Α΄ ΟΙ ΙΚΕΤΙΔΕΣ ΦΩΝΕΣ
Η επίθεση των πουλιών
Δεν υπάρχει άνοιξη για
όσους
δεν τόλμησαν να πεθάνουν
Custave Roud
Τα χελιδόνια του θανάτου,
Σου ’μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια…
Άγγελος Σικελιανός
Δεκάδες άγρια πουλιάεισήλθαν σήμερα το μεσημέρι
απρόσμενα στο φτωχικό μου
με περίεργες διαθέσεις.
Φτερούγισαν για αρκετή ώρα
μέσα στα δωμάτια
του σπιτιού μου
κάνοντας μεγάλους κύκλους
σαν το μαύρο θάνατο
πάνω από το κεφάλι μου.
Μετά έβγαλαν
ένα δύο φωνές
σαν ανθρώπινες τσιριξιές
και τράβηξαν προς το άγνωστο,
αφήνοντας
σαν κρίνα άσπρα ανθισμένα
από μια μεγάλη κουτσουλιά
απάνω στο στρωμένο
γιορτινό τραπέζι μου.
***
Τα νυχτερινά πουλιά
Στον Π. Ποιονίδη
Χιλιάδες νυχτερινά πουλιά
επέστρεφαν χθες διψασμένα
και περνούσαν ορμητικά
μέσα από την ανοιχτή
παραθυρόπορτα του ονείρου μου
κρατώντας στα δυνατά ράμφη τους
δροσερά κλωνάρια ελιάς
δροσερά στεφάνια αγάπης.
Έρχονταν από πολύ βαθιά.
Έρχονταν
από ένα βελούδινο σκοτάδι
και κατέληγαν «και με φως
και με θάνατον ακαταπαύστως»
σ’ ένα ερωτικό ουράνιο πεδίο.
επέστρεφαν χθες διψασμένα
και περνούσαν ορμητικά
μέσα από την ανοιχτή
παραθυρόπορτα του ονείρου μου
κρατώντας στα δυνατά ράμφη τους
δροσερά κλωνάρια ελιάς
δροσερά στεφάνια αγάπης.
Έρχονταν από πολύ βαθιά.
Έρχονταν
από ένα βελούδινο σκοτάδι
και κατέληγαν «και με φως
και με θάνατον ακαταπαύστως»
σ’ ένα ερωτικό ουράνιο πεδίο.
***
Τα παράξενα πουλιά
Μνήμη Μίλτου Σαχτούρη
Αυτά τα μικροκαμωμένα
πουλιά
δεν μοιάζουν σαν και τ’ άλλα!
Αυτά τα παράξενα πουλιά
που έρχονται κάθε άνοιξη
και κτίζουν τις φωλιές τους
πάνω από τις καμαρόπορτές μας
δεν τα τρομάζει
η ανθρώπινη παρουσία,
δεν αποφεύγουν
την ανθρώπινη λαοθάλασσα!
Τα πρωινά μαζεύονται όλα
στα δέντρα της αυλής μας
και αρχίζουν το κελάηδημά τους
αρχίζουν να ερωτεύονται,
να ερωτεύονται και
να σχεδιάζουν τις πολιτείες τους.
Και όταν βρούνε την πόρτα
ή τα παράθυρα ανοιχτά
ορμάνε μέσα στα μαραζωμένα
σπίτια μας. Ανεβαίνουν
στις καρέκλες, στα τραπέζια
ακόμη και στα κρεβάτια μας.
δεν μοιάζουν σαν και τ’ άλλα!
Αυτά τα παράξενα πουλιά
που έρχονται κάθε άνοιξη
και κτίζουν τις φωλιές τους
πάνω από τις καμαρόπορτές μας
δεν τα τρομάζει
η ανθρώπινη παρουσία,
δεν αποφεύγουν
την ανθρώπινη λαοθάλασσα!
Τα πρωινά μαζεύονται όλα
στα δέντρα της αυλής μας
και αρχίζουν το κελάηδημά τους
αρχίζουν να ερωτεύονται,
να ερωτεύονται και
να σχεδιάζουν τις πολιτείες τους.
Και όταν βρούνε την πόρτα
ή τα παράθυρα ανοιχτά
ορμάνε μέσα στα μαραζωμένα
σπίτια μας. Ανεβαίνουν
στις καρέκλες, στα τραπέζια
ακόμη και στα κρεβάτια μας.
Αυτά τα παράξενα πουλιά
με τα γαλαζοπράσινα μάτια τους
γεμάτα δάκρυα
δεν είναι σαν και τ’ άλλα
που καταδιώκουν τους ποιητές
ούτε σαν κ’ εκείνα τ’ αδίστακτα
που σφάξαν τις χωριατοπούλες!
με τα γαλαζοπράσινα μάτια τους
γεμάτα δάκρυα
δεν είναι σαν και τ’ άλλα
που καταδιώκουν τους ποιητές
ούτε σαν κ’ εκείνα τ’ αδίστακτα
που σφάξαν τις χωριατοπούλες!
***
Τ’ αλλοδαπά πουλιά
Οι βοσκοί μάταια έψαχναν
τον δραπέτη ήλιο
στο απολιθωμένο δάσος.
τον δραπέτη ήλιο
στο απολιθωμένο δάσος.
Ο μαύρος ήλιος
βρέθηκε αγκυροβολημένος
μέσα στα ματωμένα λιβάδια
της πληγωμένης σκέψης μου.
Δίπλα του έβοσκε αμέριμνα
ένα κοπάδι άσπρα άλογα.
Στις πέτρινες ράχες τους
αναπαύονταν αμέριμνα
κόκκινα αλλοδαπά πουλιά.
βρέθηκε αγκυροβολημένος
μέσα στα ματωμένα λιβάδια
της πληγωμένης σκέψης μου.
Δίπλα του έβοσκε αμέριμνα
ένα κοπάδι άσπρα άλογα.
Στις πέτρινες ράχες τους
αναπαύονταν αμέριμνα
κόκκινα αλλοδαπά πουλιά.
***
Τα ξενιτεμένα πουλιά
Οι βοσκοί μάταια έψαχναν
τον δραπέτη ήλιο
στο απολιθωμένο δάσος.
τον δραπέτη ήλιο
στο απολιθωμένο δάσος.
Ο κόκκινος ήλιος
βρέθηκε γκρεμοτσακισμένος
μέσα στα νοτισμένα λιβάδια
της τελευταίας δόλιας νύχτας.
Από το ξεσχισμένο στήθος του
ανάβλυζε
ένα ουράνιο δροσερό ποτάμι.
Στις όχθες του έσκυβαν
ομαδικά
χιλιάδες ξενιτεμένα πουλιά
για να ξεδιψάσουν.
βρέθηκε γκρεμοτσακισμένος
μέσα στα νοτισμένα λιβάδια
της τελευταίας δόλιας νύχτας.
Από το ξεσχισμένο στήθος του
ανάβλυζε
ένα ουράνιο δροσερό ποτάμι.
Στις όχθες του έσκυβαν
ομαδικά
χιλιάδες ξενιτεμένα πουλιά
για να ξεδιψάσουν.
***
Τα ταξιδιάρικα πουλιά
Τα ταξιδιάρικα πουλιά
που φτεροκοπούσαν πανικόβλητα
γύρω τριγύρω στον ουρανό
την Κυριακή το απόγευμα
δεν ήξερες
αν τραγουδούσαν ή αν έκλαιγαν.
που φτεροκοπούσαν πανικόβλητα
γύρω τριγύρω στον ουρανό
την Κυριακή το απόγευμα
δεν ήξερες
αν τραγουδούσαν ή αν έκλαιγαν.
Οι ραγισμένες φωνές τους
ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν
μέσα στους μυστικούς ουρανούς.
ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν
μέσα στους μυστικούς ουρανούς.
Το άλλο πρωί
ο παγωμένος άνεμος που κατέβαινε
από το χιονισμένο βουνό
έφερνε στις αυλές μας
έναν ματωμένο αντάρτικο σκοπό
γεμάτο κραυγαλέο πόνο.
ο παγωμένος άνεμος που κατέβαινε
από το χιονισμένο βουνό
έφερνε στις αυλές μας
έναν ματωμένο αντάρτικο σκοπό
γεμάτο κραυγαλέο πόνο.
Β’ Ο ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Τα πικραμένα πουλιά
Πλατύς έναστρος ουρανός.
Τριγύρω στην πλάση ανοίγει και
απλώνεται επικίνδυνα
μια θάλασσα σιωπής.
Μέσα στη βαθιά σιωπή
ταξιδεύουν
χιλιάδες πικραμένα πουλιά
και ψάρια χρυσοφτέρουγα.
Αγωνίζονται να φθάσουν
στη μυστική πηγή
για να πάρουν το αθάνατο νερό
να το φέρουν σπονδή
στα φαρμακωμένα χείλη της.
Τριγύρω στην πλάση ανοίγει και
απλώνεται επικίνδυνα
μια θάλασσα σιωπής.
Μέσα στη βαθιά σιωπή
ταξιδεύουν
χιλιάδες πικραμένα πουλιά
και ψάρια χρυσοφτέρουγα.
Αγωνίζονται να φθάσουν
στη μυστική πηγή
για να πάρουν το αθάνατο νερό
να το φέρουν σπονδή
στα φαρμακωμένα χείλη της.
***
Τα δυστυχισμένα πουλιά
Στα ραγισμένα μάτια της
τρέχουν και προπονούνται
έφηβες θάλασσες τρικυμισμένες.
Στο πέτρινο στήθος της
εκρήγνυνται και σβήνουν ακατάπαυστα
καλοκαιρινοί κεραυνοί.
Στο αίμα της δροσίζονται
άγρια άλογα της Αρκαδίας.
Στ’ αριστερά,
στο ύψος της ραγισμένης καρδιάς της
κατεβαίνουν να κουρνιάσουν
μικρά δυστυχισμένα πουλιά.
τρέχουν και προπονούνται
έφηβες θάλασσες τρικυμισμένες.
Στο πέτρινο στήθος της
εκρήγνυνται και σβήνουν ακατάπαυστα
καλοκαιρινοί κεραυνοί.
Στο αίμα της δροσίζονται
άγρια άλογα της Αρκαδίας.
Στ’ αριστερά,
στο ύψος της ραγισμένης καρδιάς της
κατεβαίνουν να κουρνιάσουν
μικρά δυστυχισμένα πουλιά.
***
Τα τυφλά πουλιά
Μέρες και νύχτες
γκρεμοτσακίζονταν
τα τυφλά πουλιά
μέσα στον αιώνιο ουρανό.
Μέρες και νύχτες
συνθλίβονταν μέσα στην έρημο
του καθημερινού θανάτου.
γκρεμοτσακίζονταν
τα τυφλά πουλιά
μέσα στον αιώνιο ουρανό.
Μέρες και νύχτες
συνθλίβονταν μέσα στην έρημο
του καθημερινού θανάτου.
Αγωνίζονταν
να φθάσουν (όσα θα φθάσουν) κοντά της.
Ποθούσαν να σταθούν δίπλα της,
έστω για μία στιγμή!
Να πιουν κρύο νερό και να δροσιστούν
στις κρυφές πηγές που πηγάζουν
από τα βαθιά μάτια της.
να φθάσουν (όσα θα φθάσουν) κοντά της.
Ποθούσαν να σταθούν δίπλα της,
έστω για μία στιγμή!
Να πιουν κρύο νερό και να δροσιστούν
στις κρυφές πηγές που πηγάζουν
από τα βαθιά μάτια της.
***
Ερωτευμένα πουλιά
Βαρι’ αναστέναξε-
το τρικυμισμένο νερό της θάλασσας
αποσύρθηκε
όπως το πληγωμένο φίδι στα βράχια.
το τρικυμισμένο νερό της θάλασσας
αποσύρθηκε
όπως το πληγωμένο φίδι στα βράχια.
Χαμογέλασε-
τα ερωτευμένα πουλιά της άνοιξης
κατέβηκαν
να λουστούν στα ηλιόλουστα μάτια της.
τα ερωτευμένα πουλιά της άνοιξης
κατέβηκαν
να λουστούν στα ηλιόλουστα μάτια της.
***
Τα γέρικα πουλιά
Σιχάθηκαν
τα βρώμικα νερά
τα γέρικα θαλασσοπούλια.
Εγκατέλειψαν άστοργα
τις σάπιες ψαρόβαρκες
και τα καΐκια με τ’ ανεμοδαρμένα,
τα ξεθωριασμένα κατάρτια.
τα βρώμικα νερά
τα γέρικα θαλασσοπούλια.
Εγκατέλειψαν άστοργα
τις σάπιες ψαρόβαρκες
και τα καΐκια με τ’ ανεμοδαρμένα,
τα ξεθωριασμένα κατάρτια.
Πέταξαν ψηλά,
σε άγνωστα μέρη,
τα γέρικα πουλιά.
σε άγνωστα μέρη,
τα γέρικα πουλιά.
Τώρα δύο δύο στη σειρά
ρίχνουν ζάρια μέσα
στον πλακόστρωτο ουρανό
για να διαβάσουν
τη σκοτεινή μοίρα τους.
ρίχνουν ζάρια μέσα
στον πλακόστρωτο ουρανό
για να διαβάσουν
τη σκοτεινή μοίρα τους.
***
Τα φλεγόμενα πουλιά
Από τα καταφύγια ψηλά
που βρίσκονταν
τα φλεγόμενα πουλιά
πανικόβλητα έβλεπαν
τον δίκαιο ήλιο τους
γκρεμισμένο
μεσ’ τα χαλάσματα
μέρα τη μέρα να βυθίζεται
κάτω από τα ερείπια των σπιτιών τους.
που βρίσκονταν
τα φλεγόμενα πουλιά
πανικόβλητα έβλεπαν
τον δίκαιο ήλιο τους
γκρεμισμένο
μεσ’ τα χαλάσματα
μέρα τη μέρα να βυθίζεται
κάτω από τα ερείπια των σπιτιών τους.
Στις ικεσίες και τις
προσευχές τους
παρακαλούσαν τον αγαθό Θεό
ν’ αφήσει χωρίς φως τα μάτια τους
για να μην αντικρίζουν
αυτή τη φρίκη που τα κάλυψε.
παρακαλούσαν τον αγαθό Θεό
ν’ αφήσει χωρίς φως τα μάτια τους
για να μην αντικρίζουν
αυτή τη φρίκη που τα κάλυψε.
Τα περιπλανώμενα πουλιά
Μνήμη Γ. Σεφέρη-Α.
Σικελιανού
Μέσ’ από την πυκνή ομίχλη
στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
φάνηκε ακυβέρνητο ένα καράβι
να μάχεται
με τα αμείλικτα κύματα
ανοιχτά της μικρής πόλης.
Στα κατάρτια και τα σχοινιά του
βρίσκονταν γαντζωμένα
εκατοντάδες βρεγμένα πουλιά.
Αξιολύπητα πουλιά-
πρόσφυγες από άλλα μέρη.
στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
φάνηκε ακυβέρνητο ένα καράβι
να μάχεται
με τα αμείλικτα κύματα
ανοιχτά της μικρής πόλης.
Στα κατάρτια και τα σχοινιά του
βρίσκονταν γαντζωμένα
εκατοντάδες βρεγμένα πουλιά.
Αξιολύπητα πουλιά-
πρόσφυγες από άλλα μέρη.
Ο θάνατος που χιόνιζε
όλη νύχτα απάνω σ’ αυτά
τα περιπλανώμενα,
τα εξαντλημένα πουλιά
τα είχε μισοσκεπάσει.
όλη νύχτα απάνω σ’ αυτά
τα περιπλανώμενα,
τα εξαντλημένα πουλιά
τα είχε μισοσκεπάσει.
Τώρα καρτερούσαν με αγωνία
να χαράξει η άλλη μέρα
ίσως
τα δεχτεί στη ζεστή αγκάλη του
ένας άλλος φιλόξενος ήλιος.
να χαράξει η άλλη μέρα
ίσως
τα δεχτεί στη ζεστή αγκάλη του
ένας άλλος φιλόξενος ήλιος.
***
Τα αποδημητικά πουλιά
Σμήνη αποδημητικά πουλιά
πουλιά που δεινοπάθησαν
μέσα στους δρόμους
πεζεύουν κάθε βράδυ
στο μοναχιασμένο βουνό
και ξεδιψάνε
από την ανεξάντλητη
στέρνα της λύπης.
πουλιά που δεινοπάθησαν
μέσα στους δρόμους
πεζεύουν κάθε βράδυ
στο μοναχιασμένο βουνό
και ξεδιψάνε
από την ανεξάντλητη
στέρνα της λύπης.
Το πρωί
ανανεωμένα τα πουλιά
ξαναρχίζουν
την κουραστική πορεία τους
προς τη γκρεμισμένη πύλη τ’ ουρανού
έχοντας για ταξιδιωτικό οδηγό τους
την αδυσώπητη μνήμη.
ανανεωμένα τα πουλιά
ξαναρχίζουν
την κουραστική πορεία τους
προς τη γκρεμισμένη πύλη τ’ ουρανού
έχοντας για ταξιδιωτικό οδηγό τους
την αδυσώπητη μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου