Σε κάλεσα, αδερφέ, στην κάμαρα μου,
Να σε φιλέψω με καφέ και με τσιγάρο,
Έτσι όπως κάνουνε δυο φίλοι τα δειλινά
Κάθισες αμήχανα στην άκρη
Στο αδειανό μισό, του ανώφελα μεγάλου κρεβατιού
Δεν ανταλλάξαμε ματιά, ούτε και μια λέξη
Σπαταλήσαμε την ώρα μας, αγναντεύοντας
τη βραδινή ακινησία, και αποκρυπτογραφώντας
τα σχήματα που έγραφε η βροχή στο τζάμι
Μου μίλησες με το καπνό που έφευγε από τα χείλη σου,
Δεν υπάρχει τίποτε πιο ακίνητο από το βράδυ
Με τις νεκρώσιμες τελετές του
Το ερμητικό κλείσιμο της κουρτίνας
Τα φώτα να ψυχορραγούν μέσα στο υπναλέο δωμάτιο
Τις γρίλιες που πνίγουν κάθε όρεξη να βγεις ν’ αγοράσεις τσιγάρα
Τον θαμπό φωτισμό του δρόμου
Που ρίχνει νεκρούς ίσκιους στο λιθόστρωτο
Που ψάχνουν απέλπιδα να βρουν παρέα.
Κι εγώ γι’ αυτά ήθελα να σου μιλήσω, αδερφέ, αλλά,
Για ποιούς πεθαμένους μου μιλάς;
Αν δεν γεννήθηκες, τότε, πως θες να πεθάνεις;
Έκλεισες, αδερφέ, την πόρτα πίσω σου,
Ντροπιασμένος που δεν μπόρεσες να υπερασπιστείς τα όνειρα σου
Κι αφήνοντας τα αργά σου βήματα να μιλούν, για σένα
Ήξερα, σίγουρα, πως δεν θα σε ξαναδώ, γιατί,
Η μοναξιά καταλήγει να αδελφώνει το πόνο
Έκλαψα, για μένα και για σένα
Ακόμα μια απουσία, κι εσύ , έτσι γεμάτος με απουσίες,
Ούτε που θα κατάλαβες, αδερφέ, τις δικές μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου