Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Η Τριλογία του Νόστου / Άντρια Γαριβάλδη



 χάθηκα
Νύχτωσε πάλι
στον ξένο τόπο,
χάθηκα σέρνο-
ντας τόσο κόπο.
Ύπνος ποτέ πια
δε με παίρνει,
κάποιος ή κάτι
με περιμένει...

έρχομαι
Έρχομαι πάλι
λευκό ακρογιάλι,
ζεστή φωλιά μου
χαρά η καρδιά μου.
Χρόνια σου λείπω
σε ξένο κήπο,
δρόμοι παλιοί μου
πατρίδα, γη μου.

Γυρνώ και πάλι,
λευκό ακρογιάλι,
μια καλημέρα
του πόθου μέρα.

Φιλώ τ΄ αγέρι
της μοίρας ταίρι
κι έρχομαι πίσω
να ξαναζήσω...

Δρόμοι παλιοί μου,
πατρίδα, γη μου,
ήρθα κοντά σου,
πάλι δικιά σου.

πάλι σ' αφήνω
Ήρθε η ώρα
πάλι σ΄ αφήνω
μικρή πατρίδα,
τυραννισμένη.
Στερνή αγκάλη,
μακρύ ταξίδι,
με περιμένουν
στην άλλη γη.

Μια χούφτα χώμα,
δροσιά απ΄ τα σπλάχνα
κέδρινου δάσους,
αυγής πνοή.

Αγριολούλουδα,
κρίνα, λαλέδες
λίγο απ΄ το δυόσμο,
βασιλικό,

χλωρό θυμάρι,
πατρίδα δώσ' μου,
να το κρατήσω
για φυλαχτό...

Δυο τρία κοχύλια,
βράχια πολύχρωμα,
βότσαλα άσπρα
πρασινωπά.

Θάλασσα, αλμύρα,
βαθιά, γαλάζια,
κρύσταλλα κόκκινα
και καφετιά.

Πρόσωπα γνώριμα
αγαπημένα,
σπίτια κατάλευκα,
ζεστός καφές,

ψωμί χωριάτικο,
φωτογραφίες,
γλυκά χαμόγελα,
ήρθα και χτες.

Λίγο απ΄ το δυόσμο σου
κρίνα, λαλέδες,
χλωρό θυμάρι,
βασιλικό.

Ό,τι έχεις δώσ' μου
μικρή πατρίδα,
ό,τι έχεις δώσ' μου
για φυλαχτό.

Κυπριωτάκι / Άντρια Γαριβάλδη




Ήσουν του κάμπου κυπαρίσσι εσύ μικρό
όμως μια μέρα σ' άρπαξε ο σίφουνας τ' Αττίλα ,
και σε ξερίζωσε σαν λούλουδο ξερό
κι άγρια σε πέταξε, σου τσάκισε τα φύλλα.

Αχ, κείν' τα χρόνια πού 'παιζες κρυφτό
στις γειτονιές τις λουλουδάτες, τις μεγάλες,
κάθε σπιτάκι πρόσχαρο, ζεστό,
κούρνιαζε ήρεμο στης γης μας τις αγκάλες.

’λλαξες πρόσωπο, μεγάλωσες πολύ,
τα καλοκαίρια μίκρυναν, ερήμωσαν τ' αλώνια,
πάγωσ' απότομα ο αέρας το πρωί,
τα δέντρα μάραναν, γυμνώσανε τα κλώνια.

Κι έτσι, της Κύπρου προσφυγόπουλο μικρό
έγινες άντρας πια, μεγάλωσες στ' αλήθεια,
να πολεμήσεις ήρθε η ώρα το θεριό,
να γιγαντώσεις τα αθώα σου τα στήθια.

Αντάμωμα / Άντρια Γαριβάλδη



Βρεθήκαμε στην άκρη του πάρκου
εκεί που τα χνάρια των πουλιών ψηλάφιζαν το νωπό χώμα
μετά τη βροχή που κόπασε για λίγα λεπτά.

Η ανάσα γρήγορη
 ρυθμικά έπαλλε στο στήθος
συνοδεύοντας τον ψίθυρο που έσβηνε στα παγωμένα χείλη.

Πίσω απ’ της πόλης τα φώτα π΄άναβαν δειλά
στο φίλημα των νεφών που στεφάνωναν τα γκρίζα κτίρια
μου ’γνεψες να γράψω στο μικρό μπλοκάκι
τις τελευταίες κουβέντες που είχαμε πει σαν προσευχή.

Και η βροχή ξανάρχισε το μέτρημα...

Να ’ταν τ’ αντάμωμα τάχα τυχαίο
ή ο σκοπός που όριζε ν’ αφουγκραστούμε τις καρδιές
μια τέτοια κρύα μέρα του χειμώνα
που η φύση οσφριζόταν την επιφάνεια της γυμνών χεριών
σαν χάιδευαν τον ρυτιδιασμένο κορμό του γέρικου πλατανιού;

Η πόλη ολόσωμη φωτίστηκε
και τα πουλιά κρυφτήκανε στις φυλλωσιές·
ανήσυχη άρχισ’ η βροχή ν’ ακολουθάει τις πατημασιές
ώσπου πια χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απλώθηκε στους ώμους μας το χιόνι.

Έτσι, χωρίς βιασύνη
ρίξαμε πίσω μια στερνή ματιά
κι εκεί το βήμα χάθηκε...
 μέσα στο άγνωστο.

Μια μέρα θα γυρίσω, μου ‘χες πει...



Σκιά του δάσους / Άντρια Γαριβάλδη



Ήρθε κι αυτό το καλοκαίρι
Με τον καλό σκοπό του ταξιδιού
Στον τόπο τούτο τον ηλιοκαμένο. 
Μα η πύρινη φιγούρα της σκιάς του δάσους
Μάτωσε βίαια τις πλαγιές απ' άκρη σ' άκρη
Καταβροχθίζοντας την χλόη
Πεύκα, νυφούλες μυγδαλιές, σχίνα, σπατζιές και τριμιθιές, ασημωμένες αιωνόβιες ελιές
Θυμάρια, ρίγανη και μέντα
Όλα στολίδια του νησιού αρωματικά
Σύμβολα ζωντανά, μοναδικά
Λόφοι πια ολόγυμνοι
Θωπεύουν το λίκνο του τζίτζικα
Της πέρδικας το μονοπάτι 
Του σπουργιτιού τ' ανήσυχο φτεροκόπημα.
Τώρα πια το τοπίο σκοτεινό
Μαύρη καμμένη αγκαλιά από κλαδιά π' επέμειναν να θυμίζουν πως εδώ ζούσε παραδεισένια φύση.
Μικρό πουλί στο ξέφωτο
Έλα και πες μου τον καημό σου...


Άντρια Γαριβάλδη

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Ποιήματα από την εκδήλωση: «100.000 ποιητές για την αλλαγή» που πραγματοποιήθηκε στην Κοινότητα Αυγόρου!!! (7 Οκτ 2018)

Άτιτλο της Εύας Γεωργίου

Έτσι θα περάσει και τούτη η νύχτα
όπως και οι προηγούμενες
χωρίς κουβέντα.
Κανείς δεν έχει να σου πει τίποτα
κι η γη δεν λέει να στεγνώσει
η βροχή δεν σωπαίνει.
Κρύφτηκαν πάλι οι άνθρωποι
τον μαύρο ουρανό φοβήθηκαν.
Ατέρμονες ώρες έξω λογομαχούνε
ποια θα φυγαδεύσει την ανελέητη βροχή,
ποια θα καταλαγιάσει τον θυελλώδη βοριά.
Χορεύουν αδιάκοπα οι αστραπές,
τα πουλιά καταφύγιο ψάχνουν,
τα δένδρα σωριάστηκαν.
Κατάκοπος κι εσύ, σε ένα κλειστό δωμάτιο.
Μάκρυναν πολύ τα γένια σου, κατάλευκα πια.
Βαθιά χαραγμένες στο πρόσωπο οι ρυτίδες,
χρόνια πολλά μαρτυράνε.
Σούφρωσες πάλι τα φρύδια.
Ναι, γιατί αλλιώς σου φάνταζε κάποτε ο ήλιος.
Τώρα, παρηγοριά σου η πρώτη ηλιαχτίδα.
Κάποτε, προσπερνούσες τις ώρες,
και των αλλονών τα χρόνια
πίσω από τα δικά σου έτρεχαν.
Τώρα, πλάι σου η σιωπή.
Πίσω σου, μια χούφτα μονάχα ανθρωπάκια.
Παρών εσύ με μόνιμη διεύθυνση,
κι αυτοί αχαρτογράφητοι στον πλανήτη.

**
ΕΙΡΗΝΗ / Δημήτριος Γκόγκας

Ειρήνη είναι το ποίημα του Ποιητή*
Είναι το πρωινό ξύπνημα της μέρας.
Ο ήλιος που ανατέλλει μαζί μας.
Είναι το μεσημέρι που μας καλεί στο τραπέζι.
Το δείλι που γέρνει ευλαβικά στον ώμο της γης.
Είναι ο μικρός και μεγάλος κύκλος της ζωής.
Είναι η ζωή μας.

Μπροστά ο πόλεμος, η πείνα και η δίψα, μπροστά κι η ερημιά.
Ξωπίσω χρόνος όλοι μας, ξόβεργες που δεν βλαστήσανε
Μοιρασμένοι άνθρωποι, στη χαρά και τη λύπη,
με μια βουκέντρα στο χέρι να χτυπάμε το γέλιο.
Όλοι όμως αντάμα κι η ίδια πεθυμιά,
όλοι αγκαλιασμένοι με το αύριο για το αύριο.  
Αν θες Ειρήνη πρέπει να πολεμήσεις για την Ειρήνη.
Με το ψωμί, με το νερό.
Για το ψωμί και το νερό.
Να, λοιπόν μπροστά μας το πανιασμένο ψωμί.
Μ΄ ένα διαρκή θυμό το αποδιώχνουμε.
Να, δίπλα μας το βρώμικο νερό.
Το νερό που δεν πίνεται, δεν δροσίζει ούτε τα πόδια σου!
Με την ακράτητη οργή το ξεμπροστιάζουμε.

Αν θες την Ειρήνη πρέπει να την προσέχεις.
Όταν κρυώνει και κρυώνει συχνά να την ζεσταίνεις με το χνώτο σου.
Όταν πεινά, να της στρώνεις καθημερινά το τραπέζι.
Εκείνο το τραπέζι που σε κάλεσαν να γευματίσεις.
Όταν διψά, ν΄ αποστραγγίζεις το θολό νερό που δεν πίνεται.
Να της σφουγγίζεις ευγενικά με ευλάβεια τα χείλη.
Όταν αρρωσταίνει, να νιώθεις την ασθένεια μέσα σου,
το πόνο και το δάκρυ της.
Με τη φλόγα και το πνεύμα του οίνου να τη θεραπεύεις.
Να κομματιάζεις τη καρδιά σου, να της θυσιάζεσαι.

Αν θες Ειρήνη να λέγεσαι, πρέπει να γίνεις το Ποίημα του Ποιητή


*Αναφορά στο ποίημα Ειρήνη του Γιάννη Ρίτσου

**

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ / Ανδρόνικος Κατσιαντώνης


Που ήντα χώμαν έπιασες, πηλόν για να ζυμώσεις,
Γιατί Θεέ στα πλάσματα, την λογικήν να δώσεις,
Τζι αντί σαν τ' άλλα τα χτηνά, αρμονικά να ζιούσιν,
Που την αρκήν πασκίζουσιν, να σσιυλλοφαηχούσιν,
Ο κόσμος καταστρέφεται, μα κάτω εν το βάλλου,
Γίνεται πλάσμαν να πουλά, σκλάβον ο ένας τ' άλλου,
Καμπόσα γρόνια μάχουνται, την γήν κατατρυπούσιν,
Τζιαι όπως τους βρυκόλακες, που μέσα της ρουφούσιν,
Αέραν, χώμαν τζιαι νερόν, ούλλα τζι αν τα μολύνουν,
Έχουσιν έννοια μανιχά, τα κέρτη να πολλύνουν,
Τα δέντρα λλιανίσκουσιν, που κρούζουσιν τα δάση,
Σαν το κρανίον έν η γη, που πάει να κκελλιάσει,
Οι λλίοι έχουν τα πολλά, τζιαι οι πολλοί καθόλου,
Τζιαι ούλλοι σουρουσούϊλα, πάμεν κατα θκιαόλου,
Έτσι πλανήτην πού 'καμες, τα πλάσματα να ζιούσιν,
Κιάρεις τα τζι αφήννεις τα, Θεέ μου να χαθούσιν,
Το μυάλον σου αμάρτημαν, αν πούν να σε δικάσουν,
Εν η ριτζιά στα πλάσματα, π' άφηκες να σου μοιάσουν,
Τζιαι θα σου κόφκασιν ποινήν, μες το τζιελλίν να μείνεις,
Που γίνουνται οι πόλεμοι, στ' όνομαν της ειρήνης...

**

ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗ ΓΗ / Ελευθερία Κούβαρου- Τρισόκκα

Όπου πλάσκετε ναν κράτος, Νήσος τζι΄ ήπειρος στη Γην
όπλα να ΄χαν την Ειρήνην
έθθα σιεν φωθκιές καμίνιν
Τζι΄ ουτ΄αγιάτρευτην πληγήν.

Αντί σφαίρες τζιαι παρούτιν, θάνατος τζιαι ματζιελιών,
να κρατούσαν εις τα σιέρκα,
όι ππάλες τζιαι μασιέρκα
κλώνους τζιαι κλαδκιά ελιών.

Χριστιανοί, Τούρτζιοι τζιαι μαύροι, τζιήτρινοι τζι΄ Οθωμανοί,
η ττουλούμπα να τυλίξει,
τους πολέμους να τους ρίξει,
μες στο χάος τζιαί κανεί.

Απ΄ Ανατολήν ως Δύσην, τζι΄ απού Νότον ως Βορκάν,
ας φυλάξουν την Ειρήνην,
τζιαι ανέτζιειστη να μείνει
στη δική τους την μερκάν.

Τζι' όσοι ζιείτε σαν πασάες, τζι΄ άρκοντες τούντον τζιαιρόν,
μην αρπάσσετε ακόμα,
τζιαι που του φτωχού το στόμαν,
το ψουμίν τζιαι το νερόν.

Όπως το νερό που τρέσιει, τρεξιμιόν που μιαν πηγή,
στον πλανήτη να τζιυλίσει,
μες το κόσμο να σκορπίσει,
την Ειρήνη πας τη Γην.

**

Αγάπη τζιαι ειρήνη / Θεογνωσία Κούβαρου Μιχαηλά

Θεέ μου πέψε τη χαρά στην γην να βασιλέψει
τζιαι το κακόν που κυβερνά να λείψει, να στερέψει.

Το κλαθε πλάσμαν μανιχά να ζιει για την ειρήνη,
πόλεμος, μίσος, βάσανα, στο παρελθόν να μείνει.

Να ' ρτουν καλύττερες στιγμές, να δκιόξουσειν τον πόνον,
τζι΄ ο κόσμος ούλος να περνά με την αγάπην μόνον.

Να μεν υπάρχουν πλάσματα φτωχά τζιαι πεινασμένα,
να λείψουν πιον τα ορφανά τζιαι τα ξεσπιτωμένα.

Τζι΄η Κύπρος η πολύπαθη η πολλοφατζιημένη
να ξανανοίξει τα φτερά να μεννεν λυπημένη.

Να ΄ρτει μια μέσα στο νησίν πουν να κτυπούν καμπάνες
τζιαι να ξαναγελάσουσειν τζι΄οι πικραμένες μάνες.

Να ζιουν τουρκάλες τζιαι ρωμιές με τον σκοπόν ναν έναν,
να μεν υπάρχει διχασμός τζιαι πρόβλημαν κανέναν.

Βορκάς τζιαι νότος να'  μαστειν ούλοι μας ενωμένοι,
πάλε να ξαναζήσουμεν σαν πρωτ΄ αγαπημένοι.

Τζι΄ αφού η γη εν στροντιυλή καπάλιν τζιαι γυρίζει,
κάθε καντούνιν τζιαι γωνιά Ειρήνην να μυρίζει. 

**

ΕΛΑ ΕΙΡΗΝΗ/ Ελένη Τυρίμου

Τώρα, διψάσατε πολύ
στις χούφτες
κρατάμε την ψυχή μας,
όσα- όσα πουλάνε
τα φτωχά, ταπεινά όνειρά μας
ανελέητα μαδούν, σκορπούν
την ζωή μας
Τώρα λιτό γλυκό ψωμί
στο τραπέζι
το όνομά σου ΕΙΡΗΝΗ
γενιές το φωνάζουν με αχαλίνωτο πόθο.
Εστί δίχως σύνορα, χρώμα
γίνε ο κρίκος γης, ουρανού
γίνε άσβηστη γραφή
κάτω στο χώμα.
Έλα Ειρήνη, μες στη ξαγρυπνία μας
που μονάχα τα λυσσασμένα σκυλιά ουρλιάζουν
και η ματωμένη Αυγή, μετρά τους νεκρούς
μαζί με το μοιρολόι της περήφανης Μάνας.
Δάση τα χέρια, κοπάδια οι νεκροί
θα αδράξουν θάλασσες, κάμπους, βουνά
καταφύγιο οι μνήμες,
χαμένες πατρίδες, σελίδες γραμμένες με αίμα.
Κάθε αστέρι το όνομά σου να λάμπει
το φεγγάρι κύκλο να κάνει την δική σου σφραγίδα!
εσύ άσβεστη δάδα
κάθε πατρίδας.
Έλα ΕΙΡΗΝΗ προαιώνιος πόθος
πληγές να γιατρέψεις
ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ εσύ ας βασιλέψεις. 

**

ΕΛΑ ΕΙΡΗΝΗ/ Ελένη Τυρίμου

Τώρα, διψάσατε πολύ
στις χούφτες
κρατάμε την ψυχή μας,
όσα- όσα πουλάνε
τα φτωχά, ταπεινά όνειρά μας
ανελέητα μαδούν, σκορπούν
την ζωή μας
Τώρα λιτό γλυκό ψωμί
στο τραπέζι
το όνομά σου ΕΙΡΗΝΗ
γενιές το φωνάζουν με αχαλίνωτο πόθο.
Εστί δίχως σύνορα, χρώμα
γίνε ο κρίκος γης, ουρανού
γίνε άσβηστη γραφή
κάτω στο χώμα.
Έλα Ειρήνη, μες στη ξαγρυπνία μας
που μονάχα τα λυσσασμένα σκυλιά ουρλιάζουν
και η ματωμένη Αυγή, μετρά τους νεκρούς
μαζί με το μοιρολόι της περήφανης Μάνας.
Δάση τα χέρια, κοπάδια οι νεκροί
θα αδράξουν θάλασσες, κάμπους, βουνά
καταφύγιο οι μνήμες,
χαμένες πατρίδες, σελίδες γραμμένες με αίμα.
Κάθε αστέρι το όνομά σου να λάμπει
το φεγγάρι κύκλο να κάνει την δική σου σφραγίδα!
εσύ άσβεστη δάδα
κάθε πατρίδας.
Έλα ΕΙΡΗΝΗ προαιώνιος πόθος
πληγές να γιατρέψεις
ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ εσύ ας βασιλέψεις. 

ΤΩΡΑ / Ανδρέου Ειρήνη


Η πιο όμορφη μέρα η πιο όμορφη ώρα είναι το ΤΩΡΑ
κάνε ένα σάλτο από τον πάτο, στου ήλιου τη χώρα.
Τρύγα το μέλι της πιες το κρασί της να ζαλιστείς
τα χέρια άπλωσε τον κόσμο αγκάλιασε θεός κι εσύ.
Κι αν κάποια ρόδα έχουν αγκάθια μην φοβηθείς
χαρά και πόνος γέλιο και κλάμα ειν' της ζωής.
Κόσμος πεθαίνει, κόσμος γενιέται, η γης αλλάζει.
Το μόνο σίγουρο είναι το ΤΩΡΑ και σου φωνάζει.
Μην πεις ποτέ σου πως όλα τέλειωσαν σαν ανασαίνεις
σε μια στιγμούλα μπορείς να κλείσεις χίλιους αιώνες
Το ΤΩΡΑ άρπαξε γερά κράτησε το και δες τον ήλιο .
Κι αν βασιλεύει , ζησ' την μαγεία , κάνε τον φίλο.
Την άλλη μέρα ξανά θ΄ανατείλει και να' σαι εκεί
όσα δεν έζησες να σου χαρίσει , γιατρός στην πληγή.
Μόνο το ΤΩΡΑ μην σου ξεφύγει, τα πάντα ειν' αυτό .
Όλη η ζωή μας στιγμές του ΤΩΡΑ, ζωή Σ ΑΓΑΠΩΩΩΩΩΩΩ!!!

[Με σκουριασμένα κλειδιά] / Πηλαβάκη Δέσπω

Με σκουριασμένα κλειδιά
προσπαθούσε για χρόνια
ν ανοίξει της ζωής την πόρτα
Έκρυβε στην καρδιά της ελπίδας
τα στοιχειωμένα βράδια
της μοναξιάς
και τα ξεθωριασμένα όνειρα
Αγόραζε ακριβά το ψεύτικο γελιο
και σκεπάζοντας μ αυτό
τη δυστυχία
ξεγελούσε τους τυφλούς ανοικτομάτηδες
Μονάχος εκίνησε για ταξιδι μακρύ
με ξεσκισμένα τα στήθεια
κι ένα μαύρο κενό
στο μέρος της καρδιάς
και προχωρά ανάμεσα
σε σκοτεινές ατραπούς
Και δρασκελά τα βουνά
του πόνου
και τρέφεται με πικροδάφνες
μα δέν βρίσκει ηρεμία
να ξεδιψάσει τη ψυχή
Τώρα κουρασμένος βλέπει το τέρμα
και βιάζεται να φτάσει
προτού πέσουν τ αστέρια
στη θάλασσα
Επιθυμία στερνή
Το σκοτάδι να σκεπάσει
τη θύμηση του
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ / Ανδρόνικος Κατσιαντώνης


Που ήντα χώμαν έπιασες, πηλόν για να ζυμώσεις,
Γιατί Θεέ στα πλάσματα, την λογικήν να δώσεις,
Τζι αντί σαν τ' άλλα τα χτηνά, αρμονικά να ζιούσιν,
Που την αρκήν πασκίζουσιν, να σσιυλλοφαηχούσιν,
Ο κόσμος καταστρέφεται, μα κάτω εν το βάλλου,
Γίνεται πλάσμαν να πουλά, σκλάβον ο ένας τ' άλλου,
Καμπόσα γρόνια μάχουνται, την γήν κατατρυπούσιν,
Τζιαι όπως τους βρυκόλακες, που μέσα της ρουφούσιν,
Αέραν, χώμαν τζιαι νερόν, ούλλα τζι αν τα μολύνουν,
Έχουσιν έννοια μανιχά, τα κέρτη να πολλύνουν,
Τα δέντρα λλιανίσκουσιν, που κρούζουσιν τα δάση,
Σαν το κρανίον έν η γη, που πάει να κκελλιάσει,
Οι λλίοι έχουν τα πολλά, τζιαι οι πολλοί καθόλου,
Τζιαι ούλλοι σουρουσούϊλα, πάμεν κατα θκιαόλου,
Έτσι πλανήτην πού 'καμες, τα πλάσματα να ζιούσιν,
Κιάρεις τα τζι αφήννεις τα, Θεέ μου να χαθούσιν,
Το μυάλον σου αμάρτημαν, αν πούν να σε δικάσουν,
Εν η ριτζιά στα πλάσματα, π' άφηκες να σου μοιάσουν,
Τζιαι θα σου κόφκασιν ποινήν, μες το τζιελλίν να μείνεις,
Που γίνουνται οι πόλεμοι, στ' όνομαν της ειρήνης...

ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗ ΓΗ / Ελευθερία Κούβαρου- Τρισόκκα

Όπου πλάσκετε ναν κράτος, Νήσος τζι΄ ήπειρος στη Γην
όπλα να ΄χαν την Ειρήνην
έθθα σιεν φωθκιές καμίνιν
Τζι΄ ουτ΄αγιάτρευτην πληγήν.

Αντί σφαίρες τζιαι παρούτιν, θάνατος τζιαι ματζιελιών, 
να κρατούσαν εις τα σιέρκα,
όι ππάλες τζιαι μασιέρκα
κλώνους τζιαι κλαδκιά ελιών. 

Χριστιανοί, Τούρτζιοι τζιαι μαύροι, τζιήτρινοι τζι΄ Οθωμανοί, 
η ττουλούμπα να τυλίξει, 
τους πολέμους να τους ρίξει, 
μες στο χάος τζιαί κανεί. 

Απ΄ Ανατολήν ως Δύσην, τζι΄ απού Νότον ως Βορκάν, 
ας φυλάξουν την Ειρήνην, 
τζιαι ανέτζιειστη να μείνει
στη δική τους την μερκάν. 

Τζι' όσοι ζιείτε σαν πασάες, τζι΄ άρκοντες τούντον τζιαιρόν,
μην αρπάσσετε ακόμα, 
τζιαι που του φτωχού το στόμαν, 
το ψουμίν τζιαι το νερόν. 

Όπως το νερό που τρέσιει, τρεξιμιόν που μιαν πηγή,
στον πλανήτη να τζιυλίσει, 
μες το κόσμο να σκορπίσει, 
την Ειρήνη πας τη Γην.

Αγάπη τζιαι ειρήνη / Θεογνωσία Κούβαρου Μιχαηλά

Θεέ μου πέψε τη χαρά στην γην να βασιλέψει
τζιαι το κακόν που κυβερνά να λείψει, να στερέψει. 

Το κλαθε πλάσμαν μανιχά να ζιει για την ειρήνη, 
πόλεμος, μίσος, βάσανα, στο παρελθόν να μείνει. 

Να ' ρτουν καλύττερες στιγμές, να δκιόξουσειν τον πόνον, 
τζι΄ ο κόσμος ούλος να περνά με την αγάπην μόνον. 

Να μεν υπάρχουν πλάσματα φτωχά τζιαι πεινασμένα, 
να λείψουν πιον τα ορφανά τζιαι τα ξεσπιτωμένα. 

Τζι΄η Κύπρος η πολύπαθη η πολλοφατζιημένη
να ξανανοίξει τα φτερά να μεννεν λυπημένη. 

Να ΄ρτει μια μέσα στο νησίν πουν να κτυπούν καμπάνες 
τζιαι να ξαναγελάσουσειν τζι΄οι πικραμένες μάνες.

Να ζιουν τουρκάλες τζιαι ρωμιές με τον σκοπόν ναν έναν, 
να μεν υπάρχει διχασμός τζιαι πρόβλημαν κανέναν. 

Βορκάς τζιαι νότος να'  μαστειν ούλοι μας ενωμένοι, 
πάλε να ξαναζήσουμεν σαν πρωτ΄ αγαπημένοι. 

Τζι΄ αφού η γη εν στροντιυλή καπάλιν τζιαι γυρίζει, 
κάθε καντούνιν τζιαι γωνιά Ειρήνην να μυρίζει. 

Οκτώβριος 2018

Το ποίημα αναγνώστηκε στην εκδήλωση: 100.000 χιλιάδες ποιητές για την αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στην Κοινότητα Αυγόρου στις 7 Οκτ 2018. 

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ / Άντρια Γαριβάλδη




Τα βράδυα,
Σαν χαμηλώνουνε τα φώτα
Και τα πουλιά κουρνιάζουν πιο βαθιά στης μοναξιάς τους τη φωλιά
Η σκέψη δραπετεύει ορμώντας στου μυαλού τα μονοπάτια
Κάποιων ψυχών
π' αγάπησαν το φως
τα βήματα ακολουθώντας
Και κείνα των μικρών αγγέλων που τα όνειρα  με συνοδεία κουβαλούν
Στους κύκλους που αντανακλά η σελήνη
στ' ουρανού το θόλο.

Εκεί επάνω στ' άστρα τα τρεμάμενα
Πλανιέται ένα δροσόβρεχτο
Των στεναγμών
και των δακρύων ανθοπέταλο
Που απ' της καρδιάς το δισκοπότηρο φτερούγισε. 

Επιστρέφω / Άντρια Γαριβάλδη



Στους 16 ήρωες του 'Νίκη-4'

Επιστρέφω...
Τίποτα πια δεν με σταματά
Ούτε τ' αεροσκάφους τα συντρίμια
που η μοίρα το σημάδεψε με βόλι φίλιο
Κι ανύποπτα το φύτεψε σε χώμα ελληνικό
Ούτε η άγραφη ιστορία
που άφησε σελίδα αδειανή στο ημερολόγιο του ήρωα πιλότου
Κάποιοι δεν γνώρισαν ακόμα της θυσίας το σταυρό
Τη λεβεντιά δεν είδανε που υψώθηκε λιβανισμένη στους αιθέρες
ζητώντας μια άκρη γης να ξαποστάσει
Μα εγώ...
επιστρέφω αγέροχος, τιμημένος
τ' ορφανεμένο σπίτι μου να δω ξανά
Κι ανάλαφρα η ψυχή μου να πετάξει πέρα δώθε
Πότε στο μυρωμένο τύμβο της Μακεδονίτισσας
Και πότε στων δικών μου την αγκάλη που μούλειψε χρόνους πικρούς σαρανταδυό.
Επιστρέφω...
αλίγυστος σημαιοφορεμένος
των αδερφιών μου το καντήλι να φωτίσω.



Άντρια Γαριβάλδη
Σεπτέμβριος 2016

Εδώ Σαλαμίνα / Άντρια Γαριβάλδη

 Ήρθε φθινόπωρο,
οδεύουμε προς το χειμώνα.
Τα μάρμαρα,
σκεπασμένα με τη στάχτη των καμένων
  σπιτιών μας
βυθίζονται όλο και πιο πολύ στη γη.
Οι πέτρες,
 
φθαρμένες απ' τ' άρβυλα των κουρσάρων
ατενίζουν τον ξεφλουδισμένο ουρανό αναστενάζοντας.
 
Το αμφιθέατρο , λεηλατημένο και βουβό
δεν μας χωράει πλέον.
  
Η Αντιγόνη θρηνεί σκυφτή στο χώμα
μην έχοντας πού να θάψει το νεκρό αδερφό, τον Πολυνείκη.
Τα χέρια λύνονται
ανήμπορα να σηκώσουν το σταυρό.
Λυγίζει το τσεκουριασμένο κορμί της πατρίδας
 
στ' ατέλειωτο ανηφόρι στη ράχη του Πενταδάκτυλου.
Έρχεται μπόρα...
βιαστείτε.