Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Χ / Ηλιοφώτου Ανδρεανή

Άλαλη, ανέλπιδη, έρημη,
λουσμένη στ’ ανοιξιάτικο φως
των νεκρών η πολιτεία
Μαύρα κοράκια κρώζουν παράτονα
στον ουρανό της καρδιάς,
σκορπώντας αποκαΐδια πόνου
στη χέρσα ενδοχώρα.


Κι εγώ οφειλέτης μιας ξένης ζωής
που δε μου χαρίστηκε,
δεσμώτης σ’ ένα ανέλπιδο αύριο
νιώθω «πως έχει ο θάνατος
δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη»*.

Κι όλο μελετώ στη σιωπή
με τα μάτια ψηλά
την ολόκληρη απώλεια,
κρυστάλλινο πολυέλαιο
κρεμασμένο στον ουρανό,
να διαθλά το φως της ημέρας
να σκίζει τα σκοτάδια της νύχτας
μνημονεύοντας νυχθημερόν
το μέγα Μυστήριο

Ανείπωτο κάτι ο θάνατος,
λάφυρο της αιώνιας σιωπής.
κι η σοφία της σιωπής
ένα αγύρευτο κόσμημα
μες στ’ αλαλάζοντα κύμβαλα του πλήθους.

*Στίχοι του Γ. Σεφέρη (Μυθιστόρημα ΚΑ’, Ποιήματα)

Συναυλία στο Κούριο / Χριστοφίδου- Αντωνιάδου Άνδρη

Σαν μπλέχτηκαν
οι φθόγγοι,
στάχυα κιτρινωπά,
πολιορκητές ανελέητοι
ατέλειωτου φεγγαριού
πάνω από
αρχαία ερείπια,
σε μάζεψα
κομμάτι
κομμάτι,
μέσα απ’ τις λέξεις
που αντήχησαν αμφιθεατρικές.
Στριμώχθηκες
Μέσα στις πέτρες
που κουβάλησαν
οι πρόγονοί σου
οι πρόγονοί μου
παθητικός – ή ενεργητικός; - δέκτης
εμπορίου μουσικής,
ημίθεος
απ΄ τα χειροκροτήματα.

Και σε ψάχνω
στις χαραμάδες
δίχως ήχο
στο πληθωρικό τοπίο
αρχαίου πολιτισμού, και με τρομάζουν
τα μεγάφωνα
και οι ενισχυτές
που συναντώ
ανάμεσα στους δικούς σου θεούς
ανάμεσα στους δικούς μου θεούς.

Και σε βρίσκω αναζητώντας σε.
Και σε χάνω βρίσκοντας σε.

Μη σκοτίζεσαι.
Οι θεοί δεν ξύπνησαν ακόμα.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Λουζινιάν / Χριστοφίδου- Αντωνιάδου Άνδρη




Το έντονο φως του ήλιου θύμιζε Κύπρο
και της πήγαινε της Λουζινιάν.
Μ΄ αρέσει να ψάχνω.
Νόμιζα πως θα ΄πρεπε να ανασκαλέψω τις στάχτες.
Όλα όμως ήταν εκεί.

Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, οι Ναϊτες
και ο Γκυ ντε Λουζινιάν να αγοράζει το νησί
για εκατό χιλιάδες χρυσά νομίσματα.
Παζαρέματα βασιλιάδων! Δοσοληψίες.
Δεκαοχτώ οι ρε των Λουζινιανών.
Τριακόσια χρόνια προκάλεσαν
την ευαισθησία του Δάντη και του Τσώσερ.
Τολμηρός, ο ρε Πιέρ ο Πρώτος δε φοβάται
να αγαπήσει την Αροδαφνούσα από τη Χούλου.

Το παλάτι των Λουζινιανών δεν στέκει.
Μα περπατώ στα απομεινάρια του κάστρου που προστάτευε την πόλη.
Τη θέση των βασιλιάδων έχει πάρει η νεράϊδα Μελυζίν,
που μεταμορφωνόταν σε φίδι τα Σάββατα
και έχτισε τους πύργους της περιοχής.
Μα οι Λουζινιανοί με δέχτηκαν σαν συγγενή
που ήρθε από μακριά για επίσκεψη.
Ο σημαντικότερος δρόμος της Λουζινιάν
λέγεται οδός Κύπρου.

Λουζινιάν, Γαλλία

Τρίτη 13.8.2003

Τα δέκα(10) μεγαλύτερα φράγματα της Κύπρου (Σε χωρητικότητα)

Α/Α
ΟΝΟΜΑ
ΕΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
ΠΟΤΑΜΟΣ
ΤΥΠΟΣ
ΥΨΟΣ
(Μ)
ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
(Μ3)
1
Κούρης
1988
Κούρης
χωμάτινο
110
115.000.000
2
Ασπρόκρεμμος
1982
Ξερός Ποταμός
χωμάτινο
53
52.375.000
3
Ευρέτου
1986
Σταυρός της Ψώκας
Λιθόρριπτο
70
24.000.000
4
Κανναβιού
2005
Έζουσα
Xωμάτινο/
Λιθόρριπτο
75
18.000.000
5
Καλαβασός
1985
Βασιλικός
Λιθόρριπτο
60
17.100.000
6
Διπόταμος
1985
Πεντάσχοινος
Λιθόρριπτο
60
15.500.000
7
Λεύκαρα
1973
Συργάτης (Πεντάσχοινος)
Xωμάτινο/Λιθόρριπτο
71
13.850.000
8
Γερμασόγεια
1965
Γερμασόγεια
χωμάτινο
49
13.500.000
9
Άχνα
1987
Εξωποτάμιο φράγμα
χωμάτινο
16
6.800.000
10

ΚΟΥΚΛΙΑ
1900

χωμάτινο
6
4.545.000
Λίμνη Αγ. Λουκά
(Εμπλουτιστικό)
1964

χωμάτινο
3
4.545.000

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

[Παιδάκι ακόμα άπλαστο...] / Ευγένιος Ζήνων

Παιδάκι ακόμα άπλαστο, μεγάλος ήσουν πλάστης
μιας δόξας που εφτερούγισε σιμά μας γελαστή
κι η Νίκη η πεντάμορφη που ονειροφαντάστης, 
ακλάβα του ωραίου σου κορμιού σου έμεινε πιστή. 

Αλίανθος (απόσπασμα) / Αγγελίδου Κλαίρη

Φίλησα τα μάτια σου 
κι άστραψε μέσα μου φώς.
Κράτησα το χέρι σου ζεστό
κι οι έγνοιες έγιναν περιστέρια.

Τραγούδησα μαζί σου
στο λόφο με τις παπαρούνες
 
την ομορφιά και τη ζωή
 
γι’ αυτό σ’ αγαπώ…..
σ’ αγαπώ.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ / Γιαγκουλλή Χριστούλα




Συντροφιά με τους ανέμους περπατώ
Σταθμίζω εσωτερικά αντικρύσματα
Ψυχεδελικές διαστάσεις.
Σ ανομολόγητους κρουνούς πλαταίνω το κορμί μου.
Αγγίζω εμπειρίες πρωτόγνωρες
Συνειδητοποιημένες μεταστάσεις.

Η αφή σου κι η αφή μου
Διάνοιξη οφθαλμών.
Κλείνω τις παλάμες
Στη γεύση του ενός δευτερολέπτου
Στο μάτι του Θεού

Διαστέλλω τις κόρες της ψυχής μου.

ΜΟΝΩΣΗ / Γιαγκουλλή Χριστούλα



Τούτη η θάλασσα πνίγηκε στο αίμα μας
Κι απόμειναν ξέμπαρκα τα καράβια μας.
Έδυσε ο εισπράχτορας ήλιος
Κι απόμειναν κατακάθια απροσπέλαστων μελαγχολιών
Απόμειναν

Μόνωση κι υλοποίηση των αναστεναγμών μας.

Ιερουργικά / Γιαγκουλλή Χριστούλα



Για Σε
το πρώτο δάκρυ κύλησε
για Σε
Μητέρα πάναγνη
ιερουργικά αναδύθηκε
Η καρδιά στ αργαστήρι του νου.
Στην Αγία Σου Τράπεζα
θε να τεθεί το τάμα!
Στην Αγία Σου Τράπεζα
Παναγιά της Ασίνης
αναβίωσαν τα παιδικά όνειρα
στο τοπίο σου βούλιαξα

Παναγιά της Ασίνης.

Καινούργιοι δρόμοι / Γιαγκουλλή Χριστούλα



Καινούργιοι δρόμοι
χαράσσονται στο μέτωπο
της μέρας.

Καινούργιοι δρόμοι
χαράζουν

το καθάριο πρόσωπο της αυγής!

[Και αυτά όλα...] / Ναδίνα Δημητρίου

Και αυτά όλα 
ενώ κάπου κοντά, 
η μοίρα μοίραζε, 
διαρκώς πολλαπλασίαζε, διαιρούσε, 
τόσο σπάνια μετρούσε
μ΄ ακρίβεια κι΄ αντιστοιχία. 

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Μεσοπέλαγα




Η αγάπη μας βρήκε
ναυαγούς μεσοπέλαγα
βάρκα ήταν
μας μάζεψε
την πορεία της χάραξε
δίχως χάρτη κι ελπίδα
με σπασμένη πυξίδα
μας παράτησε
η αγάπη
ναυαγούς μεσοπέλαγα

Αιώνες τώρα





Περιμέναμε την Άνοιξη 
και την Ανάσταση
Λησμονήσαμε 
ότι προηγούνται 
αιώνες τώρα 
η προδοσία 
και η σταύρωση
Αιώνες τώρα 
Πόντιοι Πιλάτοι 
και Ιούδες
Αιώνες τώρα 
μας φιλούν

ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ΚΡΑΔΑΣΜΟΙ (Απόσπασμα)

ΕΙΣΑΚΟΥΣΕ ΜΕ 


Πουλιά των μακρινών καιρών 
κι΄ ένας μακρόσυρτος μες την καρδιά μου πόνος να οργιάζη.
Ν΄ ανθέξω τον παρατεταμό της νύχτας
καθώς σιγαλινά απ΄ το χρόνο μ΄ ανακόπτουν 
τ΄αθέλητα μάτια της καταιγίδας.
Κι ύστερα 
μες τ΄ αυγινά ακρογιάλια να πνιγώ στην παρανάλωση.
Γνώρισα την αγάπη ακδιώχνοντας
ανακαλώντας τους ιριδισμούς της Πούλιας
θρυμματίοντας βράχους οκνούς της ψυχής μου. 
Κι η θάλασσα η συντρόφισσά μου
μες τις μεταλλαγές της ανημποριάς μου
αγνοώντας το τραγούδι με παράτησε.
Κύριε, θεέ της ψυχής μου
ενθάδε κείται τ΄ άυλο παραμύθι της ποίησής μου.
Αηδόνι ερωτικό της φυλής μου εισάκουσέ με 
ακολουθώντας τις φθινοπωρινές υποστολές των βουνών
 κι έλα να με πάρεις, να με πάρεις
καθώς τα γαλανά ρυάκια των αστερισμών 
θα πλαταίνουνε τις θάλασσες. 
Ω θεέ μου, να πεθάνω έτσι 
κι΄ ας χαθούν ολόγυρά μου οι μνήμες
κι΄ οι πληγές του Σύμπαντος.
....

1974

Σε μυστήριο ευτυχίας 
πνίγηκε η ψυχή, 
(Μια θερμή ανάσα κι η θεσπέσια μνήμη) 
να πάρη και να δώση
αίμα απ΄ τη μορφή της.

Σε πλατειά ποτάμια 
η σιωπή κι΄ ο Δίας.
Στην καρδιά το φως. 
Κύκνοι σε χιλιάδες
απεργούν το θρήνο
Φεύγουν τα καράβια, σφίζουν οι ωδές
κι΄ οι ρυθμοί ταλαίπωροι 
ανασαίνουν ανταρσία

.......

ΔΙΑΘΗΚΗ


του Τάκη Χριστοφίδη


(θα πάω εκεί που ο στοχασμός θα φτάση την καρδιά μου) 

Κάποτε τα μάτια μου μ΄ ανάπλασαν 
κι΄ ήταν οι κόσμοι μου
επίδοξες ερωτικές στιγμές.
Ντυμένες, ενάριες, βασιλικές
ντελίριες ευτυχίες μες την καρδιά μου
λύγιζαν τραγούδια. 
Τώρα τα μάτια δεν πεθαίνουνε ποτέ
αντιβουίζοντας απ΄ τη χώρα τ΄Αηδόνιου
κι΄ η ονειροπόληση με το κρασί και με τον έρωτα. 
Αργοί γαλανισμοί όπως και πριν 
σας αναγέννησε την ποίηση ο Μεγαλέξανδρος
με τους ενάλιους βυθούς να ξαναγεννηθούν. 
Εγκαταλελειμένη ιστορία
ματιές χλωμές που σε κοιτάζουν 
καθώς σε παίρνουνε στο πέλαγος 
αναπολώντας τους βαρβάρους. 




(τέσσερα ποιήματα αφιερωμένα στον Παύλο Μεράνο) 

1. 

Τ΄ άλογο κι΄  η ψυχή 
πήρανε ανεπαίσθητα
την ηδονή της θάλασσας
κι΄ απόμεινε ο ποιητής 
ενάλιος να συμπληρώνη
με την κραυγή της Αγιάς Σαλαμονής
τα ρημαγμένα λιμανάκια.
Τότε είναι που ο άνθρωπος 
καταμεσίς της γης 
κάθησε και συμμάζεψε τη γνώση 
και τους βαρβάρους πρόλαβε. 

2. 

Σήμερα παραβιάσανε το φρούριο.
Αύριο η ποίηση 
θα ξαναβάλη τάξη
όπως και πριν που ζούσε 
ο Βασιλιάς Αηδόνιος.

3α.

Έχω ένα φίλο ομοίδιο μου!
Στο φρούριο του η ψυχή μου
κι΄  ακολουθούν οι μέρες ανασαίνοντας. 

3β.

Τυχαίνει μες τα δάκρυα της χαράς
σε δειλινές αποσπερίδες
να λησμονιέμαι σαν παιδί 
μες το μεθυστικό ταξίδι
συνήθεια ως είναι μακρινή
το πετροβόλημα της γνώσης.
Κι΄ αυτό μικροί μου Αγγελινοί 
γιατί μ΄  απόμεινε ο Θεός 
κι΄  η Περιπλάνησή Του. 

4.

(Ανάτειλε ύπνε μου και συ κοιμήσου
ο ακοίμητος σεισμός της συνείδησής μου).  Π. Μεράνος. 

Καράβι μεθυσμένο η ζωή μου
κι ΄  ένας απέθαντος θεός 
μεγαλινός που με προσμένει. 
Βράχοι ψηλόδενδροι δικοί μου
και κάποιο χέρι. 
Ακοίμητα θαλασσινά πουλιά
σε κάποια ποίηση μεθυσμένη
σε κάποια δάκρυα θεικά

που μ΄ ανταμώνουν.


ΚΑΘΕΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ

Τ΄  αηδόνια τα σκοτώσανε 
για χάρη της μάνας του. 
Αύριο οι πληγές θα ομολογήσουνε 
ανοίγοντας στους κάμπους τις καρδιές των 
και κηρύσσοντας τον πόλεμο. 



ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ 

Μπασμένη στη φωλιά του μίσους 
η ζωή μας μας χτενίζει.


ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ

Της μνήμης η Αγάπη 
Της θύμησης οι κορεσμοί 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ

Της μνήμης η Αγάπη 
Της θύμησης οι κορεσμοί 

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ

Μπασμένη στη φωλιά του μίσους 
η ζωή μας μας χτενίζει.

ΚΑΘΕΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ

Τ΄  αηδόνια τα σκοτώσανε 
για χάρη της μάνας του. 
Αύριο οι πληγές θα ομολογήσουνε 
ανοίγοντας στους κάμπους τις καρδιές των 
και κηρύσσοντας τον πόλεμο. 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΡΥΘΜΩΝ

(τέσσερα ποιήματα αφιερωμένα στον Παύλο Μεράνο) 

1. 

Τ΄ άλογο κι΄  η ψυχή 
πήρανε ανεπαίσθητα
την ηδονή της θάλασσας
κι΄ απόμεινε ο ποιητής 
ενάλιος να συμπληρώνη
με την κραυγή της Αγιάς Σαλαμονής
τα ρημαγμένα λιμανάκια.
Τότε είναι που ο άνθρωπος 
καταμεσίς της γης 
κάθησε και συμμάζεψε τη γνώση 
και τους βαρβάρους πρόλαβε. 

2. 

Σήμερα παραβιάσανε το φρούριο.
Αύριο η ποίηση 
θα ξαναβάλη τάξη
όπως και πριν που ζούσε 
ο Βασιλιάς Αηδόνιος.

3α.

Έχω ένα φίλο ομοίδιο μου!
Στο φρούριο του η ψυχή μου
κι΄  ακολουθούν οι μέρες ανασαίνοντας. 

3β.

Τυχαίνει μες τα δάκρυα της χαράς
σε δειλινές αποσπερίδες
να λησμονιέμαι σαν παιδί 
μες το μεθυστικό ταξίδι
συνήθεια ως είναι μακρινή
το πετροβόλημα της γνώσης.
Κι΄ αυτό μικροί μου Αγγελινοί 
γιατί μ΄  απόμεινε ο Θεός 
κι΄  η Περιπλάνησή Του. 

4.

(Ανάτειλε ύπνε μου και συ κοιμήσου
ο ακοίμητος σεισμός της συνείδησής μου).  Π. Μεράνος. 

Καράβι μεθυσμένο η ζωή μου
κι ΄  ένας απέθαντος θεός 
μεγαλινός που με προσμένει. 
Βράχοι ψηλόδενδροι δικοί μου
και κάποιο χέρι. 
Ακοίμητα θαλασσινά πουλιά
σε κάποια ποίηση μεθυσμένη
σε κάποια δάκρυα θεικά

που μ΄ ανταμώνουν.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΙΑ

Τα πρόσωπα 
αυτά τ΄ απελπιστικά καλούπια
ιστορούν τη ζωή μας. 

Πάνω απ΄ τα καμπαναριά 
πλανάται η απόγνωση 
τα χέρια μου
τα δέκα μου δάκτυλα
διαγράφονται 
πάνω από τα σιωπηλά κωδωνοστάσια. 

Ο δρόμος
πλημμυρίζει χρυσάφι
καθώς χαμογελάς.
Ποιος χρυσικός 
κάπνισε μ΄ ασήμι και μάλαμα
τα φύλλα του βασιλικού δένδρου;

Εδώ μέσα 
ζευγάρωσεν η παγωνιά με την ανία

Θα ρθή το καλοκαίρι
Θα ρθή η μέρα
θα ρθή το πλοίο 
ακριβώς το καταμεσήμερο.
Σα θρίαμβος αρχαίου Καίσαρα
μεγάλε αδελφέ
θα με στεφανώσης
μέσα στο καταμεσήμερο. 

ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ

Ενόσω γεύομαι 
την ουσία της ζωής
θ΄ αποδημώ 
καθώς φωτεινή λιτανεία 
με κόκκινα πανιά 
με θορύβους 
και μουσική 
σμίγει το άσπρο μεσημέρι. 
Η θάλασσα
γεμίει μυρωδιά και χρώμα 
μέσα στο μεσημέρι. 

Θα πορεύωμαι 
μ΄ ένα λεπτό 
επίχρυσο φύλλο 
εφαρμοστό στο πρόσωπό μου
αδιόρατα. 

Σ΄ ΕΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Η μορφή του 
λάμπρυνε το απόγευμα 
μαί με το Κυπραίικο κρασί 
στ΄ αμέριμνα ποτήρια. 

Τώρα 
η χαμένη μουσική του 
πλέει ανάμεσά μας
σα μαύρη γαλέρα
με κάτι σα σκιές
δίπλα στα χάλκινά της ξάρτια. 

Τώρα 
η θερισμένη νεότης
μόνη καθρεφτίζεται 
μέσ΄ στην πικρία των στίχων 
που ζητούσε. 

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

[Υπάρχει ένας άγνωστος Ήλιος] / Ανδρέου Ανδρέας

Υπάρχει ένας άγνωστος Ήλιος,
μέσ΄στο θάνατο, ένας ασυμβίβστος Ήλιος
πιο πέρα απ΄ τη ζωή. Υπάρχει 
παντού ένα φως.

Θα μπορούσα / Ανδρέου Ανδρέας

Θα μπορούσα να μην ερχόμουν. 
Κι όμως το διακύβευσα.
Θα μπορούσα να πεθάνω.
Κι όμως δεν το επιχειρώ.

ΤΖΙΑΙ ΑΓΙΟΝ ΚΟΛΑΖΕΙ


Ούλες τες χάρες στο κορμίν, έδωκεν της η φύση,
μα όμως το εδήλωσεν,
κανέναν εν αγάπησεν,
τζι’ούτε θα αγαπήσει,

Στα καλλιστεία σίουρα, πιάννει την πρώτην θέση!
Εν θα πεις κάπου υστερεί,
γιατ’εν ψηλή τζιαι λιερή,
με δαχτυλίδιν μέση!

Έσιει δκυο μμάδκια μελισσιά, δκυο φρύδκια σαν καμάρες,
τζιαι έναν διν τόσον γλυτζιήν,
που πράγματι με το σατσιήν,
εν πάνω της οι χάρες.

Πράγματι μέλιν ζάχαρις, το διν της εγιώ βρίσκω!
Άμα μου ρίξει μιαν μαδκιάν,
πιον εν διώ ούτε παδκιάν,
ακίνητος μεινίσκω.

Αδύναμος γινήσκουμαι, στην φλόγαν της μμαδκιάς της!
Να φύω πιον εν δύνουμαι,
τζιαι ώσπου πάω γίνουμαι,
σκλάβος της ομορκιάς της.

Άμαν δικλείσω να την δω, τζιαι του αγγέλου μοιάζει,
πραγματικά μαγεύκουμαι,
τζι’αρκέφκω πιον τζιαι σκέφκουμαι,
τζιαι άγιον κολάζει.

Με έτσι διν, τζι’έτσι κορμίν, ούλον φωδκιάν τζιαι λάβα,
από τον νου μο’ πέρασεν,
μια τέθκοια εν να κόλασεν,

τότες τον άϊ Σάββα.