Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Βάσος Χαγιάννης (μικρή αναφορά)


Ο  Βάσος Χαγιάννης, υπήρξε φωτογράφος και ποιητής. Καταγόταν από την Πενταλιά της Πάφου σε ηλικία μόλις 15 χρόνων και έζησε στη Λάρνακα.  

Ποιητικές Συλλογές: 
  • Το 2007 εξέδωσε την ποιητική συλλογή "Με το κλικ της ψυχής" 
Η Λάρνακα τον τίμησε στην αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου, στις 14 Απριλίου 2007, Ο Φιλόγογος κος Κώστας Κατσώνης έγραψε τότε χαρακτηριστικά: : "Ο τίτλος της συλλογής είναι ενδεικτικός αυτού που αναμένει ο αναγνώστης, καθώς κάνει την περιδιάβαση στον ποιητικό κόσμο του Βάσου Χαγιάννη. Το κλικ της φωτογραφικής που καθημερινά συντροφεύει τον φωτογράφο ποιητή γίνεται τώρα ποιητικό σύμβολο-πολύ πετυχημένο πράγματι- για να εκφράσει τους κραδασμούς της ψυχής του".


«Λάρνακα» / Χαγιάννης Βάσος


Τις φεγγαρόλουστες βραδιές 
είσαι παραμυθένια
και λάμπεις στη Μεσόγειο 
σαν κάτασπρη γαρδένια.

Αρχοντική καταγωγή
σου δίνει η Ιστορία 
και μια βαριά κληρονομιά
στου χρόνου την πορεία . 

"Λάπηθος λατρεμένη" / Χαγιάννης Βάσος





Θάλασσα έχεις και βουνό
κι έναν καθάριο ουρανό
να λάμπει μες στ’ ατλάζι.
Όλο τον κόσμο γύρισα
και όμως δεν αντίκρισα
πόλη για να σου μοιάζει.

Λεμονανθοί σε ζώνουνε
κι όλοι σε καμαρώνουνε
νυμφούλα στολισμένη.
Δαντελωτές ακρογιαλιές
ρόδα και τριανταφυλλιές
Λάπηθος λατρεμένη.

Και θέλω τη στερνή πνοή
όταν θα φεύγω απ’ τη ζωή
σε μια κορφή σου απάνω
την τόση σου την ομορφιά
να κλείσω μέσα στην καρδιά
λίγο προτού πεθάνω".


Επισήμανση: Το ποίημα έχει αναπαραχθεί από την προσωπική σελίδα του Φιλόλογου κου Κώστα Κατσώνη σε Κοινωνικό Δίκτυο Επικοινωνίας

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ / Κωνσταντινίδης Ανδρέας


Μάνα μου Αγάπη
κι’ αδερφούλα μου Ειρήνη:
Πιστός στα διδάγματα σας
και πιστός στην ανθρωπιά,
θα κρατήσω το σπαθί μου
καθαρό από αίμα αθώων.
Θα τραβήξω το σπαθί μου
μονάχα σαν άγρια θεριά
πατήσουν την αυλή μας,
για να κόψουν τα λουλούδια.
Θα τραβήξω το σπαθί μου
μονάχα σαν κουρσάροι
κτυπήσουν την πόρτα μας.
Και σαν οι Τούρκοι μας διώξουν
απ’ τα ίδια μας τα σπίτια,
την ζωή μου θα δώσω
για να γυρίσετε πίσω.

ΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ / Κωνσταντινίδης Ανδρέας


Την ώρα που πέφτει η νύχτα,
και κάθεσαι κουβαριαστός
στην γωνιά του τσαντιριού –
με τους αγκώνες στα γόνατα
και το κεφάλι στις απαλάμες –
μην αρχίσεις τα κλάματα.
Το ξέρω πως η νύχτα είναι ατέλειωτη,
το ξέρω πως η νύχτα είναι πικρή,
μα μην αρχίσεις τα κλάματα.
Σου γράφω τούτο το γράμμα
για να σου πω πως οι προδότες
είναι μονάχα μια χούφτα.
Σου γράφω για να σου πω
πως οι όπου Γης Έλληνες,
έχουν το βλέμμα τους καρφωμένο
στον πόνο και την αγωνία σου.
Η καρδιά τους κι’ η σκέψη τους
τριγυρνούν μέσα στο δικό σου τσαντίρι.
Το ξέρω πως η νύχτα είναι ατέλειωτη,
το ξέρω πως η νύχτα είναι πικρή,
μα μην αρχίσεις τα κλάματα.

ΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ / Κωνσταντινίδης Ανδρέας


Είμαι χώμα δικό σου.
Στην καρδιά μου σαν σκαλίσεις,
θα βρεις τ’ οξυγόνο
των κέδρων του Κύκκου.

Στα μάτια μου σαν κοιτάξεις,
θα βρεις τον γιαλό της Κυρήνειας
και τα χαλάσματα της Σαλαμίνας.
Στις απαλάμες μου σαν ψάξεις,
θα βρεις τα στενά της Λευκωσίας.
Είμαι χώμα δικό σου…
Κι’ αν αρνηθώ να γίνω πηλός
για να επουλώσουμε τις πληγές
που σ’ άνοιξαν τα πολυβόλα,
οι θεοί ας μου πάρουν την αναπνοή…

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΗΣ / Κωνσταντινίδης Ανδρέας


Ο καταγάλανος ουρανός,
το χαμόγελο του ήλιου,
η αγκάλη της Γης.

Η σταγόνα της βροχής,
το διψασμένο χώμα,
ο σπόρος στη μήτρα της Γης.

Το χάδι της ηλιαχτίδας,
το ρίγος της ένωσης,
το νιογέννητο λουλούδι…

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΣΕΝΑ / Κωνσταντινίδης Ανδρέας




Όταν δεις τον άνεμο
να φυσά πάνω στα δέντρα
και να χαϊδεύει τα φύλλα τους,
θα είμαι εγώ – ψάχνοντας για σένα
για να χαϊδέψω  την ψυχή σου…

 Όταν δεις τον ήλιο
να πολεμά τα σύννεφα
για να λευτερώσει τις αχτίδες του,
θα είμαι εγώ – ψάχνοντας για σένα
για να σε φιλήσω πάνω στα χείλη…

Όταν δεις τον ποιητή
να ψάχνει για λέξεις
για να φτιάξει ωραίο στίχο,
θα είμαι εγώ – ψάχνοντας για σένα
για να σου χαρίσω τη καρδιά μου.

Η ΚΑΤΑΡΑ / Κωνσταντινίδης Ανδρέας


Σαν τέλειωσαν οι θεοί την δημιουργία,
μύρισαν τους λεμονανθούς
στην κοιλάδα του Μόρφου,
και ζαλίστηκαν.
Ήπιαν κρασί στα κρασοχώρια
της Λεμεσού, και μέθυσαν.
σεργιάνησαν στις αμμουδιές
της Κυρήνειας, και ζήλεψαν.
Και είπαν:
Τούτος ο τόπος είναι παράδεισος,
τούτος ο τόπος δεν κάνει
για τους ανθρώπους.
Και σε καταράστηκαν:
Να τρως τα παιδιά σου…

ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ της Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνας

Κατερίνα Κωνσταντίνου-Μάτσιου (βιογραφικά στοιχεία)



Η Κατερίνα Κωνσταντίνου-Μάτσιου κατάγεται από τη Σωτήρα της επαρχίας  Αμμοχώστου. Αποφοίτησε από  το Λύκειο Παραλιμνίου, Κλασσικό κλάδο και ακολούθως φοίτησε στο Κολλέγιο Κίμων Λάρνακας στον κλάδο Γραμματειακών Σπουδών. Φοίτησε στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου όπου απέκτησε  πτυχίο Φιλολόγου, στο πρόγραμμα Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό καθώς επίσης έχει πάρει  Μεταπτυχιακό  στο πρόγραμμα Επιστήμες της Αγωγής - Διδακτική της Γλώσσας,  στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.  Εργάζεται ως Επιμελήτρια σε σχολείο.
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στο Περιοδικό Λογοτεχνίας και Κριτικής: Ακτή, στο Λογοτεχνικό Περιοδικό: Πνευματική Κύπρος, καθώς επίσης και στο Περιοδικό Λόγου, Τέχνης και Προβληματισμού: Άνευ.  Έχει βραβευτεί  σε Λογοτεχνικούς διαγωνισμούς τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Ποίησή της επίσης  έχει δημοσιευτεί σε συλλογικές ποιητικές εκδόσεις.

Συνόρκιασμαν / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα

Ούλλη η μαστορκά 
λαλούν πως εν΄ η τέγνη
του συνορκιάσματος
της μιας πέτρας
πας την άλλην 
Να γιουτά  
η μια πας την άλλην
Τζιαι άμαν φιλά 
η μια πέτρα
πας την άλλην 
τζιαι πόσσω 
τζιαι πόξω 
τότες το κτίσμαν
εν όπως το φάδιν 
σγιον την πούππαν
αρκοντικόν τζιαι πλούσιον στολίδιν

Διακυμάνσεις ... / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα

Και τα ασήμαντα
στα δικά μας  μάτια
είναι εξαίρετα σημαντικά
στα μάτια κάποιων άλλων

Επικείμενα ... / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


Σαν πεθάνει
μην κλάψετε
την ύλη
κλάψετε
μόνο
το πνεύμα
που θα στερέψει

ΜΑΝΑ ... / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα

Μάνα πόσον εδούλεψες
εσού εις την ζωήν σου
ήσουν μια μιάλη μηχανή
πάντα μες την αυλήν σου

Όσα ΄καμες στ΄ αππάϊν σου
να κάτσω να μετρήσω 
ήτουν να θέλω μιαν ζωήν
τούτα να ξιστορήσω 

Με μέραν εν είσιες παμόν
ούτε νύκταν σιουρκάσιν
ήλιον μεστήν αυλήν ένειδες
με γέννημαν, με χάσιν

Καπάλιν εν που μάσιεσουν  
ούλλα να τα προφτάσεις
να μεν αφήκεις ξιστηκόν 
με γλάστραν, με βασιλικόν

Μια σκηνή στην ψυχή μου... / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα

Μάζεψα γιασεμιά απ' τον κήπο μου
... να ευωδιάσει η ψυχή μου
... μου χαμογέλασαν...
χαμογέλασα και γω...!!!
Είναι πραγματικότητα!

Καλημέρα... / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


Μια καλή μέρα
ποτίζεις την ψυχή σου 
... χρώματα 
το σκυλάκι
να παίζει με μια 
... πεταλούδα 
στον κήπο 
της ζωής σου 

Ζωγράφος ποιητής / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα

Zωγράφισε πάλι
ο ποιητής τη μούσα του
έμπλεξε γαλανά και πράσινα χρώματα
σαν να αντρίκρυζε
την αδήριτη πανδαισία
των ματιών της πρώτη φορά
Μα ακόμη συμμαζεύει την οπτασία της ...
να τη συναπαντήσει αληθινά στα όνειρα ... 

Ποια είσαι συ...; / • Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα (16)




η σύζυγος
η κόρη
η αδελφή
η νύμφη
η εργαζόμενη (με πάθος)
η οικοκυρά (η επί 24ώρου βάσεως)
η φοιτήτρια (η διά βίου)
η ποιήτρια (η ολίγον τι)
η ονειροπαρμένη (με τα χρώματα και τ΄αρώματα, με τις μελωδίες και τη μουσική)
η ξαγρυπνημένη (μην κρυώσετε, μην πονέσετε)
η αγχωμένη (για των αγαπημένων τις αγωνίες)
η αγωνιζόμενη (η ακατάπαυστα)
η ασθενούσα (για το χατήρι ολονών, γνωστών μα και απόμακρων)
η γονυπετής μπρος την εικόνα του Χριστού και της Παναγιάς 
(σαν μοχθείτε για την πνευματική υγεία και αριστεία)
Ποια να είμαι εγώ...;
Ποια άραγε στα αλήθεια να είμαι...;


Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Ο γραφιάς / Στέλιος Παπαντωνίου


Κάθεται λοιπόν ο γραφιάς σαν την Πηνελόπη και γνέθει και κλώθει και κεντά και υφαίνει τη ζωή τη δική του, βρίσκεις στα πλάνα, στις υποσημειώσεις, στο στερέωμα, εδώ στα κόμματα και στις τελείες τα ταξίδια του, ο Αλέξαντρος κι η Βακτριανή, ο Ηρώδης κι ο Ιωάννης, ένα γύρο περιτρέχουν την ατμόσφαιρα, ανάλογα με τις εποχές, τις τεχνοτροπίες, τις σχισμές του μυαλού ή του υπεδάφους, ακούονται βόγγοι, ήχοι, διαπεραστικοί, βαρείς, κάπου το φως ανατέλλει από τα βάθη, εκεί που κοιμούνται οι κουκουβάγιες, τα ψαλτήρια και τα σκονισμένα βιβλία, έρχεται καταστροφή, την προβλέπει, έρχεται άνοιξη την τραγουδά πριν την ώρα της, και τώρα το καλοκαίρι ξενυχτά στη φρεσκοβαμμένη πολιτεία του περιμένοντας τον εναέριο να τον ταξιδέψει και παραπέρα, μα ήδη γνωρίζει την πορεία και τη μέρα και την ώρα της επιστροφής.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Άτιτλο / Νεάρχου Νέαρχος

Νέαρχος Νεάρχου (μικρό βιογραφικό)

Ο Νέαρχος Νεάρχου κατάγεται από την Πάφο και γεννήθηκε το 1978. Το 1996 αποφοίτησε από το Λύκειο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στην Πάφο. Το 2001 αποφοίτησε με υποτροφία από τη Νομική Σχολή του University of Leeds του Ηνωμένου Βασιλείου. 
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές 
  • φωνΗ βοΩντος... (Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2009), η οποία βραβεύτηκε από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδας, 
  • η ΈβΔοΜη ΕλΛάΔα (Λευκωσία, 1997) και 
  • Ηλί ηλί, λαμά σαβαχθανί (Λευκωσία, 1996). 

Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί στις συλλογές IN MEMORIAM (Λευκωσία, 2001) και Νέοι Κύπριοι Ποιητές (ΓΗ, Λευκωσία, 1998), ενώ άλλα έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε ελληνικά και κυπριακά λογοτεχνικά περιοδικά. 
και τα πεζογραφήματα 
  • ΤΕΡΙΡΕΜ..., 
  • ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ και τη 
  • μελέτη Electronic Democracy: A study of the use of the internet to facilitate participation in central & local democracy in the UK (Armida, Lefkosia, 2007).


Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Περί χρόνου...

Κύριοι και κυρίες, Ποιητές και Ποιήτριες Θα ξεκινήσει να δημιουργείται μία ανάρτηση στα δύο(2) Ιστολόγια που επιμελούμαι:
α. Κυπρίων Ποίηση και
β. Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου (Ανθολόγιο ποίησης) και πιθανόν να εξελιχθεί σε ηλεκτρονικό βιβλίο, με επίσημη καταχώρηση ( λήψη: ISBN) με θέμα: Τον χρόνο σε όλες του τις μορφές.

Τον χρόνο, ως παρελθόν, παρόν και μέλλον. Τον χρόνο όπως τον κατανοεί ο άνθρωπος στις διάφορες ηλικίες. Ο χρόνος ως …έτος με τις τέσσερις εποχές του (Άνοιξη, Φθινόπωρο, Καλοκαίρι και Χειμώνας) αλλά και ως όλον. Ο χρόνος όπως καθαγιάζεται στην ανθρώπινη υπόσταση, στην φιλοσοφία, όπως τον ονειρευόμαστε, όπως τον οικειοποιούμαστε, όπως μας εξουσιάζει, όπως μας φθείρει και όπως δηλώνει συνεχώς την παντοδυναμία του. Ο χρόνος στη σκέψη του καθενός…


Όσοι λοιπόν επιθυμείτε μπορείτε να στέλνετε από τώρα και μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου 2018, Κείμενα, Ρήσεις, Αποφθέγματα, Ορισμούς, Ποιήματα, ( έμμετρα, ελεύθερο στίχο, χαϊ-κού κτλ) (Οι συμμετοχές μπορούν να είναι 2-3 σε κάθε κατηγορία) είτε στο e-mail: dimitriosgogas2991964@yahoo.com, είτε μέσω της σελίδας μου στο FB ως μήνυμα και σε κείμενο word. Η σκέψη μου είναι να δημιουργηθεί ένα βιβλίο παρόμοιο με εκείνο που δημιουργήσαμε το 2017 με θέμα την : Ποίηση.

Στη σελίδα μου στο ΦΒ και στη σελίδα : Οι ποιητές που αγάπησα στο ΦΒ αναρτώνται τα ονόματα των ήδη συμμετασχόντων.

Επίσης σας ζητώ να προτείνετε μέσα από τους παρακάτω 5 τίτλους, ποιο θα θεωρούσατε τον καταλληλότερο για την ανάρτηση ή το βιβλίο. Απλώς σχολιάστε κάτω από την ανάρτηση

α. Κραυγές και ψίθυροι (επί χρόνου κρεμάμενοι)
β. Ετεροθαλείς χρόνοι
γ. Οι εποχές και οι χρόνοι του λόγου
δ. Ο χρόνος των ανθρώπων (χρόνος των Ποιητών)
ε. Χρόνος και λόγοι
14 Ιουν 2018
Με εκτίμηση
Δημήτριος Γκόγκας

ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ (1) / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο με βήματα βαριά,
σκέψεις στριφογυρίζουν και σφίγγουν την καρδιά!
Σαν ξένοι περιφερόμαστε σε γή αγαπημένη,
σαν ξένοι επισκεπτόμαστε το σπίτι που μας προσμένει!
Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται να έχεις,
να περιπλανιέσαι,να κοιτάς κι ακόμα ν´αντέχεις;
Δεν είναι λίγα δεν είναι ένα,δυό,τρία,τέσσερα,
τα χρόνια που μας έδιωξαν,είναι σχεδόν σαράντα τέσσερα!
Στα πιό όμορφα χρόνια μας,στην πιό όμορφη νιότη,
σαν δένδρα μας ξερίζωσαν,μας σκόρπισαν,
σ´άλλη γή,του νησιού μας γή,
μα όμως δεν είναι σαν την πρώτη!
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο,γυρνώντας πίσω πάλι,
σκέψεις συνωστίζονται και πάλι στό κεφάλι!
Ακόμη μιά στάση,και πίσω να κοιτούμε,
το μάτι δεν χορταίνει,μας πλημμυρίζει το παράπονο,
τί είχαμε,τι χάσαμε και τι μας περιμένει.
Βουρκώνουνε τα μάτια μας,θαμπώνεται η θωριά μας,
βλέποντας τόσες ομορφιές που έχουν τα χωριά μας!
Κοιτάζοντας από ψηλά μιά θάλασσα γαλάζια,
με τ´άσπρα της τα κύματα,να κάνουν όλο νάζια!
Άκου!!!άκου!!!Αν αφουγκραστείς,βαθιά την σκέψη βάλεις,
είναι σαν κάτι θέλει να σου πεί και σιγομουρμουρίζει,
πώς την αφήσαμε έρμαιο,του Τούρκου ν´αλωνίζει!
Τα άσπρα της τα κύματα,να χοροπαιχνιδίζουν,
στις δαντελωτές ακρογιαλιές,να σβήνουν και ν´αφρίζουν!
Μόλις τελειώνει η θάλασσα,αρχίζει η πρασινάδα,
και σκέφτεσαι Δόξα νάχει ο Θεός πού δωσε τέτοια ομορφάδα!
Έριξε χρώματα πολλά,για να τα ζωγραφίσει,
κι έφτιαξε τόση ομορφιά,σ´ολόκληρη τη φύση!
Πεύκα ψηλά.καμαρωτά,στούς βράχους σκαρφαλωμένα,
στέκεις και βλέπεις ,χωρίς μιλιά,με μάτια καρφωμένα!
Βουρκώνουνε τα μάτια μας,δακρύζουνε ακόμα,
σαν βλέπεις τόσες ομορφιές,και η μιλιά χάνεται απ´το στόμα!
Κόμπος γίνεται στον λαιμό κι ανεβοκατεβαίνει,
λέξη να βγάλεις,δεν μπορείς,αυτό είναι που συμβαίνει!

ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ(2)/ Αντρουλλα Θεοκλη Νικηφόρου


Τελειώνει η περιδιάβαση,τελείωσε η ώρα
πρέπει να φύγουμε ξανά,δύσκολο πάλι τώρα!
Μαζεύουμε τα κομμάτια μας,που είναι σκορπισμένα,
γιατί και πάλι αποχαιρετούμε,χώματα αγαπημένα!

Τα βήματα είναι βαριά,δύσκολα προχωρούμε,
πάμε μπροστά και πάλιν πίσω μας κοιτούμε.
Τις ομορφιές του τόπου μας,δύσκολα συναντούμε,
γιατί ραγίζει η ψυχή πάλι να τις ποχωριστούμε.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο,κοιτάς ολόγυρα σου,
σκέφτεσαι ,συλλογίζεσαι,πού πήγαν τα όνειρα σου.
Χάσαμε τις ρίζες μας,τα όμορφα χωριά μας,
τον τόπο μας,στερούμαστε κι εμείς και τα παιδιά μας.
Τα πεύκα κυματίζουνε,σκύβουν μας χαιρετούνε,
μα έχουνε παράπονο,πώς μόνα τους πάντα ζούνε,
δεν την μπορούν την μοναξιά,ελληνικά μιλούνε,
πίσω μας θέλουνε ξανά,κάτω από το ίσκιο τους,
να τρώμε,να γλεντούμε κι όμορφα να ζούμε!
Πάνω στα πεύκα στα κλαδιά,κάθονται τα πουλάκια,
μας βλέπουν με παράπονο και χαμηλοπετούνε,
μα χάθηκε η φωνούλα τους και δεν κελαηδούνε.
Προστάτης τους ο αετός πάνω στου πεύκου τη κορφή,
μα τα φτερά του έσπασαν κι έχει βαθιά πληγή.
Ανηφορίζοντας στον δρόμο της επιστροφής,
φυτά και αγριολούλουδα,βρίσκεις λογής- λογής
χρωματική η πανδαισία,σαν πίνακας ζωγραφικής!
Χίλιες,μύριες αποχρώσεις,χίλιες μύριες ευωδιές,
ανασταίνουν τη ζωή μας και ευωδιάζουν τις ψυχές!
Ανηφορίζοντας στην στροφή του δρόμου,
μιά στάση,μιά στάση αποχαιρετισμού!
Ένα υπερθέαμα,μιά ζωγραφιά,
ο ήλιος τραβάει την τελευταία του πινελιά!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,πάει να ξαποστάσει,
σκόρπισε χρώματα πολλά,γέμισε όλη πλάση!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,ο ήλιος πάει να δύσει,
τον ουρανό χρυσόξανθες ανταύγειες πήγε να περιλούσει.
Η θάλασσα γαλήνεψε την γλυκό νανουρίζει,
μέστ´τα γαλάζια της νερά να γλυκό καθρεφτίζει!
Ανηφορίζοντας άρχισε να γλυκοσουρουπιάζει,
και τον ματωμένο Πενταδάκτυλο τον φώτισε ,
και σαν πίνακας μοιάζει!
Χρυσές,μαβιές και ροδαλί,ακτίνες ξαποστέλλει,
κρυφτούλι μέστ´τα σύννεφα,σιγά- σιγά πηγαίνει.
Βουτάει μές τη θάλασσα,γλυκά τη χρωματίζει,
κι η θάλασσα μας του Βορκά,να ροδοκοκκινίζει!
Φεύγει ο ήλιος χάνεται κι αρχίζει να βραδιάζει,
και μέσα η ψυχούλα μας,πάλι να σκοτεινιάζει.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο και πίσω σαν γυρνάμε
μιά υπόσχεση ξανά ,πώς πάντα θα θυμάμαι,
και νοερά στην σκέψη μας ,εκεί θα τριγυρνάμε,
σε τόπους όμορφους που πάντα αγαπάμε,
και ποτέ μας δεν ξεχνάμε!

ΝΕΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ / Μαρούλλα Πανάγου


Το μεγάλο ολόκληρο ,
τίποτα ήταν τελικά.
Ξεχώρισαν οι δρόμοι 
πριχού καν ανταμώσουν. 

Το απόμακρο όνειρο τρεμοσβύνει
στην μονόπλευρη προσπάθεια
Μειωτική στην δύναμή της,
να το κρατήσει ζωντανό.
Χρόνος νεκρός
στ’ ανύπαρκτο για μάς
Αύριο! 


ΤΖΙΕΡΥΝΙΑ / Μαρουλλα Πανάγου


Η θάλασσά σου πολλα πικράθθην τζι ένι γεύση της πικρή ζεχύριν
όπως την πίκραν μες την καρκιάμ μας που μας θωρούσιν σαν μουσαφίρην
Τρέσιει αρμυρόπικρόν το δάρκον τζι ένι τα μμάδκια μας πάντα θολά
στο μισοφέγγαρον πόνει καρτσιήμ μας τζιαι την καρκιά σσου γρόνια τρυπά
Αχ Πενταδάκτυλε μας τζιαι δεν ταράσσεις
Πε μας γιατί εν τους αποτάσσεις ;
‘Οσον εμεις τζι αν σ’ αρωτούμεν
την πολοήν σου την καρτερούμεν.
Αμμα εμούλλωσες εν συντηχάννεις
Την πομονήσ σου πως εν την χάννεις ;
Στέκει το κάστρο σου ποτζιει θωρεί μας, σαν στοισιωμένον νύχτα τζιαι μέρα
τζι Αροδαφνούσα μές στο τζιελλίν της, ν’ ακούει «μέρραπα» για καλημέρα.
Μα τζι αν πασκίζουν να σε τουρτζιέψουν την ιστορίαν σου εν το μπορούν
σπίδκια της Ρήαινας τζιαι βουβαφφέντο εν ριζωμένα!! την μαρτυρούν .
Μα Πενταδάκτυλε πως εν ταράσσεις
Πε μας γιατί εν τους ’ αποτάσσεις ;
‘Οσον εμεις τζι αν σ’ αρωτούμεν
την πολοήν σου την καρτερούμεν.
Αμμά εμούλλωσες, εν συντηχάννεις
Την πομονήσ σου πως εν την χάννεις ;

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

[Ο ήλιος κάθε πρωί με κοιτούσε κατάματα] / Αθως Χατζηματθαιου


Ο ήλιος κάθε πρωί με κοιτούσε κατάματα
καθώς ρουφούσα τον καφέ μου
ακουμπώντας στο πέτρινο περβάζι της μοναξιάς
Στη μουσκεμένη απ΄ τα δάκρια των άστρων πετρά
σκαρφάλωναν μια στρατία από μυρμήγκια
αποζητώντας ελάχιστη δροσιά κι ανάσα ξεκούρασης
απ΄ την ολονύκτια τους αγρυπνία
Το ραγισμένο τζάμι θρηνούσε στο βουητό του ανέμου που αναστάτωνε την ηρεμία της ροδαυγής
κι ένα μαύρο σύννεφο σκαρφαλωμένο στο σβέρκο του ουρανού πάσκισε να κλέψει απ΄ τον ήλιο το χαμόγελο
λες και δεν ήθελε αυτό να ξημερώσει
λες και δεν του άρεσε η εναλλαγή απ΄ το σκοτάδι στο φως
και το σπουργίτι φοβισμένο απ’ όλο αυτόν τον πανικό
δεν τολμούσε να πλησιάσει στο περβάζι μου
τα ψίχουλα της αγάπης μου ορφανά
περίμεναν όπως κάθε αυγή
για να του προσφέρουν την ελάχιστη ευτυχία.

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ / Μαγγανή Χρυστάλλα


Όταν των Μήδων τους αλαλαγμούς ,
που φοβεροί κραδαίνουνε τα όπλα ακούσεις
κανένα μη ζητήσεις Εφιάλτη
ανάμεσα σ' αυτούς που φανερά
σε μίσησαν.
Πλάι σου κοίταξε και θα τον δεις
εκφράζοντας επαίνους
να υποκλίνεται
και μες της μάχης τη βουή
να σε φωνάζει "φίλε".

ΟΡΟΜΑΝ ΕΝ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ / Μαρούλλα Παναγου


Ομορφος σαν τον Αντζιελον. όμως που την θωρκά σσου 
πολείπει το χαμόγελο που μέσα στην μμαδκιά σσου
Μεν τον αφήννεις τον τζιαιρόν άσκοπα για να ρέξει
εν σύντομη τούτ’ η ζωή, ζήσε την κάθε φέξη 

Μεν αγαπάς τζιει πόν πρεπει δκιάλεξε στο ταιρκάζει
τζιει που σ’αξίζει να χαρείς να μεν έσιεις μαράζι .
Ξέρεις το τούτα που λαλώ ότι πως εν η αλήθκεια
Ζωή ποττέ εν μπόν ένι όπως τα παραμύθκια
Το ότι που ορπίζαμεν όρομαν εν να μείνει
μα φτάνει που το ζήσαμεν τζι ας μεν ποττ’ενε γίνειν
θα το κρατούμεν φυλακτόν με στην καρκιάν μας άστρον
Ητουν αγνόν μα πέτασεν σαν το πεζούνιν τ άσπρον.



Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

[Οταν γιναν σκιες οι αγαπημενοι] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Οταν γιναν σκιες οι αγαπημενοι
και οσα ζησαμε μαυρα συννεφα
ηρθε ο ηλιος τη βροχη να ζεστανει
μονος κι απροσκλητος
Εγιναν πονος και δακρυ οι θυμησες
κι ακουμπησε η απελπισια
στο παραμυθι να ξαποστασει
και την αγκαλιασε τρυφερα ο Αισωπος
τη νανουρισε κι εγινε μωρο στην κουνια
Μανα η καρδια μου
που σκιστηκε στα δυο και χαθηκε
Φωλιασε μεσα στο μυαλο
δυο κομματια και με τρελλαινει
Σ αγαπαει το ενα μεχρι θανατου
πεφτει στα βραχια τσακιζεται και το φωναζει
Κρυβεται το αλλο και διχως φωνη σου μιλα
διχως ορια και πεθαινει
Σωπα και συ μην παρουν τα λογια
οι σκεψεις και τα μεταφερουνε
Σωπα και συ . Τωρα πια εμαθες
να φωναζεις βουβα την αγαπη σου
κι ειναι πιο δυνατη
Τωρα πια εμαθα να καλω
στα μουγκα τη ψυχη σου
και να πεθαινω μαζι της

Τούτος ο κόσμος δεν πάει άλλο / Ανδρέου Ειρήνη


Τούτος ο κόσμος δεν πάει άλλο....
Θεέ μου γκρέμισ' τον, φτιάξ' τον ξανά.
Για την αγάπη Σου δεν αμφιβάλλω 
όμως τον κάναμε.... γυαλιά καρφιά.
Φτιάξ' τον ξανά μα όχι με λάσπη.
Πάρε τα δάκρυα πάρε το αίμα
πάρε τα ψίχουλα, και φτιάξε αγάπη
μοίρασ΄την δίκαια, μην κάνεις ψέμα.
Ένα κομμάτι για τον καθένα ,
δεν σου ζητάω Θε' μου πολλά.
Χρόνια παλεύω με μία πένα
τούτος ο κόσμος δεν πάει καλά.
Τούτος ο κόσμος ζει μες το ψέμα
και μες στην λάσπη του κυλιέται
κι όποιος ενάντια πάει στο ρέμα
από τον όχλο πετροβολιέται.
Κλείνει τ ΄αυτιά σε πόνου κραυγές
και το συμφέρον του μόνο κοιτάει...
χολή και ξύδι κερνά τις πληγές
πατά σε πτώματα και προχωράει.
Τούτος ο κόσμος ζει μες στο ψέμα,
Θεέ μου γκρέμισ' τον φτιάξ' τον ξανά.
Βγαλ' το ΕΓΩ που στάζει αίμα...
Θε' μου παιδάκι μην κλάψει ξανά!
Από την εισαγωγή του βιβλίου μου " Φτου μας με αγάπη"

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

[πάρε με πέρα θάλασσα ] / Κυπριανού Ντίνος

Σκορπώ τον νου στα μακρινά
στην καταχνιά που σβήνει η δύση
οι σκέψεις μου ως στις ακτές
της Σμύρνης να κυλίσει
να ταξιδέψω το μυαλό
να ρίξω φώς μές στις αυλές της
με δάκρυ απ΄΄τα μάτια μου
να πλύνω τις πληγές της
Πάρε με πέρα θάλασσα
ώς την αρχή της Σμύρνης
και άς χαθώ στο όνειρο
στην ομορφιά εκείνης
πάρε με πέρα θάλασσα
την Σμύρνη να μαγέψω
λίγο απ΄΄τα σμυρνέικα
τραγούδια της να κλέψω ...


Οι στίχοι είναι κατοχυρωμένοι επίσημα  .https://youtu.be/E8EcVf98C_Q

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

ΩΣΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΦΩΣ / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ


Κατι συμβαινει εκει εξω δεν ακουσες τιποτε ?
Κατι εμποδιζει το ρολοι της ζωης μας
να κτυπαει εδω σ αυτη τη γη
Καποιος αποφασιζει για μας χωρις εμας
και ειναι φιλος
καποιος αποφασιζει για μας χωρις εμας
και ειναι αδελφος
μα δεν το νοιωθεις ?
Μας στερει το σπιτι ο δικος μας ανθρωπος
μας κανει ξενους στη δικη μας γη
κανει τα παντα μας προσωρινα
Κι αυτοι που "" φυγαν ""γιατι σκοτωθηκαν
κι αυτοι που θαρθουν ποια θαναι η γη τους
Κατι συμβαινει εκει εξω
μην κανεις πως δεν το προσεξες
Ξυπνα αδελφε και ξυπνα ολους οσους κοιμουνται
ολοι μαζι μια γροθια πριν μας κοψουν το ρευμα
Ωσπου εχουμε φως
Στα σκοτεινα τι θα κανουμε ?

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

[Εκει στ ουρανου το μεσοφρυδο] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Εκει στ ουρανου το μεσοφρυδο
γαντζωμενη μια προσευχη
γονατιζει το θανατο
Μια καρδια ναυαγει μεσοπελαγα
και σκιζει τη θαλασσα
ο θρηνος της απελπισιας
Και μεις την ελπιδα
κρατωντας σφικτα απ το χερι
την ταλαιπωρουμε
με διχως λυπηση
Μια βαρκα χωρις πυξιδα η ζωη
που ολο μακραινει στη θαλασσα
και μεγαλωνει η αποσταση
Βρισκομαστε αναμεσα σε ερειπια
γκρεμισμενων ονειρων
και μας κτυπα παγωμενο τ αγιαζι
Κι αναζητουμε μια γωνια
στην αυλη της χαρας
να γλυκανουμε λιγακι
της ψυχης το παραπονο
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

[Της μανας το νανουρισμα θυμαται] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Της μανας το νανουρισμα θυμαται
και ξαναγινεται μωρο
το εικοσαχρονο παλληκαρι
λαβωμενο απο τουρκικο βολι
"Μανα μη φεβγεις
φοβαμαι μονος "
και τα χερια σε θεση προσευχης
ικετευουν
" Μανα μη φεβγεις
ποναω πολυ "
και τα ματια γλαρωμενα
κοιτουν μα δεν βλεπουν
Και ξυπνα η μανα
μες την αγρια νυκτα
αλαφιασμενη καντηλι αναβει
" Φυλαε Πλαστη μου το παιδι μου "
Και τραβα απ την κασελα
το μαυρο φουστανι
με τη μαυρη της ψυχη
να ταιριαζει
και σερνει φωνη σπαραγμου
" Ορφανη ειμαι πια
και μοναχη στον κοσμο "
τραβαει τα μαλια
και σκιζει τις σαρκες
" Ουτε πατριδα ουτε παιδι
αναθεμα της ζωης τους εμπορους "
Την παιρνει ο υπνος και ονειρευεται
"Κοιμησου παιδακι μου
ξαγρυπνα η μανουλα
κοιμησου εσυ "

Η ΜΑΝΑ Η ΚΟΥΡΔΙΣΣΑ / Πηλαβάκη Δέσπω


Ειμαι η μανα που γεννησε την Beritan 
Σαν την κοντεψε ο εχθρος 
στα αγρια βουνα της πατριδας πηδηξε στο κενο 
σαν Ελληνιδα στο Ζαλογγο

Ειμαι η μανα η Κουρδισσα
Ειμαι η μανα που σαν βγηκαν τα παιδια μου
για ενα μεροκαματο εκει στο Roboski
τουρκικα μαχητικα με βομβες κομματιασαν
τα εφηβικα κορμια τους
Ειμαι η μανα του Mehmet Tunc
που σ ενα μπουντρουμι με εκατον τοσα ατομα
αμαχοι Κουρδοι γιναν λαμπαδες
απο τουρκους στρατιωτες που τους βαλαν φωτια
Ειμαι η μανα η Κουρδισσα
Ειμαι η μανα του Haci Lokman
που δεμενο πισω απο ενα αυτοκινητο
τον σερναν στους δρομους τουρκοι στρατιωτες
Ειμαι η μανα της ανταρτισσας
που σαν την δολοφονησαν τουρκοι στρατιωτες
τη ξεγυμνωσαν και βγαζαν φωτογραφιες θριαμβου
μπρος στο εκτεθειμενο σε κοινη θεα νεκρο σωμα της
Ειμαι η μανα η Κουρδισσα
Μακροσυρτο τραγουδι ο πονος μου
ξεριζωνει την καρδια απ τα στηθεια
μα μπρος στον τουρκο τραγουδω
σαν Ελληνιδα μανα
μην τους δωσω χαρα με το κλαμα μου
Ειμαι η μανα η Κουρδισσα
Χρονια και χρονια φυτευω τα παιδια μου
στης Πατριδας τη γη
χρονια και χρονια πληρωνω με αιμα
το ακριβο της λευτεριας δεντρι
χρονια και χρονια φαρμακι πινω
και φωναζω μα κανεις δεν ακουει
Ε ανθρωποι ......ειμαι η μανα η Κουρδισσα 

ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Αυτογνωσία / Μιχαηλίδης Π. Κώστας



Τα χωριά μας είναι πελεκητά 
πάνω σε γκρεμούς 
ζυμωμένα με πλιθάρι στην αγκαλιά του κάμπου 
κι απάνω τους ο θεός 
που μας κοιτάζει πίσω από το πρόσωπο 
με τη διπλή ματιά του 

Δουλεύουμε το στάρι και τ’ αμπέλι 
κοιμόμαστε στον ίσκιο της πορτοκαλιάς 
κι η ελιά μετρά το φως που μας σκεπάζει, 

Κι ολημερίς κτίζουμε τα σπίτια μας 
από χώμα και πέτρα 
από θεούς και εικόνες 
σπασμένα μάρμαρα και υδρίες πολλές. 

Και πάλι βουλιάζουμε στο χώμα 
στο σύνορο μιας άλλης γης
στην άκρη, που μας κρατά μετέωρους 
μαζί με τις πέτρες και τους θεούς μας 

Κι όλο και ξανακτίζουμε τα σπίτια μας,
 κάτω από τη διπλή ματιά του θεού

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Ο δρόμος προς την Κερύνεια / Κώστας Π. Μιχαηλίδης

Ο δρόμος πάει λοιπόν προς την Κερύνεια.
Λίγο πιο πέρα βλέπεις τα βουνά
Μια υποψία η θάλασσα.
‒Τα βουνά δεν είναι από σάρκα,
μου είπες.
Μένουν απλώς εκεί που ήταν πάντα.
Τους πεθαμένους ποιος τους λογαριάζει;
Πάνω σε μια πλαγιά,
στην κορυφή του αγίου Ιλαρίωνα
ή στο ακρογιάλι;
Δεν φτάνει ένα καμπαναριό
ούτε το δέντρο στην πλατεία του Μπέλλα-Παΐς
να τους λυτρώσει.
Ο χαμός περισσεύει
μέσα στους δρόμους
εκεί που χτες ακόμα
οι άνθρωποι έπαιζαν το ανύποπτο παιγνίδι τους.
Πόσα χρόνια στέκει αυτό το κάστρο;
Ανεβαίνεις απάνω του
όπως πριν οκτώ αιώνες.
Η πέτρα βαριά, η καταπακτή
γυρίζει όπως ο μύλος στο βυθό της γης.
Φωνή χαμένη που έρχεται και ξανάρχεται.
Στην Κερύνεια
που έγινε όνειρο
πόσο μας πνίγει τούτος ο καιρός
ασήκωτος ο καιρός που την πατά.
Προς τα πού;
Μάταια κοιτάζεις τα βουνά.
Αυτόν τον δρόμο τον έχουν κλείσει.
Κτυπούν ακόμα τον βράχο,
δένουν το βουνό όπως τότε
που οι κόρες του Ωκεανού θρηνούσαν
κάτω απ’ τον ίσκιο του.
Οι ελιές όμως
που ρίζωσαν μαζί με τον κύκλο του ήλιου
ξέρουν να περιμένουν.
Πέρασαν μέσ’ από την τραγωδία του ονείρου
που γίνεται χώμα, κρασί, λεμονανθός
που γίνεται ποτήρι πάνω σ’ ένα τραπέζι
ενώ οι άνθρωποι γύρω κάθονται να ξεδιψάσουν
στο φτωχό σπίτι του ψαρά
που διάφανο άπλωσε για να χωρέσει ένα καράβι
βουλιαγμένο πριν τρεις χιλιάδες χρόνια στον βυθό.
Δεν τον αφήνεις αυτόν τον δρόμο
τον φραγμένο με συρματοπλέγματα.
Βουλιάζει κι αυτός μέσα σου όπως το καράβι
σε πληγώνει μαζί με το σίδερο που τον φράζει
σε διαπερνά όπως τα χώματα το φως.
Τους πεθαμένους δεν μπορείς να τους ξεχάσεις.
Θα σε κυνηγήσουν οι Ερινύες
σ’ αυτό τον δρόμο που πάει προς την Κερύνεια.