Τα κτυπήματα βροχή έπεφταν στο ταλαιπωρημένο σώμα του έφηβου παλικαριού ,μα το στόμα του πεισματικά κλειδωμένο απέναντι στους κοκκινοσκούφηδες.
Ο ιδρώτας κοιλούσε από τα καστρίσηικα μούτρα τους, που τον κτυπούσαν συνέχεια για να μαρτυρήσει τους συντρόφους του
μα άδικα προσπαθούσαν.
Ο δεκαεπτάχρονος Ευαγόρας βράχος στην σιωπή του.
-Μόνο το σώμα μου είναι εδώ. Σκεπτόταν για να μην νοιώθει τα βασανιστήρια .
Από την ημέρα που τον έπιασαν να κουβαλάει το στεν κι ας ήταν διπλωμένο ,(μια ένδειξη ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε,) δεν σταμάτησαν ούτε μια μέρα να τον βασανίζουν για να προδώσει. Μα δεν θα τους έκανε την χάρη. Θα ήταν εκείνος ο νικητής στο τέλος κι ας οι Εγγλέζοι δεν αστειεύονταν.
Ήταν εχθρός του στέμματος και της κρύας σαν πάγο βασίλισσάς τους κι έπρεπε να πεθάνει .
-Η ψυχή μου στις δυο μου αγάπες, συνέχισαν οι σκέψεις το ταξίδι.
Στην Ήβη που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά και δεν γνωρίζω αν καν ‘έλαβε την επιστολή μου που της έγραφα ότι μπορεί να ήταν κι η τελευταία.
-Τι μπορεί; στα σίγουρα! Πως μπορούν να με αφήσουν ζωντανό για να ιδεί ο κόσμος τον πολιτισμό τους;
Και σε σένα πατρίδα μου! Η πιο μεγάλη μου αγάπη κι η θυσία μου ας μην πάει χαμένη! Μα να φέρει την ένωση μαζί σου γαλάζια πατρίδα μου. Εύχομαι να μην είναι πολύ μακριά εκείνη η μέρα.
Στην σκέψη της Ένωσης ένοιωσε δυνατότερος και πιο πεισματάρης .
-Όχι αυτός θα ήταν ο νικητής .Το δίκιο απέναντι στο άδικο
Κατάφερε να χαμογελάσει προκλητικά στους βασανιστές του, μα μέχρι κι ο μορφασμός του γέλιου, του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
μα η ψυχή του α ψηφούσε τον πόνο κι ήξερε... Σε λίγες μέρες θα τον κρέμαζαν.
Δεν ήξερε ‘ότι μπορεί να ήταν σήμερα η τελευταία του μέρα, κι εξαρτώταν από το αν θα του έδινε χάρη η αυτή μεγαλειότης. Έτσι είπαν οι δικοί του στην τελευταία επίσκεψη.
Υπήρχε πιθανότητα να γλυτώσει, σαν το όνομά του στην ποίηση ε’ιχε ξεπεράσει τα σύνορα κι Αμερικανοί λογοτέχνες μάζεψαν υπογραφές που έβαζαν βέτο για τον απαγχονισμό του, παίρνοντας τον έξω από την Κύπρο που να μην απειλεί πια το στέμμα.
Οι βασανιστές ξεθεωμένοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς άντεχε ακόμα τα τόσα βασανιστήρια .
Μέχρι τα μάτια του δεν μπορούσαν πια να δουν καθαρά από τα κτυπήματα και τον δυνατό προβολέα που τον τύφλωνε.
Αποτέλεσμα, δεν άφησαν τους δικούς του πριν δυο μέρες να τον δουν.
Ο λόγος να μην υπάρχουν μάρτυρες στην θηριωδία τους.
Τον πέταξαν σχεδόν αναίσθητο στο κελί όπου ο ιερέας θα ερχόταν σε λίγο για την μεταλαβιά
Να μην πάει στον Θεό του αμετάλαβος σκέφτηκαν κυνικά,πριν μπουν στο γραφείο του ταγματάρχη που περίμενε!
Σίγουρος ότι επιτέλους θα μιλούσε ο τερρορίστας
-Λοιπόν απεκάλυψε τους συνενόχους του ; γρύλισε και τα παλληκάρια της φακής έγνεψαν αρνητικά
-Του μίλησε ο αξιωματικός με το καλό , είπε ο ένας ,κι ο άλλος με λερωμένα τα ρούχα του από το αίμα του παλικαριού. συνέχισε.
-Τον δελέασε και με χρήματα λέγοντάς του πόσο τρελό είναι να τα βάζουν με το στέμμα!
-Και τι απάντησε;
-Είπε κάτι τρελλά ταγματάρχα .
-Δηλαδή;
«Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:Κι όσο για τα λεφτά σας να τα βάλετε εκεί που ξέρετε!
Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε και εύχομαι να είμαι ο τελευταίος”
Ύστερα έκλεισε το βρωμοστομό του
-Έτσι του δώσαμε ότι του άξιζε,μα πρέπει να βιαστείτε εξοχότατε .
Μαζεύουν ψήφους για να του δοθεί χάρη, κι αφού είναι κάτω των δεκαοχτώ, αν μας προλάβουν θα την γλυτώσει. Προπαντώς αν ανακατευτεί κι η Αμερική
-Αμ δεν θα προλάβει ! Είπαν τα σκληρά γαλανά μάτια και σε κείνα τα λόγια είχε κοπεί η ποινή του παλικαριού.
Η είδηση είχε φτάσει ότι πριν τα μεσάνυχτα θα τον απαγχόνιζαν.
Εξαντλημένος ο Ευαγόρας έστειλε την σκέψη του σε κείνη την μακρινή αγαπημένη κι οι πόνοι του κορμιού παραμέρισαν .
Την μέρα του χωρισμού όπου της χάρισε το κόκκινο τετράδιο με τα ποιήματά του, που κατάλαβε πόσο την αγαπούσε,κι ανταποκρίθηκε στον δεκαεξάχρονο έρωτα τους.
-Καρδούλα μου σε λίγο θα φύγω μαζί με την αγάπη μας κι η πατρίδα θα με πάρει αγκαλιά.”
Η τελευταία του σκέψη πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Πέντε το απόγευμα τον συνέφερε ο θόρυβος από το άνοιγμα της πόρτας και μπήκε στο κελί ο ιερέας .
Το παλικάρι του χαμογέλασε πικρά κι ο ιερέας ευλογώντας τον τον μετάλαβε πνιγμένος στα δάκρυα.
“.Την ευχή μου γυιέ μου και καλό σου ταξίδι .
Κάποτε θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους .”
“Σε ευχαριστώ πάτερ μα μην με κλαις.
Μέσα στο γραφείο του κυβερνήτη την ίδια ώρα έφτανε η επιστολή από την Αμερική που θα έδινε χάρη στον Ευαγόρα .
Πολύ αργά για κάτι τέτοιο,χαμογέλασε χαιρέκακα ο αξιωματικός κι έστειλε το τηλεγράφημα.
Ο αντάρτης έχει απαγχονιστεί στοπ.
Η χάρη έφθασε αργά στοπ. κλπ.
Δεν υπήρχε πια άλλη αναβολή κι αγχόνη περίμενε
Με το ξετίναγμα του μοχλού διακόπηκε το τραγούδι που θα έπαιρνε τον ήρωα για την ανηφοριά στην συνάντησή του με την πανώρια κόρη που ονειρεύτηκε.
Τέλος
ελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Τα κτυπήματα βροχή έπεφταν στο ταλαιπωρημένο σώμα του έφηβου παλικαριού ,μα το στόμα του πεισματικά κλειδωμένο απέναντι στους κοκκινοσκούφηδες.
Ο ιδρώτας κοιλούσε από τα καστρίσηικα μούτρα τους, που τον κτυπούσαν συνέχεια για να μαρτυρήσει τους συντρόφους του
μα άδικα προσπαθούσαν.
Ο δεκαεπτάχρονος Ευαγόρας βράχος στην σιωπή του.
-Μόνο το σώμα μου είναι εδώ. Σκεπτόταν για να μην νοιώθει τα βασανιστήρια .
Από την ημέρα που τον έπιασαν να κουβαλάει το στεν κι ας ήταν διπλωμένο ,(μια ένδειξη ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε,) δεν σταμάτησαν ούτε μια μέρα να τον βασανίζουν για να προδώσει. Μα δεν θα τους έκανε την χάρη. Θα ήταν εκείνος ο νικητής στο τέλος κι ας οι Εγγλέζοι δεν αστειεύονταν.
Ήταν εχθρός του στέμματος και της κρύας σαν πάγο βασίλισσάς τους κι έπρεπε να πεθάνει .
-Η ψυχή μου στις δυο μου αγάπες, συνέχισαν οι σκέψεις το ταξίδι.
Στην Ήβη που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά και δεν γνωρίζω αν καν ‘έλαβε την επιστολή μου που της έγραφα ότι μπορεί να ήταν κι η τελευταία.
-Τι μπορεί; στα σίγουρα! Πως μπορούν να με αφήσουν ζωντανό για να ιδεί ο κόσμος τον πολιτισμό τους;
Και σε σένα πατρίδα μου! Η πιο μεγάλη μου αγάπη κι η θυσία μου ας μην πάει χαμένη! Μα να φέρει την ένωση μαζί σου γαλάζια πατρίδα μου. Εύχομαι να μην είναι πολύ μακριά εκείνη η μέρα.
Στην σκέψη της Ένωσης ένοιωσε δυνατότερος και πιο πεισματάρης .
-Όχι αυτός θα ήταν ο νικητής .Το δίκιο απέναντι στο άδικο
Κατάφερε να χαμογελάσει προκλητικά στους βασανιστές του, μα μέχρι κι ο μορφασμός του γέλιου, του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
μα η ψυχή του α ψηφούσε τον πόνο κι ήξερε... Σε λίγες μέρες θα τον κρέμαζαν.
Δεν ήξερε ‘ότι μπορεί να ήταν σήμερα η τελευταία του μέρα, κι εξαρτώταν από το αν θα του έδινε χάρη η αυτή μεγαλειότης. Έτσι είπαν οι δικοί του στην τελευταία επίσκεψη.
Υπήρχε πιθανότητα να γλυτώσει, σαν το όνομά του στην ποίηση ε’ιχε ξεπεράσει τα σύνορα κι Αμερικανοί λογοτέχνες μάζεψαν υπογραφές που έβαζαν βέτο για τον απαγχονισμό του, παίρνοντας τον έξω από την Κύπρο που να μην απειλεί πια το στέμμα.
Οι βασανιστές ξεθεωμένοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς άντεχε ακόμα τα τόσα βασανιστήρια .
Μέχρι τα μάτια του δεν μπορούσαν πια να δουν καθαρά από τα κτυπήματα και τον δυνατό προβολέα που τον τύφλωνε.
Αποτέλεσμα, δεν άφησαν τους δικούς του πριν δυο μέρες να τον δουν.
Ο λόγος να μην υπάρχουν μάρτυρες στην θηριωδία τους.
Τον πέταξαν σχεδόν αναίσθητο στο κελί όπου ο ιερέας θα ερχόταν σε λίγο για την μεταλαβιά
Να μην πάει στον Θεό του αμετάλαβος σκέφτηκαν κυνικά,πριν μπουν στο γραφείο του ταγματάρχη που περίμενε!
Σίγουρος ότι επιτέλους θα μιλούσε ο τερρορίστας
-Λοιπόν απεκάλυψε τους συνενόχους του ; γρύλισε και τα παλληκάρια της φακής έγνεψαν αρνητικά
-Του μίλησε ο αξιωματικός με το καλό , είπε ο ένας ,κι ο άλλος με λερωμένα τα ρούχα του από το αίμα του παλικαριού. συνέχισε.
-Τον δελέασε και με χρήματα λέγοντάς του πόσο τρελό είναι να τα βάζουν με το στέμμα!
-Και τι απάντησε;
-Είπε κάτι τρελλά ταγματάρχα .
-Δηλαδή;
«Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:Κι όσο για τα λεφτά σας να τα βάλετε εκεί που ξέρετε!
Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε και εύχομαι να είμαι ο τελευταίος”
Ύστερα έκλεισε το βρωμοστομό του
-Έτσι του δώσαμε ότι του άξιζε,μα πρέπει να βιαστείτε εξοχότατε .
Μαζεύουν ψήφους για να του δοθεί χάρη, κι αφού είναι κάτω των δεκαοχτώ, αν μας προλάβουν θα την γλυτώσει. Προπαντώς αν ανακατευτεί κι η Αμερική
-Αμ δεν θα προλάβει ! Είπαν τα σκληρά γαλανά μάτια και σε κείνα τα λόγια είχε κοπεί η ποινή του παλικαριού.
Η είδηση είχε φτάσει ότι πριν τα μεσάνυχτα θα τον απαγχόνιζαν.
Εξαντλημένος ο Ευαγόρας έστειλε την σκέψη του σε κείνη την μακρινή αγαπημένη κι οι πόνοι του κορμιού παραμέρισαν .
Την μέρα του χωρισμού όπου της χάρισε το κόκκινο τετράδιο με τα ποιήματά του, που κατάλαβε πόσο την αγαπούσε,κι ανταποκρίθηκε στον δεκαεξάχρονο έρωτα τους.
-Καρδούλα μου σε λίγο θα φύγω μαζί με την αγάπη μας κι η πατρίδα θα με πάρει αγκαλιά.”
Η τελευταία του σκέψη πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Πέντε το απόγευμα τον συνέφερε ο θόρυβος από το άνοιγμα της πόρτας και μπήκε στο κελί ο ιερέας .
Το παλικάρι του χαμογέλασε πικρά κι ο ιερέας ευλογώντας τον τον μετάλαβε πνιγμένος στα δάκρυα.
“.Την ευχή μου γυιέ μου και καλό σου ταξίδι .
Κάποτε θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους .”
“Σε ευχαριστώ πάτερ μα μην με κλαις.
Μέσα στο γραφείο του κυβερνήτη την ίδια ώρα έφτανε η επιστολή από την Αμερική που θα έδινε χάρη στον Ευαγόρα .
Πολύ αργά για κάτι τέτοιο,χαμογέλασε χαιρέκακα ο αξιωματικός κι έστειλε το τηλεγράφημα.
Ο αντάρτης έχει απαγχονιστεί στοπ.
Η χάρη έφθασε αργά στοπ. κλπ.
Δεν υπήρχε πια άλλη αναβολή κι αγχόνη περίμενε
Με το ξετίναγμα του μοχλού διακόπηκε το τραγούδι που θα έπαιρνε τον ήρωα για την ανηφοριά στην συνάντησή του με την πανώρια κόρη που ονειρεύτηκε.