Για τουν την θέσην που κρατώ, για τουν την υστερκάν μου,
για κείν’ τα πρώτα κάλλη μου, την πρώτην ομορφκιάν μου,
πολλοί με πεθυμήσασιν, πολλοί με ρεσιστήκαν,
και ’που την Δύσην πάνω μου πολλοί ποταυριστήκαν.
Αρπάσσαν με κ’ επαίζαν με ’πό ’ναν εις άλλον χέριν.
Τούτ’ η καρδκιά τα δκιάβασεν, ένας Θεός τα ξέρει.
Που μέσα στους νεκατωμούς που γένονταν στην Δύσην,
που μέσα σ’ κείν’ τες τάραξες που δεν είχασιν στήσην,
όπκοιοι εποτυλίουνταν ανέμοι κ’ εφυσούσαν,
έρκουνταν ούλοι πάνω μου εμέν και ’ποκομπούσαν.
Ήμουν δα μέσα κ’ έπιννα την πίκραν κάθε βρύσης,
η πέτρα που φακκούσασιν τα κύμματα της Δύσης.
Το πέζεμαν των δκιαβατών, το στάμαν τους πολέμους·
ήμουν δεντρόν που στέκεται στο ρέμαν τους ανέμους.
Κι όσοι κι αν ήρταν πάνω μου ανέμοι κι αν εδώσαν,
ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά και δεν με ξηριζώσαν.
Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου·
εκαταφατσελλώσαν με κ’ εκάψαν τους πολούς μου·
εσείσαν με κ’ εκλίναν με κ’ εκόψαν τα κλωνιά μου,
μ’ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα κ’ η καρδκιά μου.
για κείν’ τα πρώτα κάλλη μου, την πρώτην ομορφκιάν μου,
πολλοί με πεθυμήσασιν, πολλοί με ρεσιστήκαν,
και ’που την Δύσην πάνω μου πολλοί ποταυριστήκαν.
Αρπάσσαν με κ’ επαίζαν με ’πό ’ναν εις άλλον χέριν.
Τούτ’ η καρδκιά τα δκιάβασεν, ένας Θεός τα ξέρει.
Που μέσα στους νεκατωμούς που γένονταν στην Δύσην,
που μέσα σ’ κείν’ τες τάραξες που δεν είχασιν στήσην,
όπκοιοι εποτυλίουνταν ανέμοι κ’ εφυσούσαν,
έρκουνταν ούλοι πάνω μου εμέν και ’ποκομπούσαν.
Ήμουν δα μέσα κ’ έπιννα την πίκραν κάθε βρύσης,
η πέτρα που φακκούσασιν τα κύμματα της Δύσης.
Το πέζεμαν των δκιαβατών, το στάμαν τους πολέμους·
ήμουν δεντρόν που στέκεται στο ρέμαν τους ανέμους.
Κι όσοι κι αν ήρταν πάνω μου ανέμοι κι αν εδώσαν,
ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά και δεν με ξηριζώσαν.
Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου·
εκαταφατσελλώσαν με κ’ εκάψαν τους πολούς μου·
εσείσαν με κ’ εκλίναν με κ’ εκόψαν τα κλωνιά μου,
μ’ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα κ’ η καρδκιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου