Μικρό
παιδί, σ΄ ελληνικό νησί
νεκρό στην
αμμουδιά, αέρας το φιλά,
ο ήλιος το
μοιρολογεί, το κύμα το χαϊδεύει.
-Αγόρι μου,
παιδάκι μου
που ΄ναι το
σπιτικό σου;
Η Μάνα σου,
ο Κύρης σου
αφύλακτο σ΄
αφήσαν;
Κι ήρθε ο
Άδης σ΄ άρπαξε,
δίχα να τον
προσέξουν.
Μικρούλι κι
ολομόναχο, πως βρέθηκες εδώ;
Οι νύχτες
απορούν, οι μέρες το ρωτάνε.
-Ο πόλεμος,
σκότωσε και ερήμωσε
ότ΄ είχε κι
αγαπούσε.
Με δίχα
τους γονείς
βρέθηκε
ξαφνικά,
στης
προσφυγιάς τους δρόμους.
Απόκαμε,
κουράστηκε,
μα πού Μανούλας
αγκαλιά,
πουλάκι να
κουρνιάσει;
Μπήκανε
στην Τουρκία.
Σύγχυση,
χαλασμός,
χιλιάδες
πρόσφυγες,
πόνος
χειροπιαστός,
πεινούσαν
και διψούσαν·
ανεπαρκή
τ΄ αντίσκηνα
κρύωνε,
έκλαιγε
του
΄λείπαν οι δικοί του.
Αχόρταγη, τους
καταπίνει η θάλασσα,
και…
να το
παιδί, σ΄ ερημικό νησί,
στην άμμο
ξαπλωμένο.
Μια
πεταλούδα περαστή,
στάθηκε μια
στιγμή,
πετάρισε
στο μάγουλο
το
νεκροφίλημά της.
Κρινάκια
του γιαλού,
του κάμπου
παπαρούνες,
με ευωδιές
με πέταλα
σκεπάστε τ΄
αγγελούδι.
Ελάτε νύφες
του νερού
νεράιδες
του δάσους
κύκλο και
τραγουδήστε του,
άκλαυτο κι
ακανάκευτο,
μη φύγει
απ΄ τον κόσμο.
Ντρέπεται ο
ήλιος κρύφτηκε.
Τα σύννεφα
τον σκεπάζουν.
Μουντός ο
ουρανός,
Δάκρυα
ψιλοβρέχει…
Ο
άνεμος φυσά,
ρωτά,
ξαναρωτά,
γιατί
τόσα παιδιά,
κακοποιούνται,
χάνονται,
συχνά
εκτοπίζονται,
χιλιάδες
και πεθαίνουν;
9.03.016
Σ΄ όλα τα
αδικοχαμένα
παιδιά του
κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου