Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Μαρία Πυλιώτου, «Ο Ροδής»


Βλέπω τη μάνα μου με το κοπάδι να κατηφορίζει προς τη ρεματιά.  Αληθινά, δεν είναι άλλη πιο τρυφερή και πιο όμορφη απ’ αυτή.  Θα επιστρέψει το δειλινό και θα ʼχει την ποδιά της γεμάτη χαρούπια και το πρόσωπό της θα ʼναι πιο φωτεινό κι απ’ το φεγγάρι.  Ξέρω πως δε θα συναντήσω άλλη σαν αυτή, μα πρέπει να φύγω.
          Η προβατίνα που περπατάει πλάι της παραπατώντας είναι ολοστρόγγυλη σαν σακί.  Κοντεύει να γεννήσει.  Η γιαγιά κοιμάται ακόμα.  Τον τελευταίο καιρό όλο κοιμάται. 
- Όταν σταματήσεις να μου λες ιστορίες, θα φύγω, της είπα μια μέρα, κι εκείνη δάκρυσε.
Πόσο αγαπάω τα παραμύθια της… Πάντα καθόμουν και τ’ άκουγα, και δε χόρταινα!  Όταν κουραζόταν και σταματούσε, άρχιζα να παίζω.  Έπαιρνα ένα κομμάτι ξύλο κι άρχιζα να χαράζω στο χώμα τις ιστορίες της.  Τις σκηνές που μου άρεσαν πιο πολύ.  Άλλοτε φορούσα όσα κουρέλια έβρισκα και παρίστανα… Και τι δεν παρίστανα!  Βασιλιάδες, μάγους, πολεμιστές, ληστές, δράκους.  Μ’ ένα μακρύ καλάμι για κοντάρι.  Κάποτε έκανα πως βρήκα τη φωλιά του Χρυσού Αετού, κι όλοι με παραφύλαγαν να τη φανερώσω.  Δε σταματούσα ποτέ το παιχνίδι.  Μια μέρα, πάει καιρός, μπήκα κρυφά στο μαντρί, βρήκα την προβατίνα μας κι έσκυψα και βύζαξα απ’ το γάλα της.  Ήμουνα μικρός, μα θυμάμαι καλά.  Ήτανε τότε που η γιαγιά Εζραχίλ μού είχε πει το παραμύθι για τα δίδυμα, που ένας κακός θείος τα πέταξε σε μια κούνια στο ποτάμι για να πνιγούν.  Μα εκείνα σώθηκαν, γιατί στην όχθη, όπου τα έβγαλε το νερό, βρέθηκε μια λύκαινα, που κάθε μέρα τα βύζαινε με το γάλα της και τα μεγάλωσε σαν μάνα.  Εκείνα τα παιδιά, όταν μεγάλωσαν, έχτισαν μια μεγάλη πόλη κι έγιναν βασιλιάδες.
Μια άλλη φορά, που απ’ το πολύ παιχνίδι είχα κουραστεί, άνοιξα μια κυψέλη, πήρα ένα κομμάτι κηρήθρα κι άρχισα να τρώω το μέλι, φτύνοντας το κερί.  Πώς μοσχομύριζε το μέλι εκείνο!  Οι μέλισσες τριγυρίζανε γύρω μου, μα καμιά δε βρέθηκε να με κεντήσει.  Η γιαγιά λέει πως εμένα με αγαπούν.  Τις παρακολουθώ κάθε άνοιξη που μαζεύονται σαν τσαμπί σ’ ένα κλαδί της λεμονιάς γύρω από τη βασίλισσά τους… Η γιαγιά τις βοηθάει.  Μ’ ένα ματσάκι δυόσμο τις τινάζει σε μια κομμένη, σαν κούπα, κολοκύθα και τις μεταφέρει σε άδεια κυψέλη.  Όταν αργήσει να γίνει αυτό, το τσαμπί διαλύεται κι όλες τραβάνε προς το βουνό, κι εκεί σμίγουν με άλλες αγριομέλισσες.
Είναι άνοιξη!  Όπου να ʼναι, το καλοκαίρι φτάνει… Τα στάχυα στο χωράφι μας έχουν ψηλώσει.  Παίρνω σπόρους και τους ξεφλουδίζω, προτού σκληρύνουν.  Σήμερα, μέρα της μεγάλης μου απόφασης, κάνω το γύρο του χωραφιού μας.  Μπαίνω στο μαντρί.  Τα ζώα μας είναι στη βοσκή.  Θα μου λείψει η μυρουδιά και το ήρεμο βλέμμα τους.
Προχωρώ προς το πηγάδι.  Μετακινώ το καπάκι και σκύβω να δω το νερό.  Άλλοτε, όταν ήμουνα μικρός, και μόνο που μ’ έβλεπε η μάνα μου να σκύβω, τρόμαζε.  Μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της και μου αράδιαζε του κόσμου τις ιστορίες για τα πηγάδια, που πάντα κάτι κρύβουν στο βυθό τους: φίδια φαρμακερά, άγρια θεριά, δράκους…  Να μην τα πλησιάζω, μου ʼλεγε.  Η γιαγιά θύμωνε τότε που με φόβιζε η μάνα κι έλεγε πως τίποτα δεν είχε το πηγάδι.  Μονάχα που, όποιος δεν πρόσεχε κι έπεφτε μέσα, πνιγόταν. [1]





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου