Τα βήματά μου σταμάτησαν
και τα μάτια μου ταξίδεψαν στο ψηλότερο σημείο,
δεν ήταν όνειρο, ούτε κι οπτασία,
ίσως πάλι, να ήταν και τα δυο μαζί.
Δυο πελώριες γαλάζιες λίμνες απλώθηκαν μπροστά μου
οι ωκεανοί τ’ ουρανού, συλλογίστηκα,
και τότε ένοιωσα
πως επιτέλους έφτασα στην Ιθάκη μου.
Ήταν τόση η γλύκα που με κέρασαν
που φοβήθηκα μήπως όλα ήταν ένα ψέμα,
δεν άντεξα και φώναξα, φτάνει πια,
δεν θέλω, δεν αντέχω να ονειρεύομαι άλλο
και τότε οι ωκεανοί έγιναν λίμνες,
έγιναν δυο μάτια, τα δικά σου μάτια!
Βούτηξα μέσα τους, κι ανάπνεα κάτω απ’ το νερό,
κολύμπησα μέχρι τις στήλες τ’ ουρανού,
κι όταν αναδύθηκα και το φως του ήλιου
που γλιστρούσε απ’ το χαμόγελο σου, με κτύπησε στα μάτια,
από ταξιδιώτης, έγινα μόνιμος κάτοικος
της υπέροχης ψυχής σου.
και τα μάτια μου ταξίδεψαν στο ψηλότερο σημείο,
δεν ήταν όνειρο, ούτε κι οπτασία,
ίσως πάλι, να ήταν και τα δυο μαζί.
Δυο πελώριες γαλάζιες λίμνες απλώθηκαν μπροστά μου
οι ωκεανοί τ’ ουρανού, συλλογίστηκα,
και τότε ένοιωσα
πως επιτέλους έφτασα στην Ιθάκη μου.
Ήταν τόση η γλύκα που με κέρασαν
που φοβήθηκα μήπως όλα ήταν ένα ψέμα,
δεν άντεξα και φώναξα, φτάνει πια,
δεν θέλω, δεν αντέχω να ονειρεύομαι άλλο
και τότε οι ωκεανοί έγιναν λίμνες,
έγιναν δυο μάτια, τα δικά σου μάτια!
Βούτηξα μέσα τους, κι ανάπνεα κάτω απ’ το νερό,
κολύμπησα μέχρι τις στήλες τ’ ουρανού,
κι όταν αναδύθηκα και το φως του ήλιου
που γλιστρούσε απ’ το χαμόγελο σου, με κτύπησε στα μάτια,
από ταξιδιώτης, έγινα μόνιμος κάτοικος
της υπέροχης ψυχής σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου