Στον Πάμπλο Νερούδα
Ακούω και ξεχνώ, βλέπω και θυμάμαι,
πλάθω και κατανοώ - Κομφούκιος
Μόνο περήφανος ένιωθα για τα δάχτυλά μου,
σαν μετρούσαν χρήματα, χτήματα, βλήματα
κι έδειχναν τον αθώο του αιώνα αντί τον απατεώνα,
σαν υπέγραφαν για πόλεμο κι έσβηναν την ειρήνη,
σαν τράβαγαν, έσπρωχναν, ένευαν ή κούρδιζαν
κι έσφιγγαν, έστριβαν, στραγγάλιζαν,
σαν έκλεβαν και έκρυβαν τεκμήρια τόσα
και πίεζαν το κουμπί να προξενήσουν δεινά.
Τότε ήρθες και πήρες απαλά τα δάχτυλά μου
να τα μάθεις πώς να εφάπτονται μαγικά στα δικά σου,
να προσγειώνονται ομαλά στη γεωγραφία της αγάπης,
να ταξιδεύουν χαρωπά απ’ τη φτέρνα στην κορφή σου
να δονούνται με το λίκνισμα της μέσης σου,
να απλώνουν απέραντα στο στήθος σου
και στην ακτή των χειλιών σου, που διψούν για φιλί.
Μα τα δάχτυλά μου είναι αθώα να δουν το μη ορατό,
τυφλά ακόμα ν’ αγγίξουν τη δροσιά της φλόγας
των ματιών σου, να δουν και ν’ αγγίξουν
το εντός σου χαμόγελο, τυφλά να αγναντέψουν
το εντός σου αστέρι, να το χαϊδέψουν,
τυφλά να αναβλέψουν, να καταδείξουν,
να καταμετρήσουν ένα τέτοιο πράγμα θείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου