– Πού πας ρε Θεωρή βουρητός, βουρητός;
– Πάω στο ππολίτσιν*.
– Χα;
– Έκρουσέν με ο φσήκουας τζαι πάω να τον λαπορτάρω*.
– Ολάν* ποιον έν να λαπορτάρεις, τον σφήκουον;
– Καλό ποιον;
– Ρε πάεννε στο μεσοκομείον να σου βάλουν καμμιάν ένεσιν μέμπα
τζαι πάθεις τίποτε.
– Όι ολάν! Μεσοκομείον; Πρώτα στο ππολίτσιν τζι ύστερις
θωρούμεν.
– Ο Θεός να βλέπει τζαι να σσέπει γιέ μου*.
Έφυεν βουρητός για την αστυνομίαν το Θεορούιν. Καθήκον ήταν
ο Νικήτας ο σάρτζης*.
– Καλώς το Θεορούιν. Είντα μαντάτα;
– Σάρτζη έκρουσέν με ο φσήκουας.
– Πού ρε;
– Πα στο δεξίν το κωλομέριν.
– Επήες εις τον γιατρόν;
– Όι. Είπα νάρτω να τον λαπορτάρω πρώτα τζι ύστερα να πάω.
– Καλά έκαμες.
Έβηξεν δκυο τρεις βηξιές ξερές ο Σαρτζηκύπας τζι άρχισε να
παίρνει κατάθεσιν.
– Είνταλος εγίνην η δουλειά;
– Έτο εκάθουμουν εις τον καφενέν του Έντεκα με τον Πέτσαν τον
αρφότεχνον του Ττοουλή του όμπαση*· ξέρεις τον. Εκαθούμασταν
τζι εθωρούσαμεν τον κόσμον που επέρναν. Άξιππα έννοιωσα έναν
πόνον στο κωλομέριν τζι έβαλα τες σκληρκές*. Εμουντάρασιν*
πεντέξι μα ο φσήκουας έφυεν· ξέρω τον όμως τζαι ξέρω τζαι την
τρύπαν του.
– Είσαι σίουρος; λαλεί του ο Σάρτζης.
– Τέλεια σίουρος.
– Εσού σίουρος; λαλεί του ο Σάρτζης.
– Να τον συλλάβεις.
– Τον σφήκουον· να συλλάβω τον σφήκουον...
– Ινναί...
– Καλόν. Έλα υπόγραψε. Ναι τέλεια κάτω. Χάτε πάμεν να τον
ήβρουμεν.
Εσηκωστήκαν τζι οι δκυο τζι εφύασιν.
Επεξηγήσεις:
* ππολί(τ)σιν, το: αστυνομία, αστυνομικός σταθμός
* λαπορτάρω: υποβάλλω μήνυση
* ολάν (προσφώνηση): καλέ
* Ο Θεός να σε προστατεύει και να σ’ έχει καλά
* σάρτζης, ο: λοχίας
* όμπασης, ο: υποδεκανέας χωροφυλακής
* σκληρκά, η: καρυγή, τσίριγμα
* μουντάρω: ορμώ απειλητικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου