Ο ήλιος κάθε πρωί με κοιτούσε κατάματα
καθώς ρουφούσα τον καφέ μου
ακουμπώντας στο πέτρινο περβάζι της μοναξιάς
Στη μουσκεμένη απ΄ τα δάκρια των άστρων πετρά
σκαρφάλωναν μια στρατία από μυρμήγκια
αποζητώντας ελάχιστη δροσιά κι ανάσα ξεκούρασης
απ΄ την ολονύκτια τους αγρυπνία
Το ραγισμένο τζάμι θρηνούσε στο βουητό του ανέμου που αναστάτωνε την ηρεμία της ροδαυγής
κι ένα μαύρο σύννεφο σκαρφαλωμένο στο σβέρκο του ουρανού πάσκισε να κλέψει απ΄ τον ήλιο το χαμόγελο
λες και δεν ήθελε αυτό να ξημερώσει
λες και δεν του άρεσε η εναλλαγή απ΄ το σκοτάδι στο φως
και το σπουργίτι φοβισμένο απ’ όλο αυτόν τον πανικό
δεν τολμούσε να πλησιάσει στο περβάζι μου
τα ψίχουλα της αγάπης μου ορφανά
περίμεναν όπως κάθε αυγή
για να του προσφέρουν την ελάχιστη ευτυχία.
καθώς ρουφούσα τον καφέ μου
ακουμπώντας στο πέτρινο περβάζι της μοναξιάς
Στη μουσκεμένη απ΄ τα δάκρια των άστρων πετρά
σκαρφάλωναν μια στρατία από μυρμήγκια
αποζητώντας ελάχιστη δροσιά κι ανάσα ξεκούρασης
απ΄ την ολονύκτια τους αγρυπνία
Το ραγισμένο τζάμι θρηνούσε στο βουητό του ανέμου που αναστάτωνε την ηρεμία της ροδαυγής
κι ένα μαύρο σύννεφο σκαρφαλωμένο στο σβέρκο του ουρανού πάσκισε να κλέψει απ΄ τον ήλιο το χαμόγελο
λες και δεν ήθελε αυτό να ξημερώσει
λες και δεν του άρεσε η εναλλαγή απ΄ το σκοτάδι στο φως
και το σπουργίτι φοβισμένο απ’ όλο αυτόν τον πανικό
δεν τολμούσε να πλησιάσει στο περβάζι μου
τα ψίχουλα της αγάπης μου ορφανά
περίμεναν όπως κάθε αυγή
για να του προσφέρουν την ελάχιστη ευτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου