Θα ’ταν δεν θα ’ταν είκοσι χρονών
σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της
έφυγε μεσοκαλόκαιρα.
Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε
στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει.
Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών.
Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια
ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα.
Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την πέτρα.
Στέκεται και μιλά στες κάμαρες,
οσμίζεται τες μυρουδιές,
των δέντρων τους κορμούς φιλά.
Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο.
«Ας εν’ τζαι πέτρες» σκέφτεται.
Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό,
φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους,
καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.
Μάρτιος
2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου