέστης, μ ένα σεντόνι,
Μες του πολέμου το χαλασμό και τη φωτιά,
Από τον σταυρό τον αποκαθηλώνει,
Δεν μάθαμε τι έγινε ύστερα πια…
Δεν πρόφτασε τη ζωή του να χαρεί να ζήσει,
Το δεκατετράχρονο παλικάρι,
Γιατί το ξενοδοχείο που δούλευε είχαν βομβαρδίσει,
Του Αττίλα οι άνανδροι βαρβάροι…
Έχουν περάσει από τότε τόσα χρόνια,
Και η εικόνα αυτή η τραγική
Στη μνήμη είναι χαραγμένη αιώνια,
Μια ακόμη θηριωδία Τουρκική…
**
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Μάτωσε ο ήλιος στα συρματοπλέγματα και έγινε το φεγγάρι μας μισό,
Φουρτούνιασαν της θάλασσας τα πνεύματα και σκέπασαν τον άμμο το χρυσό…
Δεν μυρίζουν οι λεμονανθοί, έμειναν στην αμμουδιά μόνα τα κρίνα,
Η ελπίδα που είχαμε έχει χαθεί, στέκουν ορφανά τα μάρμαρα στη Σαλαμίνα…
Η πόλη του Ευαγόρα έρημη νεκρή, σαν φάντασμα βουβή και σταυρωμένη,
Είναι για μας μια ανάμνηση πικρή και χρόνια τώρα μας περιμένει…
Εσείς που σύνορα δεν γνωρίζετε κι ελεύθερα πετάτε χελιδόνια,
Σαν πάτε εκεί να την θυμίζετε, πως εδώ είμαστε και καρτερούμε χρόνια…
Έμποροι των Εθνών φτάνει η αδικία, είστε και σεις συνένοχοι,
Γιατί ότι έκανε και κάνει η Τουρκία ,είναι με τη δική σας ανοχή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου