Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού Λάρνακας συναντούν, την ποίηση και τη μνήμη




Κατά αλφαβητική σειρά:

Χρήστος Αργυρού
Δημήτριος Γκόγκας
Ιωσήφ Ιωσηφίδης
Αγγέλα Καιμακλιώτη
Κώστας Κατσώνης
Δέσποινα Κωνσταντίνου
Ιωάννα Παπαντωνίου
 ***

Χρήστος Αργυρού

Περί μνημείων και μνήμης:

Τα μνημεία (μνημείο: από τις λέξεις «μνήμα» + κατάληξη -ήιος / -είος, με την έννοια αντικειμένου που προκαλεί ανάμνηση προσώπου, ή γεγονότος), και πόσο μάλλον αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, όπως η Αγία Σοφία - ένα εκκλησιαστικό μνημείο που συνδέεται με πλήθος προσώπων και γεγονότων του μεσαιωνικού και νεότερου Ελληνισμού - εκπέμπουν την αύρα του ιστορικού παρελθόντος, είναι φορείς αισθητικών και ανθρωπιστικών αξιών και συνομιλούν με τον άνθρωπο κάθε εποχής βοηθώντας τον να νοηματοδοτήσει το παρόν του και να δει με αισιοδοξία το μέλλον του.
Η εκ νέου μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η οποία εξυπηρετεί την πολιτική ατζέντα του ανασφαλούς Προέδρου της Τουρκίας, δεν αναιρεί τον πιο πάνω ρόλο που επιτελεί ένα τόσο σημαντικό μνημείο. Ας μην ξεχνάμε ότι ούτε ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής κατόρθωσε την αναίρεση αυτή. Για τους Έλληνες και για την ανθρωπότητα η Αγία Σοφία θα συνεχίσει να αποτελεί παγκόσμια αρχιτεκτονική κληρονομιά, σύμβολο πνευματικότητας και ανθρωπισμού, σημαντικό επίτευγμα του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει καμιά πολιτική. Αυτή είναι άλλωστε και η δύναμη της τέχνης.
Με αυτές τις σκέψεις παραθέτω ένα απόσπασμα από τη μεσαιωνική μου μυθιστορία "Ο Άνθρωπος του Βασιλέως" (Εκδόσεις Βιβλιεκδοτική, Λάρνακα 2009). Στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι η μακέτα της Αγίας Σοφίας, σχολική εργασία της μαθήτριας Πάνης Σιαμπή (μαθητικό περιοδικό Λυκείου Βεργίνας, 2018-2019).
"[...] Καθώς προχωρούσε αποσβολωμένος που του συνέβαιναν όλα τούτα τα μαγικά γύρω του, σ’ ένα στρίψιμο του ανηφορικού δρόμου, ξεπρόβαλε ωραία και μεγαλόπρεπη η Αγία Σοφία, η Μεγάλη Εκκλησία, το καύχημα των Ορθοδόξων Ρωμαίων, η εκκλησία μας. Ο τρούλος της με ένα μεγάλο σταυρό με πλατιές κεραίες, γήινος θόλος να εγγράφεται στον ουράνιο θόλο και να συνομιλεί με τους ανέμους, τα πετούμενα και τ’ άστρα. Μπροστά από το μεγαλόπρεπο ναό απλωνόταν μια μεγάλη αυλή σε σχήμα αυγού. Στο κέντρο της ήταν στημένη μια εντυπωσιακή σκαλισμένη μαρμάρινη βρύση που συγκέντρωνε αρκετό κόσμο και τον ξεδιψούσε. Σαν πλησίασε ο Νικήτας για να νικήσει κι αυτός τη δίψα του, παρατήρησε εντυπωσιασμένος πως το νερό χυνόταν ολόδροσο από τα στόματα δώδεκα λιονταριών που την περιέβαλλαν. Στα δυτικά της αυλής υψωνόταν ένας παράξενος πύργος που τράβηξε ευθύς την προσοχή του απορημένου Νικήτα. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναδεί. Είκοσι τέσσερις θύρες κοσμούσαν το κατασκεύασμα. Καθεμιά αντιστοιχούσε στις ώρες της μέρας και της νύχτας. Μόλις τελείωνε μια ώρα, αυτόματα άνοιγε η επόμενη κι έβγαινε ένα αγαλματάκι που παρέμενε έξω μέχρι την επόμενη ώρα που θα το αντικαθιστούσε το επόμενο. Επρόκειτο λοιπόν για ένα ωρολόγιο, μια εφεύρεση που άφησε κατάπληκτο το νέο επισκέπτη. Πόσες άλλες αναπάντεχες ευχάριστες και θαυμάσιες εκπλήξεις να έκρυβε άραγε τούτη η πολιτεία! Μπήκε συγκινημένος στη μεγάλη εκκλησία από τη δυτική είσοδο και βρέθηκε από τον στενό και απέριττο εξωνάρθηκα στον ευρύ και ψηλό εσωνάρθηκα της εκκλησίας, που καλυπτόταν με σταυροθόλια. Οι τοίχοι του, ενδεδυμένοι με πολυτελείς ορθομαρμαρώσεις, φωτίζονταν από εκατοντάδες κεριά που άναβαν οι προσκυνητές. Πέρασε από την ψηλή κεντρική βασιλική πύλη που οδηγούσε στον κυρίως ναό. Η πύλη με δυο βαριά χάλκινα θυρόφυλλα στεφανωνόταν πάνω από το ανώφλι της με έναν ψηφιδωτό Χριστό καθισμένο στον πολυτελή του θρόνο και στα πόδια του ένας γονυπετής αυτοκράτορας να τον προσκυνά. Σαν διάβηκε την πύλη, ο Νικήτας ζούσε ένα θαύμα θαυμάτων, ένα πρωτόγνωρο βίωμα, για το οποίο ήδη τον προϊδέασε ο εξωνάρθηκας. Άξαφνα ένοιωθε το σώμα του να συμπιέζεται και να μηδενίζεται στο χώρο, ενώ τα πόδια του λες και βούλιαζαν στις τεράστιες λευκές μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου. Δεν ήξερε αν βρισκόταν σε έναν επίγειο ναό αφιερωμένο στη σοφία του πάντα εν σοφία ποιήσαντος Θεού ή στον επουράνιο κόσμο των αγγέλων. Αν γίνοταν η Δευτέρα Παρουσία, ήταν σίγουρος τώρα πως ο Κύριος θα θρονιαζόταν σε τούτο το θεϊκό κτίσμα για να δικάσει δικαίους και αδίκους. Το μεγάλο δάπεδο του ναού φάνταζε σαν τους τεράστιους σιτοβολώνες της Θράκης και της Μικράς Ασίας και σου δινόταν η εντύπωση πως μέσα σε αυτόν τον αχανή ναό κλεινόταν όλο το σύμπαν. Τα μάτια της ψυχής του Νικήτα δεν μπορούσαν να εστιάσουν κάπου συγκεκριμένα, αλλά τρέχοντας πέρα δώθε διάβαιναν τον άπειρο μα και συνάμα ενιαίο χώρο, που δημιουργούσε μια ανεπανάληπτη φαντασμαγορία: ψηλοί μαρμάρινοι κίονες, που επιστέφονταν από πολυτελή ολόγλυφα, χρυσά κιονόκρανα με τα μονογράμματα του κτήτορα του ναού και μεγάλου βασιλέα Ιουστινιανού, στήριζαν τα υπερώα, στα οποία η αυτοκρατορική οικογένεια και οι συν αυτή παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και τις άλλες επίσημες τελετές. Θα ορκιζόσουν πως τούτες οι καλλίγραμμες κολόνες βαστιόνταν μεταξύ τους σαν κοριτσόπουλα με όμορφα πράσινα και κόκκινα φορέματα και καταστόλιστα καπέλα σε έναν αέναο μαγικό χορό! Τοίχο γυμνό δεν έπιανε το μάτι. Όλες οι επιφάνειες ήταν επενδυμένες με ψηφιδωτά και στιλβωμένες ορθομαρμαρώσεις που ακτινοβολούσαν στο φως και δημιουργούσαν συνεχείς ιριδισμούς. Ανάμεσο στα ψηφιδωτά, που απεικόνιζαν ιεράρχες και αγίους, διέκρινες και τα πορτραίτα διαφόρων αυτοκρατόρων – αναθήματα στην εκκλησία - για να μείνουν εσαεί στη μνήμη των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Η ψυχή του Νικήτα, αλαφρωμένη ανυψωνόταν προς τα ουράνια, προς το μετέωρο τρούλο του εξαϋλωμένου ναού, ο οποίος έφερε ραβδώσεις που κατέληγαν σε τοξωτά παράθυρα. Μέσα από τα παράθυρα του τρούλου ορμούσαν και διασταυρώνονταν σαν φωτεινά βέλη οι ακτίνες του ήλιου σε ένα αέναο παιχνίδι φωτός, δίνοντας την εντύπωση πως ο πάμφωτος τρούλος δεν πατούσε σε τέσσερα τόξα, αλλά ήταν ένα ουράνιο σώμα που αιωρείτο κι αυτό ανάμεσα στα αδέλφια του τ’ αστέρια. Οι ψυχές των ανθρώπων σε αυτόν τον αποπνευματωμένο χώρο μπορούσαν να ενωθούν με το θείο.
Βγήκε έξω από την Αγία Σοφία αλαφροπάτητος, σαν να είχε δύο φτερά αγγέλου φυτεμένα στους ώμους […]"




***

Δημήτριος Γκόγκας

Αποχωρισμός

Το βλέμμα ρίχνεις χαμηλά στο χώμα
και γω ακόμα που σ΄ είχα υμνήσει,
δειλά στη σκιά σου έχω αφήσει
κερί που λιώνει πάνω σε στρώμα.

Καρφιά και γυαλιά γλυκά αφημένα
πάνω στα στήθη που έχω ακουμπήσει,
Στα χείλη σου φιλί έχει δύσει
και δύο λόγια από πόνο βγαλμένα.

Τι θλίψη μου σε φεγγάρια βυθίζω.
Το νου ραντίζω με σκέψεις που σβήνουν.
Εφιάλτες τις νύχτες τα όνειρα ντύνουν.
Αύρα πελάγους και κυματίζω

Το βλέμμα τυφλό, σεμνά χαμηλώνεις.
Λες πως λυτρώνεις βαθειά τη ψυχή σου.
Νιφάδα που σκα χιονιού η πνοή
Είναι Φλεβάρης και Μάρτης δηλώνεις.

**
Ιωσήφ Ιωσηφίδης


ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.
.
Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.
.
Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.



*

Αγγέλα Καϊμακλιώτη 

 Βαρωσιώτες


Ήτανε μια παρέα γέροντες
σώματα γκρεμισμένα
μιλούσανε για την Ανόρθωση
και για τις παραστάσεις
στο θέατρο της Σαλαμίνας
γελούσαν τραγουδούσαν
και διασκέδαζαν
Ήτανε μια παρέα γέροντες
φαντάσματα προγόνων σε ψυχές εφήβων
Δεν ήθελαν να λένε ιστορίες του πολέμου
στα εγγόνια τους
γι αυτό τις ξέχασαν
Τις Κυριακές περνούν σκυφτοί
τα οδοφράγματα
βυθίζονται στη θάλασσα
και κρυφοκλαίνε
*

Κώστας Κατσώνης

14η μέρα του Αυγούστου! Άλλη μια θλιβερή, μαύρη και τραγική επέτειος!Κι ας μην είναι πια πρώτη είδηση κι ούτε καν είδηση στα πρωινά δελτία ειδήσεων του ανιστόρητου ΡΙΚ, που αυτοαποκαλείται κατά τα άλλα ως η "δη,μόσια ραδιοτηλεόρασή μας" (τρομάρα τους!). Εκάς οι βέβηλοι! "Αιδώς Αργείοι!"Τι άλλο μπορούμε να πούμε; Η πανδημία της λήθης και της πλαστογράφησης της Ιστορίας έχει απλώσει πια για καλά τα πλοκάμια της στην ανοχύρωτη-από κάθε άποψη πολιτεία μας! Κι όμως οφείλουμε να θυμόμαστε: Είναι η 46η επέτειος της μεγαλύτερης τραγωδίας που βίωσε ο δύσμοιρος αυτός τόπος στη μακρόχρονη ιστορία του. Ειναι η επέτειος της δεύτερης φάσης της Τουρκικής Εισβολής, η ολοκλήρωση ενός προσχεδιασμένου εγκλήματος. που άρχισε στις 15 Ιουλίου 1974 με το προδοτικό πραξικόπημα και ολοκληρώθηκε με τις δύο φάσεις της εισβολής του Αττίλα, στις 20 Ιουλίου και στις 14 Αυγούστου 1974. Οι χιλιάδες νεκροί, οι αγνοούμενοι, οι μαυροφόρες μάνες, οι πρόσφυγες, οι εγκλωβισμένοι, η κατεχόμενη γη μας και τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς γνώση και επίγνωση τιης ιστορίας, είναι πληγές βαθιές, ανεπούλωτες, που πληγώνουν τη μνήμη και την ψυχή μας, καθώς βλέπουμε πια να παγιώνονται τα διχοτομικά τετελεσμένα της ολοένα εντεινόμενης και ανεξέλεγκτης τουρκικής βουλιμίας....στη γαλάζια πατρίδα μας και αλλαχού.... Κι όμως οφείλουμε να θυμόμαστε, να ελπίζουμε και να προσδοκουμε την την απελευθέρωση, την επανένωση,την ειρηνική συνύπαρξη, σ΄έναν τόπο ευλογημένη από τη φύση και καταραμένο από καταχθόνιες, εκγληματικές ραδιουργίες, αλλά και δικές μας ολέθριες, διαχρονικές αστοχίες, αβελτηρίες...αααυτοχειρίες...Θα ρθει κάποτε ο καιρός, καθώς λέει και ο ποιητής για "να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση"..."Τα θεμέλιά μου στα βουνά/ και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους/ και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος!" (Οδυσσέας Ελύτης, "Άξιον εστί")



**


Δέσποινα Κωνσταντίνου

Τα φραγκόσυκα

Η Φοίβη ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, στην περιοχή με τις πολλές φραγκοσυκιές. Συνήθιζε να βγαίνει προσεκτικά τις νύχτες και να γεμίζει κουβάδες με τα άγρια, ωστόσο γλυκά δώρα της φύσης, τα φραγκόσυκα. Έπειτα τα καθάριζε, τα έπλενε και τα έβαζε μέσα σε μικρότερα δοχεία.Ακολούθως τα φραγκόσυκα έπαιρναν τον δρόμο της αγοράς και η γυναίκα φύλαγε σ’ έναν κουμπαρά τα έσοδα.
Αυτό γινόταν για χρόνια. Σαν ήρθε η ώρα, αποφάσισε να σπάσει τον κουμπαρά. Με το περιεχόμενό του θα βοηθούσε ένα παιδί που πάλευε κι αυτό να φτιάξει κομπόδεμα, διότι λαχταρούσε να μάθει κι άλλα γράμματα.Ήταν γιος της συγχωρεμένης της φίλης της.Η Φοίβη είχε κάποτε πάρει από εκείνη, μέσα στο ψυχρό δωμάτιο κάποιου νοσοκομείου, δύο φιάλες αίμα.


***
Ιωάννα Παπαντωνίου

ΧΑΪΚΟΥ ΦΩΤΟΣ

Ελαίου λίκνο,
ιερό της δέησης
ανασαίνεις φως!
Ηλιοτρόπια,
τους λύχνους του ουρανού,
εσύ σμιλεύεις…
Σελίδες γράφεις,
ημερολογιακές,
ζωής δρώμενα…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου