Η αγράμπελη
εκεί δα στον όχθο,
ανοίγοντας τα
μάτια σε ναό αφροδίσιο
πασκίζει ν’
αναρριχηθεί, ν’ αγγίξει τον ουρανό,
λιγνή κι
αέρινη, σιωπηλή,
μ’ ένα εγωισμό
απάνθρωπα θεϊκό.
Κληματίδες
ρόδινες
απλώνουν λεπτά
συστρεφόμενα μικροδάκτυλα
ν’ ακουμπήσουν
την ίριδα,
ν’ αγκαλιάσουν
το φεγγάρι,
που χαμογελά
σε καράβια
καθώς
φορτωμένα μεθύσι
γλιστράνε
μαγεμένα στην ασημένια θάλασσα.
Σε
ηλιόλουστους λόφους αρχέγονα αμπέλια,
αγκαλιά με
θαμμένες καλλίγραμμες κολόνες
επαιτούν
δικαίωμα ύπαρξης.
Κύπριδος
σταφύλια, γλυκοφιλημένα,
κόκκινα από
χείλη παρθενικά,
μετουσιωμένα
εις οίνον εύοσμον.
Θα σε μεθύσω
κι ύστερα θα σε πάρω απ’ το χέρι,
θα σε πάω
εκεί, όπου η αστροφεγγιά υπάρχει μόνο
για αγάπη,
εκεί, όπου τα
αμπέλια πεθαίνουν από γερατειά,
εκεί, όπου
βότρυς κύπρινος ανθίζει ποιητική αδεία.
Ο αγέρας
διαπερνά το άνθος
έρχεται να
κρυφτεί στους κόρφους σου,
να χαϊδέψει τα
στήθη σου
κι ενώ εσύ
παραδίδεσαι σ’ αυτόν ευτυχισμένη,
εγώ πεθαίνω
από ζήλια.
Και τότες
περπάτησα με βακχικούς ύμνους
σε
κουρσεμένους από λυσσασμένους ιερείς
αρχέγονους
ναούς,
και ξαφνικά,
βρέθηκα
ολόλευκος αγήτωρ σε ξέφωτο ξανθό,
σε αμπελώνες
μυθικούς, αρχαϊκούς.
Κι ιδού βότρυς
κύπρινος μεστώνει,
εκεί, όπου η
αγράμπελη η αρχέγονη
σκαρφαλώνει σε
μια αναζήτηση της Κύπριδος
αιωνίως
ερωτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου