Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Αμμόχωστος και άλλο καημοί: Ποιητική Συλλογή της Αδελαίδας Παπαγεωργίου / 2020

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


     Η πρώτη ποιητική συλλογή της Αδελαίδας Παπαγεωργίου δεν θα μπορούσε παρά να είναι αφιερωμένη στην αγαπημένη της αιχμάλωτη έρημη πόλη την Αμμόχωστο. Και δεν θα μπορούσε να έχει άλλο τίτλο παρά αυτόν με τον οποίο την βάφτισε: Αμμόχωστος και άλλο καημοί. 
      Όπως και η ίδια αναφέρει στο εισαγωγικό της σημείωμα " Νιώθω αδήριτη την ανάγκη να καταθέσω λίγες σελίδες .....στην αγαπημένη μου πόλη Αμμόχωστο, πριν αρχίσουν να ξεθωριάζουν οι μνήμες των παιδικών μου χρόνων" Έτσι εννέα ποιήματα συμπληρώνουν την πρώτη ενότητα της ποιητικής συλλογής σε ένα μικρό αλλά τόσο ουσιαστικό αφιέρωμα στην αλησμόνητη πόλη. 
   Ο ποιητικός της λόγος συναισθηματικά φορτισμένος, μεστός, περιγραφικός δεν σου αφήνει περιθώρια να τον προσπεράσεις, αλλά σε ωθεί σε συνεχείς στάσεις ανάγνωσης, περισσυλογής και περιδιάβασης στις αναμνήσεις της. Ακόμα και στο ποίημα "Μη με μαλώσεις πόλη μου" όπου η φθορά που επιφέρει ο χρόνος στις αναμνήσεις είναι εμφανής, η ποιήτρια ζητά συγνώμη ουσιαστικά από τη πόλη της καθώς γνωρίζει καλά πως "ξένο χώμα και βαρύ επάνω μου θα πέσει" Κι αλήθεια πόση μεγάλη είναι η αγάπη και βαθιά για τούτη την πόλη, όταν το ξένο χώμα δεν είναι παρά μιας άλλης περιοχής της μεγαλονήσου. 
         Οι "άλλοι καημοί" κινούνται στο ίδιο μήκος της ποιητικής συλλογής. Η ποιήτρια ξεδιπλώνεται και απλώνει τους λόγους της σε ένα σχοινί περιμένοντας υπομονετικά "να λάμψει ξανά το φως" Η ζωή της όλη σκάβεται από την ίδια που ως αρχαιολόγος αναζητά αλήθειες, τις "στάχτες" της, μέσα στις "παράξενες μέρες" σε ένα "φιλί" αναλύει "χρησμούς", "διαμαρτύρεται" νιώθει "φόβο" μέσα στις "νυχτερινές περιππόλους", ως ποιήτρια κατανοεί πως κάποιες φορές βρίσκεται σε "απόγνωση" αλλά η ελπίδα που τρέφει πάντα κορυφώνεται στους στίχους "Γράφω τούτους τους στίχους όχι με μελάνι, μα, με αίμα ..." χωρίς ημερομηνία λήξης. 

      Κλείνοντας θα ήθελα να πω, πως η ποιητική συλλογή της Αδελαίδας Παπαγεωργίου μπορεί να είναι και μια ευκαιρία να αισθανθούμε όσο ποτέ άλλοτε και μισό αιώνα περίπου από την αποφράδα εκείνη χρονιά, τον πόνο των ξεριζωμένων αλλά και τους άλλους καημούς τους που δεν είναι παρά πληγές που αφήνουν σημάδια στο κορμί και στην ψυχή των ανθρώπων.


Μεγάλωσα στο Βαρώσι.

Εκείνο το Βαρώσι, των ανεμόμυλων.
Των μυρωμένων πορτοκαλανθών.
Αγάπησα την πλανεύτρα θάλασσά του.
Χώθηκα μες στην άμμο τη χρυσή.
Έζησα τα γλαφυρά μου καλοκαίρια
που έσταζαν αλμύρα.
Κοιμήθηκα στον ίσκιο της πορτοκαλιάς
που φύλαγε το σπίτι.
Έπαιξα κρυφτούλι
μες στα στιλπνά φυλλώματα του ευκαλύπτου
που δέσποζε φρουρός στη γειτονιά.
Οι εποχές μπαινόβγαιναν
κάτω απ’ τον φωτισμένο ουρανό της πόλης μου
με τις μοσχομυρισμένες χαρές της άνοιξης
και του φθινόπωρου την απαλή αγκαλιά.
Εκείνες οι παιδικές μου θύμησες
πέτρωσαν ξαφνικά ένα Αυγουστιάτικο πρωί.
Κρύφτηκαν μέσα σε απόκρυφα λημέρια
και προσμένουν μέχρι να ξυπνήσει
απ’ τον βαθύ της ύπνο η Πόλη μου.
Να ξαναγείρω το κεφάλι μου στα γόνατά της
κι όσα στερήθηκα,
μαζί της να ονειρευτώ....


**

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΠΕΡΙΠΟΛΟΙ

Στις νυχτερινές περιπόλους
άπλωσα μαύρα πανιά.
Μόνη στη σιγαλιά της νύχτας κάθισα
δίπλα στην κοιμισμένη θάλασσα,
που αναδεύεται στα απαλά φιλήματα του αέρα.
Η παρουσία μου μετεωρίστηκε
μες στα μεθυστικά γητέματά της.
Σ’ έρημους τόπους, σε άχρονες στιγμές.
Ακροάστηκα την ψυχή μου βαθιά
στο ανακαλητό της λύπης.
Τον πόνο ξέβρασα
έκανα κομπολόι τα δάκρυα.
Ανάλυσα τις συντεταγμένες πλεύσης μου,
κόντρα στα πρέπει.
Έκτισα το άγαλμα των πόθων μου
και το αίμα έχυσα στη γη
σπονδή στο νέο μου ταξίδι.
Μοναχική τού ποιητή η στράτα,
να ξεδιαλύνει τα ζοφερά του όνειρα.
Τι άλλαξε στη μοναξιά,
κανένας δεν κατάλαβε.
Κανείς δε νοιάστηκε
το χέρι να μου σφίξει.
Αρκέστηκαν μονάχα
σ’ ένα απλό χειροκρότημα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου