Κλαριά τετρακόσια, ρίζες πενήντα εφτά
Τα όρνεα κατέβαιναν στην ξηρά μέσω θαλάσσης
Πατούσαν τη γη και τη μάτωναν
Άρπαζε ο καθένας τα κλωνάρια του να σωθεί
Κομμάτια τις σάρκες του Άδωνη μαζί τους
Άλλος το σκολειό άλλος την εκκλησιά άλλος την εικόνα
Να μεριμνήσουν σαράντα χρόνια ύστερα να περισυλλέξουν τα ιερά
Θρήνος ήταν, βουβό κλάμα, ήταν η χαμένη χαρά
Ο Άδωνης κείτονταν εκεί
Στον Παράδεισο
Κοντά στα βράχια, στα περβόλια, στους καφενέδες και στα πανηγύρια
Σπυρί σπυρί μαζεύαν οι μοιρολογίστρες
Ν΄ ανασυνθέσουν τ όμορφο σώμα
Να του φυσήσουν πνοή ζωής
Άπλωναν λευκά σεντόνια, λευκές σελίδες
Μαύρες κι έγχρωμες σελίδες τις αυλές του χωριού
Σφραγισμένος ο Άδωνις
Στην απόλυτη σιγή της αγάπης
Του βωβού θρήνου
Όπως στον επιτάφιο με τους λαζάρους και τις μαργαρίτες.
Πέρασε κι αυτό το Πάσχα και δεν λειτουργήθηκαν
Εκείνος αναλήφθηκε στους ουρανούς
Κι αν κανένας επισκέφτεται τον τάφο του
Δεν είναι αυτός, λέει, δεν είναι αυτός,
Τέτοια παράταιρα πράματα στο χωριό δεν είχαμε.
Από την κλειδαρότρυπα χαίρεται ο κλέφτης κι ο φονιάς
Όπως κάθε κλέφτης κάθε φονιάς
Πασχίζει να αρθρώσει το τέλειο έγκλημα
Παραχαράζοντας τον όμορφο κορμό
Να μην τ’ αναγνωρίσουν τα παιδιά
Να πουν «αυτός δεν είναι ο κόσμος μας δεν είναι δικός μας».
Κύπτουμε τον αυχένα στην αυθάδεια
Υπομένουμε καρτερικά ως αύριο
Κι αυτό δεν γίνεται καλύτερο.
Τον περιμάζεψαν τον Άδωνη
Τον έκλεισαν στις αυλές του βιβλίου
Ο Θεός ξέρει πότε θα του δώσει ξανά την πνοή του
Κι εμείς γονατιστοί τον αδράχνουμε στον ύπνο
Στην απόλυτη αθωότητα
παρακαλούμε το Θεό και περιμένουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου