Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ/ Μαρούλλα Πανάγου


Ποτέ δεν είμουν η καλή νοικοκυρά! Αν μπορούσα να αποφύγω να τα κάνω θα τα απόφευγα .Όμως καμιά φορά με έπιανε η ευλάβεια για καθαρισμό που έκανε το σπίτι λαμπίκο ,αλλά κρατούσε τόσο λίγο. Τα ξαπολούσα πάλι κι άδικα η μάνα μου φώναζε όταν κρυμμένη στο ανώγι έπεφτα με τα μούτρα στο διάβασμα .Τι να κάνω ! πάντα μου άρεσαν τα βιβλία και ποτέ δεν ρωτούσα πoιός ήταν ο συγγραφέας .Απλά να διαβάζω και να μαθαίνω .
Είμουν δώδεκα χρονών κι αντί να θέλω να μάθω να πλέκω με το βελονάκι, εγώ προτιμούσα να ρωτώ όλους τους γέρους και τις γριές για τα παραδοσιακά παραμύθια και τραγούδια, που γέμιζαν τις γωνιές του μυαλού μου να τα αποστηθίζω και να γεμίζω τετράδια και τετράδια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ακούσω την κατσάδα από την μάνα της παιδικής φίλης μου, όταν την ρώτησα για το παλιό παραδοσιακό τραγούδι 'Τα εκατόν λόγια. 
-Αντί να μάθεις να κεντάς μου μαθαίνεις τραγούδια ! Τι θα τα κάνεις ;Οι κορούδες μαθαίνουν νοικοκυριό όχι πελλάρες! τέλειωσε κι αν και δεν τα παράτησα βάλθηκα να μάθω βελονάκι .Δεν πήρε και πολύ, αλλά τόσο βαρετό που δεν με γέμιζε αν και είμουν περήφανη όταν τέλειωσα το πρώτο μου σκέπασμα για διπλό κρεβάτι.
-Θα είναι η προίκα σου,είπε η μάνα μου κι εγώ να αναρωτιέμαι αν δεν ήταν πιο καλά να την αγοράζαμε παρά να σπαταλούμε τόσο χρόνο να την φτιάξουμε .Ελα όμως που έπρεπε να βλέπουν πόσο άξια είσαι για να σε θέλουν για νύφη!κι εγώ κόντευα τότε τα δεκατέσσερα κι η μάνα της φιλενάδας μου αφού είδε ότι καλά τα κατάφερνα ,έπρεπε να κάνω την δασκάλα στην φίλη μου που δεν τα σκάμπαζε καθόλου, η δεν είμουν καλή δασκάλα και αντί να την μαθαίνω στο τέλος τα έκανα εγώ.
Το ίδιο και με τον αργαλειό. Ηταν τότε της μόδας τα υφαντά ταγάρια αλλά η προσπάθεια να μάθω την φίλη μου να υφαίνει ήταν του κάκου . Εκείνη ήταν η καλή νοικοκυρά ,κάτι που δεν είμουν εγώ .
Δεν λένε ότι τα ανόμοια έλκονται;
Εγώ είμουν η ακαδημαϊκή και το πολύ διάβασμα μου άνοιξε την πόρτα της ποίησης .
Στην αρχή αδέξια με μερικές μαντινάδες που ο αδελφός μου τραγούδαγε στους χορευταράδες,όταν στους γάμους με συνοδεία το βιολί παράβγαιναν στον καρσιλαμά.
Δειλά δειλά καθώς δεν τολμούσα να δείξω τους στίχους μου σε κανένα, αλλά κάθε βράδυ στο ανώγι μας τους καλλιεργούσα όλο και πιό πολύ μέχρι να γίνουν όπως τους ήθελα. 
Ο πρώτος που τους είδε ήταν ο καθηγητής γείτονάς μας των Αγγλικών που πολλές φορές συζητούσαμε με τις ώρες για φιλοσοφία ,ποίηση και μου δάνειζε δικά του βιβλία.
Πήρα λοιπόν το θάρρος , του έδειξα μερικά από τα ποιήματά μου, άγουρα ακόμα τότε αλλά η φλέβα να διακρίνεται και με ενθάρρυνε να συνεχίσω.
Η χαρά μου μεγάλη σαν διάλεξε μερικούς στίχους από κάποιο ποίημά μου για 
να μπουν στην προτομή ενός αγάλματος γνωστού του γλύπτη. 
Και περνούσε ο καιρός ,η φίλη μου βρήκε γαμπρό κι εγώ κουμπάρα στον γάμο ,όπου άρχισε το ειδύλλιο μου με τον αδελφό της. 
Αν και είχαμε μεγαλώσει σαν αδέλφια ποτέ δεν μου έδειξε ότι μπορούσε να με δει και σαν γυναίκα αλλά “η αγάπη σαν θα ρθεί δεν ρωτάει κανένα”
έλεγαν “κάποιοι στίχοι μου και το αίσθημα αμοιβαίο .
Μια αγνή αγάπη με εμπόδιο την μάνα του που με τις άλλες νύφες της ζητούσε προίκες , σπίτια , μετρητά ,κάνοντας τους συμπεθέρους να γίνονται από δυό χωριά .Πως θα δεχόταν τώρα εμένα που η μόνη μου προίκα ήταν η φτώχεια .Όχι ότι εκείνοι ήταν πλουσιότεροι αλλά είχε τον γιό και όπως λέει το τραγούδι Έχω γιό κι έχω χαρά που θα γίνω πεθερά. Έχω κόρην έχω πίκρα που θα μου ζητάνε προίκα .Κι αυτό ήταν το θέμα μας την πρώτη φορά που ξεμοναχιαστήκαμε και ομολογήσαμε την αγάπη μας. Ξεστόμισα τους φόβους μου και που θα μπορούσε να μας οδηγήσει .
-Στον γάμο αγάπη μου είπε κι εκεί ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί ,μαζί κι από μια φωτογραφία με την αφιέρωση την δική μου .'Να με βλέπεις όταν με θυμάσαι και να με θυμάσαι όταν με βλέπεις .
Ο αγαπημένος μου όμως δεν ήταν σαν τα άλλα αδέλφια του να τον τραβάει η μάνα του από την μύτη. Εκείνοι υπάκουοι είχαν τώρα πια τα σπίτια που πήραν προίκα ενώ αυτός όταν άρχισαν να του λένε καιρός να παντρευτεί αφού τέλειωσε την σχολή ζωγραφικής και μου χάρισε το πορτραίτο μου ζωγραφισμένο ( στα κρυφά για τα γενέθλιά μου )να του προτείνουν άλλες που είχαν το δικό τους ,δήλωσε ορθά κοφτά ότι αγαπάει εμένα .
Αυτό μας κόστισε τρία χρόνια να συναντιόμαστε στα κρυφά μέχρι οι δικοί του να με αποδεχτούν κι εγώ να καταλάβω ότι ο δρόμος της αγάπης κρύβει και αγκάθια κοντά στα τριαντάφυλλα.
Μέχρι την ημέρα των καρναβαλιών, που μαζί με τους φίλους του πέρασαν όλοι μασκαρεμένοι από το σπίτι μας κι άρχισε να με πειράζει ότι θα με φιλήσει κι η μάνα μου να τον κυνηγά με την μαγκούρα μέχρι που έβγαλε την μάσκα μαζί και το δακτυλίδι των αρραβώνων μας και εκεί σε όλους μπροστά με ζήτησε επισήμως φέρνοντας προ τετελεσμένου γεγονότος τους δικούς του.
Η μάνα του ακόμα να με δεχτεί κι ο καλός μου μετακόμισε στο δικό μας το φτωχικό αφήνοντας το δικό του πλουσιόσπιτο ,θυμίζοντάς μου το τραγούδι , ”Παρά με την μανούλα μου μέσα στο περιβόλι ,καλιόν με την αγάπη μου μέσα στα μαύρα όρη” 
Κι έτσι επιτέλους χορέψαμε το χορό του Ησαΐα .Η πεθερά μου για πρώτη φορά , μ,αγκάλιασε μητρικά φιλώντας τα στέφανά μας . Έπειτα μετά τα συγχαρητήρια στον χορό του πρώτου Ταγκό με τον άνδρα μου εγώ γερμένη στον ώμο του ένοιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν .Τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα της ευτυχίας δεν με τρυπούσανε πιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου