Η νύχτα μαύρη,
βαρετή,
αφέγγαρη τζιαι σκοτεινή, να ξημερώσ' ο Πλάστης μου να βκω να κάμω μιαν ευτζιήν .
Πού να
ρωτήσω γιόκκα μου,
πού να δικλήσω να σε δω, ν' αρπάξω μες στα σιέρκα μου σαν, Παναγιά μου, το Χριστό, γυρεύκω την εικόνα σου που 'πανωθκιό στο στρώμα σου.
Σκοτεινιαστήκαν
τα βουνά,
τες αμαρτίες μολοούν, πλάσμα γυρόν μου εγ γελά τζιαι τα πουλιά μοιρολοούν της μαυροφόρας μας σκλαβκιάς τα αγνοούμενα παιθκιά.
Γυρεύκω τα
σιερούθκια σου,
το στόμα τζείνον το γλυτζύν, ακούω τα τραούθκια σου, κουβέντες μέσα στη ψυσιήν, λόγια που λάλες της χαράς, γινήκαν σκέψεις συφφοράς.
Στες
φυλακές που μάσσιεσαι
εν ξημερώνει το πρωί, ούτ' άθρωπος δε βρέθεται μιαν καλημέραν να σου πει, μα δεν ηξέρω πού κρατείς, αν εις τον κόσμον τούτον ζιείς.
Έλα, χαρώ
σε μάνα μου,
άστρον της νύχτας πριν να βκεις, στον ύπνον παραλάλημα, έλα τζιαι πόψε να με δεις. Έλα τζαι φεύκεις την αυκήν, σαν άνεμος πριν τη βροσσιήν.
Σαν τον
αθθόν της λεμονιάς
που πέφτει τζιαι σκορπίζεται, με τον αέραν που φυσά, στο χώμαν τζι αφανίζεται, σαν κλώνος της πορτοκαλιάς εκόπης τζι έσβησες μεμιάς.
Βκαίνω
τζαι βρέχω τον στενόν,
ποτίζω την βασιλιτζιάν, έσσω μας άμαν πουν' να μπεις, εν' να μυρίσ' η γειτονιά. Θαρκούμαι τζι έρκεσαι τωρά, άκου την πόρτα που φακκά .
Ο πόθος
μου επόλλυνεν
αλώπως έχω συντροφκιάν, θωρώ σε μπαίνεις γιόκκα μου, "ήρτα" φωνάζεις μου "μανά". Μα 'ν' η οσσιά σου στο γιαλόν... ο σσιος του πεύκου στο βουνόν.
Μες στη
φωτογραφίαν σου
εζωντανέψαν τα παλιά, ας ήταν τα ορόματα να 'βκαίνασιν αληθινάo μες στην αγκάλη μου να μπεις, "εγιώ 'μαι, ο γιος σου", να μου πεις.
Μα 'ν' η
οσσιά σου στο γιαλόν...
ο σσιος του πεύκου στο βουνόν... |
Τρίτη 31 Μαρτίου 2015
Μες στην οσσιάν της πεθυμιάς /Άντρια Γαριβάλδη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου