Πάνω στην πέτρα
πήρε ανάσα ο σπόρος
που γλίστρησε απ 'τη χούφτα του γεωργού
τρύπωσε σε μια μικρή σχισμάδα
και γλύτωσε έτσι απ' το ράμφος
του μικρού σπουργίτι
κι απ 'τη δαγκάνα του μύρμηγκα
Κι η βραδινή βροχή που έπεσε άφθονη
ζωντάνεψε το όνειρο του
που φάνταζε για μια στιγμή νεκρό
κι έτσι η ψυχρή άγονη σχισμάδα
έγινε κήπος και εκεί ρίζωσε και πέταξε βλαστάρι
κι έγινε λουλουδάκι κι άνθισε
στου ήλιου το χαμόγελο.
πήρε ανάσα ο σπόρος
που γλίστρησε απ 'τη χούφτα του γεωργού
τρύπωσε σε μια μικρή σχισμάδα
και γλύτωσε έτσι απ' το ράμφος
του μικρού σπουργίτι
κι απ 'τη δαγκάνα του μύρμηγκα
Κι η βραδινή βροχή που έπεσε άφθονη
ζωντάνεψε το όνειρο του
που φάνταζε για μια στιγμή νεκρό
κι έτσι η ψυχρή άγονη σχισμάδα
έγινε κήπος και εκεί ρίζωσε και πέταξε βλαστάρι
κι έγινε λουλουδάκι κι άνθισε
στου ήλιου το χαμόγελο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου