Κλεισμένος στο χωριάτικο κελί μου δε νυστάζω.
Τους χωρικούς ύπνος βαθύς τους έχει τώρα πάρει,
κι εγώ σκυφτός ολονυχτίς με το κερί διαβάζω,
απ΄ έξω έχοντας σύντροφο τ΄ αγέρι του Γενάρη.
Κάποιες σελίδες του φτωχού νησιού μ΄ ανατριχίλα
διαβάζω της ατέλειωτης τούτης βραδιάς τα μάκρη,
κι αργοσταλάει το κερί στης ιστορίας τα φύλλα.
Θαρρείς στον πόνο του νησιού πως χύνει κι αυτό δάκρυ.
Τους χωρικούς ύπνος βαθύς τους έχει τώρα πάρει,
κι εγώ σκυφτός ολονυχτίς με το κερί διαβάζω,
απ΄ έξω έχοντας σύντροφο τ΄ αγέρι του Γενάρη.
Κάποιες σελίδες του φτωχού νησιού μ΄ ανατριχίλα
διαβάζω της ατέλειωτης τούτης βραδιάς τα μάκρη,
κι αργοσταλάει το κερί στης ιστορίας τα φύλλα.
Θαρρείς στον πόνο του νησιού πως χύνει κι αυτό δάκρυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου