Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ της Αλεξάνδρας Ζαμπά (Ποιητική Συλλογή: 2015, Εκδόσεις: LA VITA FELICE) (απόσπασμα)

ΔΩΔΕΚΑ ΛΟΞΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


1

Αιωρείται το βλέμμα αιώνια αναζητά

και τα χρώματα

- δεν αρκούν οι καμπυλωτές γραμμές –

η ταχύτητα των καταβροχθισμένων σκέψεων
λάμψη μες τη σκότη

κατάμαυρη ενός κόσμου παλιού
και πριν ακόμη

7

Ήταν ακόμα βράδυ

το κεφάλι άπλωνε σε χαρμάνι ονείρων
το στόμα - πέρα απ' το πέπλο -
ποθούσε

τ' αβέβαια έγκατα
τη τσακισμένη καρέκλα που ανάμενε
ρωτούσε

για τα κόκκινα σιροπάτα κεράσια
κρεμασμένα χωρίς ουρανό
σειρά στα ράφια

ενώ τα χέρια
ψηλάφιζαν το σκοτάδι
σε αργό και αβέβαιο ρυθμό



9
Στο φεγγάρι τις είδα
νομίζω –

να τριγυρνούν καθώς απομακρύνονταν
να πληγώνουν καθώς γελούσαν
- νομίζω -
έτρεχαν σε σειρά αχαλίνωτες και
στο απειλητικό διάβα τους έμεναν τα δέντρα

μόνα περιγράμματα με τρεμουλιαστά φύλλα
και τρυφερό σάλεμα ταξίδευαν
- ξαναφέρνοντας -
στα νεανικά μάτια της άνοιξης
αυτό που για πάντα κυλά εν αγνοία

Ήταν, νομίζω, αυτές ήταν
- ή μόνο φύλλα -
πολυσήμαντου πιστού φλοιού;


Ο ΧΑΜΟΣ




1.

Δεν σ' έδιωξα       

είχες όμως τις αμφιβολίες σου    
κρυμμένες ανάμεσα στα χείλη     
κλεισμένες στο κρυφό χαμόγελο  
των ξανθιών σου μπούκλων
         
Εκείνη την ατέρμονη βραδιά       
με το κεφάλι χαμηλωμένο να μετράς βήματα   
το νεανικό σου δέρμα ούρλιαζε στη ζωή 

- η επίσκεψη δεν ήταν για σένα -
το παιχνίδι δεν είχε ακόμη τελειώσει...
4.
        
Με κοίταξες στα μάτια
έκρυψα βιαστικά τα χέρια κόκκινα από ντροπή
και κάτω τα μαλλιά πετούσαν





5.
... η ώρα έτρεχε χωρίς περιθώρια         

η θάλασσα στο βάθος ψιθύριζε   
τα αφρικάνικα πανιά έφευγαν σε μακρινά ταξίδια

Εμείς, μαζεμένοι στο θωράκιο    
μπροστά σ' ατέλειωτο ουρανό τονίζαμε τη ζωή
και η γη άκουγε κρυμμένη στην άκρη του κόσμου
         
Εκκρεμείς κοιτούσαμε αργά        
και κύματα τα ανακατεμένα μαλλιά      
ρύθμιζαν ελαφρά λυτά φτερουγίσματα
         
Τα κορμιά τεντώνονταν στο διάχυτο αδύναμο φως    
τα βλέμματα τότε γλυστρώντας ξάπλωναν
και ήταν Σάββατο...


ΜΙΑ ΝΤΟΥΖΙΝΑ ΑΠΟ ΑΧΤΕΝΙΣΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


1.

νησί

καθρέφτης ζωής ξελογιασμένης
σε στιλπνό βράχο σπαράζει-πεταγμένο
περιορισμένη γραμμή παλλόμενη
σ' ένα κλειστό άπειρο εγκαταλελειμμένο

νησί



4.

εγκυμονούν
αφηρημένο φως - σε χαραμάδα πλώρης -
αιώνια στιγμή μονάχη και ακίνητη

- βιαστικά εγκαταλελειμμένου καραβιού -
αντανακλάται σε σταχυού σπυρί

εγκυμονούν

11.

πιο ψηλά εσύ

εμφανίζεσαι στη τυφλή
αντανάκλαση της είδησης

- ξεχειλισμένο πρωινό εσύ –

κρεμασμένο στο παράθυρο
απλώνεις το χέρι έξω
ακόμα

πιο ψηλά εσύ



ΟΙ ΑΝΑΜΟΝΕΣ

2.

Η φωνή μου αντιλαλεί στους πνεύμονες
κατά μήκος παραστάτων πόνου ρέει

σε φωνάζω, ψυχή μου, πού είσαι;
Μάης είναι πρωινή ομίχλη θαμπώνει και βρέχει
το παράθυρο σου, καρδιά μου, έχει σπασμένο τογυώΙ
μούδιασμα στα δέντρα

η ξύλινη σκάλα σέρνεται στον τοίχο ταλαντεύεται

φτωχικό είν' το λεξικό χωρίς λεπτές αποχρώσεις
χρειάζομαι μια λέξη, ψυχή μου, να διαπερνά την ελληνική

μια από κείνες που κρέμονται από τα δοκάρια και αναμένουν
απ' τον κεντρικό γάντζο, καρδιά μου, λικνιζόμενη αναμένει
τον δικό σου, ψυχή μου, δύσκολο γυρισμό
 8.

Η απουσία

Έρημος επίφοβος η απουσία
ξύνει τον ορίζοντα ψύχρα αστρική
σβήνει στον ουρανό πλήθος σκιές, πόνο

Το αίμα στη σιωπή χύνεται αλμυρό και
φύκι μπλεγμένο η φωνή αντιλαλεί απουσίες
ψιλόλιχνη μένει ακίνητη πιεσμένη σε κλουβί

Ξενιτεμένη στην άκρη του κόσμου η απουσία
θρηνεί άφωνη ακατανόητες κουβέντες

Προχωρεί απομονωμένη λέξη σε γλωσσάριο



13.

Κρασί χαράς

υπάρχουν αισθήματα φίλε μου
που οχυρώνουν το βλέμμα
τρεμουλιάσματα πυγολαμπίδων
χτυπούν από χαρά

Και τα βλέφαρα
πρόσεξες μήπως φίλε μου
πως μισοκλείνουν μεθυσμένα
παραδίδονται στο κρασί της χαράς!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου