Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

[Με βρήκε η νύχτα ...] / Λαμπής Γιάννος

Με βρήκε η νύχτα έξω από ένα μικρό καφενείο,
απογοητευμένο που δεν βρήκα κάτι όμορφο για να σας διηγηθώ
κάτι αληθινό που να με κάνει να γράψω έστω κι ένα στίχο,
ήπια καφέ με τους θαμώνες, κι όπως καθόμουν σιωπηλός
κάποια τσιγγάνα με ρώτησε αν ήθελα να μου διαβάσει τον καφέ
μα όταν γύρισα να την κοιτάξω, και πριν καν να της μιλήσω
πέταξε τρομαγμένη στο δρόμο το φλιτζάνι
κι απομακρύνθηκε βιαστικά, μουρμουρίζοντας,
- πώς να πεις το μέλλον σε κάποιον πού ’ναι προ πολλού πεθαμένος;
άκουσα τότε κάποιο τρένο να σφυρίζει από μακριά,
δεν είμαι και σίγουρος,
ίσως να ήτανε και πλοίο που έφευγε, πάντως με καλούσε,
τότε έτρεξα στη μοναξιά της κάμαρας μου
και με χέρι τρεμάμενο ξεκίνησα να γράφω,
όταν τελείωσα τον πρώτο μου στίχο
τον κρέμασα στα σαγόνια της νύχτας
φόρεσα μια καινούργια φορεσιά
κι έτρεξα στο νεκροταφείο να συναντήσω
τους φίλους τους παλιούς,
και μες στην σιγαλιά της νύχτας τους απάγγειλα,
τίποτε στον κόσμο ετούτο δεν είναι αληθινό
μονάχα ο θάνατος κρύβει μέσα του αλήθεια
κι είναι πάνω απ’ όλα αληθινός

Εαρινή Ισημερία / Αθηνά Τέμβριου


Αδημονώ τη στιγμή της Ποίησης
όταν μ’ ανταμώνει σαν Τρικυμία,
σαν ατάραχο νερό στο ρυάκι,
σαν αφρώδες κύμα της θάλασσας
που πάει να βρει τη στεριά
σ’ ανύποπτο χρόνο,
δίχως Θεούς κι ανθρώπους
να φράσσουν το δρόμο,
για μια στιγμή Αγάπης,
για το Σκοτάδι π’ ασπάζεται Φως.
"Ανάμεσα στους Ήχους", Αθηνά Τέμβριου

Μια Παλιννόστηση (χαικού) / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Περιπλανώνται
τα χαμένα καράβια
φαύλα γαλήνη
υγρή ελπίδα
πώς εξορία τιμάς
τι μηρυκάζεις
νησιά σφραγιστά
πλανεύτρες πλάτη γυρνάν
θύμησης φρούτα
αφαλάτωση
μιας γενεάς σειρήνων
κατάρτια γυμνά
ταξίδια στείρα
χαλασμένες πυξίδες
βορράς σαλεύει
η παραπλάνηση
κατάρα που απλώνει
δίκτυα παντού
ακούς το κουπί
όταν η ησυχία
νικά το παιδί
ήλιοι μαυλίζουν
δελφίνια και αγόρια
στο βωμό κανείς
νύχτα θεριεύουν
στις αγγειογραφίες
κύκλωπες τραυλοί
γαλάζια Δίκη
ένα νησί θ' ανοίξει
λιμάνι στενό
αθωώνεσαι
στο εδώλιο πλάτη
θα ξαποστάνεις
περιπλάνηση
σημαίνει παράβλεψη
κοινών πταισμάτων
ελευθερία
ζητούν οι σκεπασμένοι
λαθρεπιβάτες
παφλασμό ακούς
στέκεσαι μόνος εκεί
χωρίς καράβι
Χρίστος Ρ. Τσιαήλης

Ο ΧΑΜΈΝΟΣ ΜΑΣ ΚΟΣΜΟΣ / Πανάγου Μαρούλλα


Είχαμε δικό μας ένα κόσμο ολόκληρο.
είχαμε στα μάτια τον ήλιο ολόλαμπρο.
Είχαμε ευτυχία κι ήταν ο τόπος χαρά
ο ουρανός μας δεν είχε καμιά συννεφιά.
Ολόλευκος ύπνος σαν ύπνος παιδιού
ολόλευκα όνειρα μικρού αγοριού
λουλούδια χαμόγελα ξανθού κοριτσιού
ευωδιά απ' το άρωμα ανθού λεμονιού .
Μπήκαν κουρσάροι στον ύπνο μας βρήκαν
Η πόρτα ορθάνοικτη κι ελεύθερα μπήκαν
έφερε ο ύπνος μας τότε εφιάλτη
αιμάτωσε ο 'ήλιος κι η γη συνταράχθει
Μαύρα τα όνειρα κι η καρδιά μια οδύνη
Χαμένα χαμόγελα, η χαρά έχει γίνει
πικρό κιτρολέμονο ,στα μάτια το δάκρυ
διωγμένα πουλιά πεταμένα στην άκρη .
Τώρα το είναι μας μια πληγή ζωντανή
παλιά σαραντάχρονη που ακόμα θρηνεί
αιώνια ψάχνουμε ορφανά περιστέρια
κι οι κουρσάροι μας δένουν από τότε τα χέρια .
Κυλάει ο χρόνος κι η κατάρα μας δέρνει
άδικη κι άπονη την συμφορά ακόμα φέρνει
Σαν όλοι δεν θέλουμε να γίνουμε ένας
μας παίρνει ο άνεμος δεν μένει κανένας .
Βρίσκεται τούνελ(Συραγγα ) ακόμα μπροστά μας
στην άκρη το φως που ζητά η καρδιά μας
τα χέρια σαν σμίξουν μια γροθιά να γενούμε
αλύγιστα θάναι και να πούμε “μπορούμε”.
Μαρούλλα Πανάγου

ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ / Χατζηματθαίου Άθως


Πόσο ήθελε να μεγαλώσει
πόσο λαχταρούσε να περάσει το “όριο” της ηλικίας
που του έδενε τα φτερά
που τον κρατούσε φυλακισμένο
στο κλουβί της" καταπίεσης"
πόσο ήθελε να μεγαλώσει
να απ’ εγκλωβιστεί απ’ τα γαμψά τους νύχια
να σπάσει το κλουβί
να λυγίσει τα τέλια
να ξεδέσει τα φτερά του
να ξεφύγει απ’ τις αρνήσεις
να αρπάξει την τύχη στα χέρια του
και λεύτερος να πετάξει
στο γαλανό ουρανό της ζωής
να γευτεί τις χαρές της
να γνωρίσει τη μαγεία της.
Τα χρόνια κύλησαν
το πρόβλημα της ηλικίας ξεπεράστηκε
κι άρπαξε το λάβαρο της ανεξαρτησίας
και ξεχύθηκε στις “λεωφόρους” της ζωής
κι η μαγεία της ήρθε και τον αγκάλιασε
μια μαγεία όμως πολύ διαφορετική
απ’ αυτή που ονειρευόταν
στην αρχή ήταν πιο γλυκιά
ακόμη κι’ απ’ το μέλι
μετά έγινε πιο πικρή
κι απ’ το ίδιο το φαρμάκι
αυτή τη μαγεία φρόντισαν να του χαρίσουν
τα γεράκια που παραμόνευαν
με ακονισμένα τα νύχια
στη γωνιά του δρόμου
κι όταν ήταν στις καλές του στιγμές
που ήταν αλήθεια πολύ λίγες
παρακαλούσε το χρόνο να γυρίσει πίσω
να γίνει και πάλι δεκαεξάρης
να μπει και πάλι στο κλουβί της “καταπίεσης”
εκεί τουλάχιστον ένιωθε ασφαλής.
'Αθως Χατζηματθαίου

Μαριονέτα / Ανδρέου Ειρήνη


Πώς περάσανε τα χρόνια
και δεν πρόλαβα να ζήσω..
συρματοπλέγματα με ζώναν ...
αλήθεια, τι να νοσταλγήσω;
Οι πίκρες πιο πολλές απ' τις χαρές
κι αυτές συνήθως ψευδαισθήσεις.
Τις επλαθα τις πιο πολλές φορές
χωρίς αγάπη πώς να ζήσεις ;
Τα άσχημα τα έκανα ωραία
αντί να τα ποδοπατήσω
και στο φινάλε έφτασα μοιραία
το είναι μου στο έλεος ν αφήσω.
Πυγμή δεν είχα το ξέρω έφταιξα
μιας μαριονέτας τον ρόλο έπαιξα..
με χόρευαν και παρακολουθούσα
τους θεατές που όλο γελούσαν..
Κόβονται ξάφνου τα σκοινιά
σωριάζομαι στον πάτο..
τσάκισα σαν την καλαμιά
και τ' όνειρο φευγάτο...
Χίλια κομμάτια κόπηκα
σκορπίστηκα στ' αγέρι
μονάχη μου σηκώθηκα
χωρίς ούτ' ένα χέρι..
Τα μάζεψα, τα κόλλησα
και στάθηκα στα πόδια..
δάκρυ το χώμα πότισα
και φύτρωσε με ρόδα..
Ρόδα ψυχής, ρόδα καρδιάς
ρόδα ευωδιασμένα
το διάβα μου έστρωσαν μεμιάς...
πέτρα στα περασμένα...
Εκεί βαδίζω σταθερά
και όχι κρεμασμένη
σ' αρρωστα, μίζερα μυαλά
ψυχής και σάρκας πορωμένης....
Απόσπασμα απ το βιβλίο  "της ψυχής μου τα κομμάτια"..

[Βλεπεις οι ανθρωποι] ...Στ. Σταυρου

Βλεπεις οι ανθρωποι
Βιαζονται παντα τοσο πολυ
Να με κρινουν
Και ζουμε επειτα μια ολακερη ζωη
Παρεξηγησης,
Βιαζονται να με κρινουν
Και να με πουν απομακρο
Και απλησιαστο και ψυχρο
Μονο και μονο επειδη μου κουνανε το χερι τους
ή επειδη το απλωνουν προς το μερος μου
Κι εγω απομενω να κοιταζω
Μια το χερι
Μια τα ματια τους
Κι ουτε που σκεφτονται πως μπορει απλως
Να δυσκολευομαι ν' αποφασισω
Αν κουνανε το χερι τους επειδη χαιρετανε
ή επειδη πνιγονται
Αν μου απλωνουν το χερι
Για να τους σωσω
ή να με σωσουν
Και μεχρι ν' αποφασισω
Εχουν ηδη αποφασισει αυτοι
Για μενα....
 Αυτοπροσωπογραφιες

Ανδρέας Καπανδρέου (βιογραφικό σημείωμα)



Ο Ανδρέας Καπανδρέου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ανδρέα Κ. Ανδρέου) γεννήθηκε το 1972 στη Λευκωσία όπου ζει μέχρι σήμερα.
Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία, Επιστήμες της Πληροφόρησης και Επιστήμες της Αγωγής στην Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Κύπρο.
Από το 1996 εργάζεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Διετέλεσε πρόεδρος της Κυπριακής Ένωσης Βιβλιοθηκονόμων - Επιστημόνων Πληροφόρησης (ΚΕΒΕΠ). Επιστημονικά του άρθρα έχουν δημοσιευτεί σε βιβλία, περιοδικά και ιστοσελίδες.
Από το 2010 διατηρεί το ιστολόγιο @Ανδρέας Καπανδρέου (http://andreaskandreou.blogspot.com/) το οποίο ασχολείται με την λογοτεχνία, τα βιβλία, τον πολιτισμό και την βιβλιοθηκονομία.

Έργα

2. «Ο γιος της μάγισσας: αλλόκοτες ιστορίες» (Συμπαντικές Διαδρομές, 2012).


Διηγήματα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα ολλανδικά και τα γερμανικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά.


αναδημοσίευση από το : https://andreaskandreou.blogspot.com/p/blog-page_24.html

όπου μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στοιχεία για τον συγγραφέα. 

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Το τέλος της Χιονάτης: Ποιητική Συλλογή του Καπανδρέου Ανδρέα εκδοθείσα το 2017 από τις Συμπαντικές Διαδρομές, 2017.

ΟΣΜΗ ΚΑΜΕΝΗΣ ΣΑΡΚΑΣ

Με επισκέπτεται συχνά στον ύπνο μου.
Με ξυπνά αποπνικτική οσμή καμένης σάρκας.
Αυτός απορεί:
«Μα, καλά, πώς μπορείς να κοιμάσαι;»

Δεν απαντώ.
Δεν έχω τι να πω.
Οι τύψεις με τυραννούν και μου επιβάλουν εξιλεωτική αγρυπνία. 

Το πρωί συνεχίζω τη μίζερη ζωή μου
και ο Αυξεντίου τον ένδοξό του θάνατό…


ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ

Κάποτε το έβλεπες γραμμένο παντού!
Σαν σύνθημα στους τοίχους
στα δελτία ειδήσεων
στις κομματικές ανακοινώσεις
στα σχολικά τετράδια…

Σήμερα υπάρχει μόνο στο χαρτάκι που είναι κολλημένο στο ψυγείο
δίπλα από τη λίστα για τα ψώνια.
Να μην ξεχάσω: πως Δεν Ξεχνώ.

ΣΗΜΑΙΑ

Ας το παραδεχτούμε:
η σημαία με το μισοφέγγαρο
που είναι ζωγραφισμένη στον Πενταδάκτυλο μας πληγώνει
είναι προκλητική και ακαλαίσθητη.
Εξυπηρετεί όμως κάτι.
Θυμίζει σε όποιον στρέψει το βλέμμα του προς το βορρά, την Κατοχή.
Ανεκτίμητη είναι αυτή της η συνεισφορά.



 ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Κάθε που έχει πανσέληνο
η ψυχή μου αναγαλλιάζει.
Αυτά που με στοιχειώνουν από μικρό παιδί
είναι τα μισοφέγγαρα.

ΕΡΩΤΙΚΟ / Καπανδρέου Ανδρέας



Τα πάντα ρει μες τη ζωή και ο τροχός γυρίζει
κι ο θάνατος στον κόσμο μας η μόνη σταθερά.
Γι’ αυτά που θέλεις πάλεψε, κανείς δεν στα χαρίζει
κι εγώ εσένα πόθησα μάτια μου φλογερά.

Μες του ιστού σου μπλέχτηκα τα ανίερα παιχνίδια
και τα φιλιά σου γεύτηκα τα τόσο ηδονικά.
Ο έρωτας σου με έστειλε σε μαγικά ταξίδια
όαση αδιέξοδη η δική σου αγκαλιά.
  
Χρησμοί αντικρουόμενοι με έφεραν κοντά σου
το κολασμένο σώμα μου εσύ να κυβερνάς.
Εγώ που ήμουν άπιστος και τώρα, για φαντάσου
τάμα σου δίνω τη ψυχή φτάνει να μ’ αγαπάς.

Του έρωτα μου οι δαίμονες σου χτίσανε παλάτι
ακόμα και στην Κόλαση θα σε ακολουθώ.


Κι αν κάποτε με πίκρανες, όλα νερό κι αλάτι
για μια αιωνιότητα θα σου παραδοθώ. 

ΣΤΟ ΕΝΥΔΡΕΙΟ / Καπανδρέου Ανδρέας


Τα ψάρια στο ενυδρείο ζουν ευτυχισμένα
σύμπαν τους είναι το γυαλί, που τα έχουνε κλεισμένα. 

Τρώνε όταν μια ανώτερη δύναμη, θυμηθεί να τα ταΐσει
κι αν μείνουν νηστικά, κάποιο απ’ αυτά, θα κανιβαλίσει.

Το ενυδρείο έχει πια θολώσει
γι’ αυτό κανείς  δεν νοιάζεται 
τι γίνεται εκεί μέσα
ούτε που φαντάζεται!

Ολόκληρο το σύμπαν μας είναι ένα ενυδρείο.
Νοιώθουμε άνετα σ’ αυτό, μας είναι πια οικείο.

Τον κανιβαλισμό τον έχουμε στο αίμα
ζούμε κι ονειρευόμαστε μέσα σε ένα ψέμα.

Το ενυδρείο έχει πια θολώσει
γι’ αυτό κανείς  δεν νοιάζεται 
και τι υπάρχει εκεί έξω
ούτε που φαντάζεται.

Εσύ μικρή γοργόνα,  το ξέρω ασφυκτιάς
μα έξω απ’ τα νερά σου μέχρι θανάτου σπαρταράς.

Κι εγώ θα ζω για πάντα εδώ
κολλημένος στου βούρκου τον βρωμερό βυθό


και τι υπάρχει εκεί έξω ποτέ μου δεν θα δω.

ΠΟΙΗΣΗ / Καπανδρέου Ανδρέας



Πάντα υποτιμούσες την ποίηση και τους ποιητές
μέχρι που ερωτεύτηκες.

Μετά άρχισες να γράφεις και στίχους…  

ΣΤΙΣ ΕΡΩΜΕΝΕΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ / Καπανδρέου Ανδρέας



Αφιερώνω τους στίχους αυτούς
στις κρυφές ερωμένες όλων των ποιητών.

Σε αυτές που έγιναν οι μούσες τους
που τους ενέπνευσαν
αλλά παρέμειναν για πάντα στη σκιά τους.

Σε αυτές που ποτέ δεν αξιώθηκαν
να δουν μια αφιέρωση προς τιμή τους
σε κάποια ποιητική συλλογή...

ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ / Ανδρέας Καπανδρέου



Με πληγώνεις σαν σκουριασμένη πρόκα τρυπώντας μου το δέρμα.
Ευτυχώς που έχω κάνει εμβόλιο τετάνου.

Με απογοητεύεις σαν κακά αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων
μα βρίσκω τη δύναμη να κάνω θεραπεία.

Με προδίδεις σαν άπιστη ερωμένη.
Ο αρρωστημένος όμως εγωισμός μου δεν με αφήνει να σε εγκαταλείψω…

Από εσένα δεν περιμένω τίποτα.
Ελπίζω όμως τα πάντα! 





(Ένα από τα Πολιτικά ποιήματα, από την ποιητική συλλογή : Το τέλος της Χιονάτης)

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ / Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος

Τόσο πολύ σπέρμα,
τόσο παγκόσμιο σπέρμα,
να πηγαίνει χαμένο!
Τόσο που θ’ αρκούσε, διάολε,
να φτιάξει έναν δεύτερο Τίβερη.
Αυτά αναλογιζόταν ο Πάπας της Ρώμης.
Στο μεταξύ, εγώ πάσκιζα να το κρατήσω μέσα μου.
0παπάς ήταν κατηγορηματικός:
ο αυνανισμός συνιστά αμάρτημα!
Είχε έρθει στο γυμνάσιο να μας εξομολογήσει
υποχρεωτικά.
Τίτο ’θελα και του το ’πα;
Τριάντα τρεις φορές την προσευχή
«Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού ελέησόν με»
κρατώντας το κομποσκοίνι
κι η πίστη θ’ απομακρύνει την καύλα θαυματουργά.
Μετά από χρονιά
ο Τίβερης πλημμύρισε και
γκρέμισε όλα τα φράγματά μου.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

«Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»: (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης) Μαρούλλα Πανάγου Φόρος τιμής στον Ευαγόρα παλληκαρίδη



Τα κτυπήματα βροχή έπεφταν στο ταλαιπωρημένο σώμα του έφηβου παλικαριού ,μα το στόμα του πεισματικά κλειδωμένο απέναντι στους κοκκινοσκούφηδες.
Ο ιδρώτας κοιλούσε από τα καστρίσηικα μούτρα τους, που τον κτυπούσαν συνέχεια για να μαρτυρήσει τους συντρόφους του
μα άδικα προσπαθούσαν.
Ο δεκαεπτάχρονος Ευαγόρας βράχος στην σιωπή του.
-Μόνο το σώμα μου είναι εδώ. Σκεπτόταν για να μην νοιώθει τα βασανιστήρια .
Από την ημέρα που τον έπιασαν να κουβαλάει το στεν κι ας ήταν διπλωμένο ,(μια ένδειξη ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε,) δεν σταμάτησαν ούτε μια μέρα να τον βασανίζουν για να προδώσει. Μα δεν θα τους έκανε την χάρη. Θα ήταν εκείνος ο νικητής στο τέλος κι ας οι Εγγλέζοι δεν αστειεύονταν.
Ήταν εχθρός του στέμματος και της κρύας σαν πάγο βασίλισσάς τους κι έπρεπε να πεθάνει .
-Η ψυχή μου στις δυο μου αγάπες, συνέχισαν οι σκέψεις το ταξίδι.
Στην Ήβη που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά και δεν γνωρίζω αν καν ‘έλαβε την επιστολή μου που της έγραφα ότι μπορεί να ήταν κι η τελευταία.
-Τι μπορεί; στα σίγουρα! Πως μπορούν να με αφήσουν ζωντανό για να ιδεί ο κόσμος τον πολιτισμό τους;
Και σε σένα πατρίδα μου! Η πιο μεγάλη μου αγάπη κι η θυσία μου ας μην πάει χαμένη! Μα να φέρει την ένωση μαζί σου γαλάζια πατρίδα μου. Εύχομαι να μην είναι πολύ μακριά εκείνη η μέρα.
Στην σκέψη της Ένωσης ένοιωσε δυνατότερος και πιο πεισματάρης .
-Όχι αυτός θα ήταν ο νικητής .Το δίκιο απέναντι στο άδικο
Κατάφερε να χαμογελάσει προκλητικά στους βασανιστές του, μα μέχρι κι ο μορφασμός του γέλιου, του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
μα η ψυχή του α ψηφούσε τον πόνο κι ήξερε... Σε λίγες μέρες θα τον κρέμαζαν.
Δεν ήξερε ‘ότι μπορεί να ήταν σήμερα η τελευταία του μέρα, κι εξαρτώταν από το αν θα του έδινε χάρη η αυτή μεγαλειότης. Έτσι είπαν οι δικοί του στην τελευταία επίσκεψη.
Υπήρχε πιθανότητα να γλυτώσει, σαν το όνομά του στην ποίηση ε’ιχε ξεπεράσει τα σύνορα κι Αμερικανοί λογοτέχνες μάζεψαν υπογραφές που έβαζαν βέτο για τον απαγχονισμό του, παίρνοντας τον έξω από την Κύπρο που να μην απειλεί πια το στέμμα.

Οι βασανιστές ξεθεωμένοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς άντεχε ακόμα τα τόσα βασανιστήρια .
Μέχρι τα μάτια του δεν μπορούσαν πια να δουν καθαρά από τα κτυπήματα και τον δυνατό προβολέα που τον τύφλωνε.
Αποτέλεσμα, δεν άφησαν τους δικούς του πριν δυο μέρες να τον δουν.
Ο λόγος να μην υπάρχουν μάρτυρες στην θηριωδία τους.
Τον πέταξαν σχεδόν αναίσθητο στο κελί όπου ο ιερέας θα ερχόταν σε λίγο για την μεταλαβιά
Να μην πάει στον Θεό του αμετάλαβος σκέφτηκαν κυνικά,πριν μπουν στο γραφείο του ταγματάρχη που περίμενε!
Σίγουρος ότι επιτέλους θα μιλούσε ο τερρορίστας
-Λοιπόν απεκάλυψε τους συνενόχους του ; γρύλισε και τα παλληκάρια της φακής έγνεψαν αρνητικά
-Του μίλησε ο αξιωματικός με το καλό , είπε ο ένας ,κι ο άλλος με λερωμένα τα ρούχα του από το αίμα του παλικαριού. συνέχισε.
-Τον δελέασε και με χρήματα λέγοντάς του πόσο τρελό είναι να τα βάζουν με το στέμμα!
-Και τι απάντησε;
-Είπε κάτι τρελλά ταγματάρχα .
-Δηλαδή;
«Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:Κι όσο για τα λεφτά σας να τα βάλετε εκεί που ξέρετε!
Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε και εύχομαι να είμαι ο τελευταίος”
Ύστερα έκλεισε το βρωμοστομό του

-Έτσι του δώσαμε ότι του άξιζε,μα πρέπει να βιαστείτε εξοχότατε .
Μαζεύουν ψήφους για να του δοθεί χάρη, κι αφού είναι κάτω των δεκαοχτώ, αν μας προλάβουν θα την γλυτώσει. Προπαντώς αν ανακατευτεί κι η Αμερική
-Αμ δεν θα προλάβει ! Είπαν τα σκληρά γαλανά μάτια και σε κείνα τα λόγια είχε κοπεί η ποινή του παλικαριού.
Η είδηση είχε φτάσει ότι πριν τα μεσάνυχτα θα τον απαγχόνιζαν.

Εξαντλημένος ο Ευαγόρας έστειλε την σκέψη του σε κείνη την μακρινή αγαπημένη κι οι πόνοι του κορμιού παραμέρισαν .
Την μέρα του χωρισμού όπου της χάρισε το κόκκινο τετράδιο με τα ποιήματά του, που κατάλαβε πόσο την αγαπούσε,κι ανταποκρίθηκε στον δεκαεξάχρονο έρωτα τους.
-Καρδούλα μου σε λίγο θα φύγω μαζί με την αγάπη μας κι η πατρίδα θα με πάρει αγκαλιά.”
Η τελευταία του σκέψη πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Πέντε το απόγευμα τον συνέφερε ο θόρυβος από το άνοιγμα της πόρτας και μπήκε στο κελί ο ιερέας .
Το παλικάρι του χαμογέλασε πικρά κι ο ιερέας ευλογώντας τον τον μετάλαβε πνιγμένος στα δάκρυα.
“.Την ευχή μου γυιέ μου και καλό σου ταξίδι .
Κάποτε θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους .”
“Σε ευχαριστώ πάτερ μα μην με κλαις.

Μέσα στο γραφείο του κυβερνήτη την ίδια ώρα έφτανε η επιστολή από την Αμερική που θα έδινε χάρη στον Ευαγόρα .
Πολύ αργά για κάτι τέτοιο,χαμογέλασε χαιρέκακα ο αξιωματικός κι έστειλε το τηλεγράφημα.
Ο αντάρτης έχει απαγχονιστεί στοπ.
Η χάρη έφθασε αργά στοπ. κλπ.
Δεν υπήρχε πια άλλη αναβολή κι αγχόνη περίμενε
Με το ξετίναγμα του μοχλού διακόπηκε το τραγούδι που θα έπαιρνε τον ήρωα για την ανηφοριά στην συνάντησή του με την πανώρια κόρη που ονειρεύτηκε.
Τέλος

ελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Τα κτυπήματα βροχή έπεφταν στο ταλαιπωρημένο σώμα του έφηβου παλικαριού ,μα το στόμα του πεισματικά κλειδωμένο απέναντι στους κοκκινοσκούφηδες.
Ο ιδρώτας κοιλούσε από τα καστρίσηικα μούτρα τους, που τον κτυπούσαν συνέχεια για να μαρτυρήσει τους συντρόφους του
μα άδικα προσπαθούσαν.
Ο δεκαεπτάχρονος Ευαγόρας βράχος στην σιωπή του.
-Μόνο το σώμα μου είναι εδώ. Σκεπτόταν για να μην νοιώθει τα βασανιστήρια .
Από την ημέρα που τον έπιασαν να κουβαλάει το στεν κι ας ήταν διπλωμένο ,(μια ένδειξη ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε,) δεν σταμάτησαν ούτε μια μέρα να τον βασανίζουν για να προδώσει. Μα δεν θα τους έκανε την χάρη. Θα ήταν εκείνος ο νικητής στο τέλος κι ας οι Εγγλέζοι δεν αστειεύονταν.
Ήταν εχθρός του στέμματος και της κρύας σαν πάγο βασίλισσάς τους κι έπρεπε να πεθάνει .
-Η ψυχή μου στις δυο μου αγάπες, συνέχισαν οι σκέψεις το ταξίδι.
Στην Ήβη που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά και δεν γνωρίζω αν καν ‘έλαβε την επιστολή μου που της έγραφα ότι μπορεί να ήταν κι η τελευταία.
-Τι μπορεί; στα σίγουρα! Πως μπορούν να με αφήσουν ζωντανό για να ιδεί ο κόσμος τον πολιτισμό τους;
Και σε σένα πατρίδα μου! Η πιο μεγάλη μου αγάπη κι η θυσία μου ας μην πάει χαμένη! Μα να φέρει την ένωση μαζί σου γαλάζια πατρίδα μου. Εύχομαι να μην είναι πολύ μακριά εκείνη η μέρα.
Στην σκέψη της Ένωσης ένοιωσε δυνατότερος και πιο πεισματάρης .
-Όχι αυτός θα ήταν ο νικητής .Το δίκιο απέναντι στο άδικο
Κατάφερε να χαμογελάσει προκλητικά στους βασανιστές του, μα μέχρι κι ο μορφασμός του γέλιου, του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
μα η ψυχή του α ψηφούσε τον πόνο κι ήξερε... Σε λίγες μέρες θα τον κρέμαζαν.
Δεν ήξερε ‘ότι μπορεί να ήταν σήμερα η τελευταία του μέρα, κι εξαρτώταν από το αν θα του έδινε χάρη η αυτή μεγαλειότης. Έτσι είπαν οι δικοί του στην τελευταία επίσκεψη.
Υπήρχε πιθανότητα να γλυτώσει, σαν το όνομά του στην ποίηση ε’ιχε ξεπεράσει τα σύνορα κι Αμερικανοί λογοτέχνες μάζεψαν υπογραφές που έβαζαν βέτο για τον απαγχονισμό του, παίρνοντας τον έξω από την Κύπρο που να μην απειλεί πια το στέμμα.

Οι βασανιστές ξεθεωμένοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς άντεχε ακόμα τα τόσα βασανιστήρια .
Μέχρι τα μάτια του δεν μπορούσαν πια να δουν καθαρά από τα κτυπήματα και τον δυνατό προβολέα που τον τύφλωνε.
Αποτέλεσμα, δεν άφησαν τους δικούς του πριν δυο μέρες να τον δουν.
Ο λόγος να μην υπάρχουν μάρτυρες στην θηριωδία τους.
Τον πέταξαν σχεδόν αναίσθητο στο κελί όπου ο ιερέας θα ερχόταν σε λίγο για την μεταλαβιά
Να μην πάει στον Θεό του αμετάλαβος σκέφτηκαν κυνικά,πριν μπουν στο γραφείο του ταγματάρχη που περίμενε!
Σίγουρος ότι επιτέλους θα μιλούσε ο τερρορίστας
-Λοιπόν απεκάλυψε τους συνενόχους του ; γρύλισε και τα παλληκάρια της φακής έγνεψαν αρνητικά
-Του μίλησε ο αξιωματικός με το καλό , είπε ο ένας ,κι ο άλλος με λερωμένα τα ρούχα του από το αίμα του παλικαριού. συνέχισε.
-Τον δελέασε και με χρήματα λέγοντάς του πόσο τρελό είναι να τα βάζουν με το στέμμα!
-Και τι απάντησε;
-Είπε κάτι τρελλά ταγματάρχα .
-Δηλαδή;
«Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:Κι όσο για τα λεφτά σας να τα βάλετε εκεί που ξέρετε!
Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε και εύχομαι να είμαι ο τελευταίος”
Ύστερα έκλεισε το βρωμοστομό του

-Έτσι του δώσαμε ότι του άξιζε,μα πρέπει να βιαστείτε εξοχότατε .
Μαζεύουν ψήφους για να του δοθεί χάρη, κι αφού είναι κάτω των δεκαοχτώ, αν μας προλάβουν θα την γλυτώσει. Προπαντώς αν ανακατευτεί κι η Αμερική
-Αμ δεν θα προλάβει ! Είπαν τα σκληρά γαλανά μάτια και σε κείνα τα λόγια είχε κοπεί η ποινή του παλικαριού.
Η είδηση είχε φτάσει ότι πριν τα μεσάνυχτα θα τον απαγχόνιζαν.

Εξαντλημένος ο Ευαγόρας έστειλε την σκέψη του σε κείνη την μακρινή αγαπημένη κι οι πόνοι του κορμιού παραμέρισαν .
Την μέρα του χωρισμού όπου της χάρισε το κόκκινο τετράδιο με τα ποιήματά του, που κατάλαβε πόσο την αγαπούσε,κι ανταποκρίθηκε στον δεκαεξάχρονο έρωτα τους.
-Καρδούλα μου σε λίγο θα φύγω μαζί με την αγάπη μας κι η πατρίδα θα με πάρει αγκαλιά.”
Η τελευταία του σκέψη πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Πέντε το απόγευμα τον συνέφερε ο θόρυβος από το άνοιγμα της πόρτας και μπήκε στο κελί ο ιερέας .
Το παλικάρι του χαμογέλασε πικρά κι ο ιερέας ευλογώντας τον τον μετάλαβε πνιγμένος στα δάκρυα.
“.Την ευχή μου γυιέ μου και καλό σου ταξίδι .
Κάποτε θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους .”
“Σε ευχαριστώ πάτερ μα μην με κλαις.

Μέσα στο γραφείο του κυβερνήτη την ίδια ώρα έφτανε η επιστολή από την Αμερική που θα έδινε χάρη στον Ευαγόρα .
Πολύ αργά για κάτι τέτοιο,χαμογέλασε χαιρέκακα ο αξιωματικός κι έστειλε το τηλεγράφημα.
Ο αντάρτης έχει απαγχονιστεί στοπ.
Η χάρη έφθασε αργά στοπ. κλπ.
Δεν υπήρχε πια άλλη αναβολή κι αγχόνη περίμενε
Με το ξετίναγμα του μοχλού διακόπηκε το τραγούδι που θα έπαιρνε τον ήρωα για την ανηφοριά στην συνάντησή του με την πανώρια κόρη που ονειρεύτηκε.



Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ / ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ


Ψευδαίσθηση η λύτρωση.
Κι η ποίηση 
χορό μες στο μυαλό μου .
Κείν το σ’αγαπώ οπου σου ειπα 

κλειδωμενο στο συρτάρι
όπου διπλός ο πάτος
κρύβει τον καημό .
Σε ένα ξεχασμενο “εσύ ” εγώ”
Μια επέτειος σήμερα
να γιορτάζει την μοναξια
μελοποιημενη
Κι εγώ φορώ το γιορτινό χαμόγελο μου
στολίζοντας τα μαλλιά με το στεφάνι
απ ‘ το χθεσινό όνειρο μου
Με την ελπίδα πια απούσα.
Κι ας είν γιορτή η μέρα.
Ο ήλιος την αποχαιρετά
κι ο ποσπερίτης ρίχνει το φώς του
στον δρόμο της επιστροφής .

Παγκόσμια ημέρα ποίησης στην Κοινότητα του Παραλιμνίου 21 Μαρτίου 2019


   
Στα πλαίσια των τιμητικών εκδηλώσεων για την Ποίηση πραγματοποιήθηκε την 21 Μαρτίου 2019, συγκέντρωση (που ξεπέρασε τις προσδοκίες των διοργανωτών) σε γνωστή γωνιά του Παραλιμνίου που έμπρακτα στέκεται δίπλα στις τέχνες και τα γράμματα, ποιητών και γενικότερα ανθρώπων που ασχολούνται με την ποίηση. Η ιδέα της πραγματοποίησης αυτής της εκδήλωσης ανήκε στην ποιήτρια Εύα Γεωργίου και στην Υπεύθυνη του καφέ «Πλεύσης» στο Παραλίμνι, κα Δέσποινα Οικονόμου.
     Την μικρή αυτή εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους οι παρακάτω ποιητές (κατά αλφαβητική σειρά).

Εύα Γεωργίου
Δημήτριος Γκόγκας
Βίκτωρ Καραγιάννης(Λαικός Ποιητής)
Δέσποινα Κάριου
Αντώνης Κατσαντώνης (Λαικός Ποιητής)
Δέσποινα Κατσαντώνη
Κατερίνα Μάτσιου - Κωνσταντίνου
Χρίστος Παπαχρυσάφης
Σωτηρούλα Τζιαμπουρή
Ελένη Τυρίμου

Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης οι ποιητές ανάγνωσαν ποιήματά τους, αντάλλαξαν απόψεις πάνω στη δύναμη της ποίησης και στο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ποίηση της μεγαλονήσου που γράφεται στην Κυπριακή ντοπιολαλιά. Στο τέλος της συγκέντρωσης διάχυτη ήταν η ικανοποίηση όλων για το αποτέλεσμα της συνάντησης και δόθηκε υπόσχεση για επανάληψη της σε σύντομο χρονικό διάστημα και όχι μόνο στο χρόνο που ορίζεται ως «παγκόσμια ημέρα της ποίηση».  Είναι αλήθεια ότι τέτοιου είδους εκδηλώσεις απαιτούνται για την προώθηση της ποίησης και την ένταξή της ως εργαλείο μόρφωσης και εκπαίδευσης στα σπλάχνα της κοινωνίας μας.

«Πλανόδιος στα Σύνορα της Εδέμ» Μικρό απόσπασμα από την υπό έκδοση Ποιητική Συλλογή του Ποιητή Ανδρέα Τιμοθέου

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ, ΜΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟ, 
                                                                     στη Ναδίνα Δημητρίου

Τα βράδια περπατώ ξυπόλητος
στις στέγες των ανθρώπων
κι αναζητώ στις καμινάδες τους
σημάδια των ψυχών τους.
Ανταποκρίνονται όσοι αγάπησα,
κι ύστερα πλάθουν εικόνες αστρικές.
Απόψε πρόσθεσα και τη δική σου
στην καθιερωμένη διαδρομή,
μια στάση άκρως απαραίτητη.
Αλήθεια, πώς σ’ αναγνώρισε ο πατέρας σου
μικρή μου Νάντια;
Ναδίνα ή Εκάβη;
Και εκείνο το σπλαχνικό
μικρό αγόρι σου
έσκυψε μια στιγμή στα μάγουλά σου;
Φίλησε τα δάκρυα της νιότης σου
και της πικρής σου μνήμης;
Κι έπειτα, τον χρόνο της λήθης 
τον συνάντησες ποτέ,
τον έκανες και εκείνο στίχους;
Εμείς ανάμεσά του ανταμώσαμε,
δεν ξέρω αν το θυμάσαι.
Σε κάποιο μεσουράνημα
ίσως ξαναβρεθούμε…

***
ΕΠΑΦΗ 
                                                στην Ελενα Τουμαζη

Τόσοι παλλόμενοι κόσμοι
και γω να σου μιλώ για άστρα,
παραμονές θανάτου και σιωπής
πικρή επίγνωση της νιότης.
Κι όμως δεν νανουρίζονται οι ψυχές
καμιά φορά μονάχα, κλείνουνε τα μάτια…

***

ΚΟΙΤΑΓΜΑ Ι 
                                                 στη Φροσούλα Κολοσιάτου
Οι αττικές της λέξεις
αγωνιούν για τον τόπο της
συστήνουν αγώνες 
και μαύρα ποιήματα. 
Η φιλόξενη γη της 
χάδι μητέρας
δίχως φιλί.

***
ΚΟΙΤΑΓΜΑ 
                                                           στην Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου

Το Λαζάρου της πάει.
Σαν γνήσια κόρη του Λάζαρου
έμαθε καλά πώς είναι ν’ ανεβαίνει
και πώς να κατεβαίνει.
Το Μαντά της πάει.
Αν αφαιρέσεις το ταφ του τάφου
μένει καθάριο το Μανά.
Το Ευφροσύνη, κι αυτό της πάει
σαν το κρατά κυρίως
τις ώρες της γαλήνης.

***
ΕΚΑΒΗ 
                                                          στην Ανίτα Σαντοριναίου

Κυοφορείς την αλήθεια μιας ψυχής
που έμελλε να γίνει ουρανός και μελάνι
μες στους αλύτρωτους χρόνους.
Κυοφορείς την αθάνατη ελπίδα
των άχρωμων στιγμών
μιας ζωής με όλα τα στερητικά της
αλύτρωτης
αβέβαιης
άγνωστης
μα κυρίως αληθινής.
Το ψέμα άλλωστε ήταν μονάχα
θέμα επιβίωσης…
Λίγο σαν το χειροκρότημα
σύντομο
στιγμιαίο
και μονίμως παρελθοντικό.
Ένα μικρό θανατικό, η σιωπή που μένει
και οι ζωές ακολουθούν,
πιστές στις σκιές τους.