Βρεθήκαμε στην
άκρη του πάρκου
εκεί που τα χνάρια των πουλιών ψηλάφιζαν το νωπό χώμα
μετά τη βροχή που
κόπασε για λίγα λεπτά.
Η ανάσα γρήγορη
ρυθμικά έπαλλε στο στήθος
συνοδεύοντας τον
ψίθυρο που έσβηνε στα παγωμένα χείλη.
Πίσω απ’ της
πόλης τα φώτα π΄άναβαν δειλά
στο φίλημα των νεφών που στεφάνωναν τα γκρίζα κτίρια
μου ’γνεψες να
γράψω στο μικρό μπλοκάκι
τις τελευταίες κουβέντες που είχαμε πει σαν προσευχή.
Και η βροχή
ξανάρχισε το μέτρημα...
Να ’ταν τ’ αντάμωμα
τάχα τυχαίο
ή ο σκοπός που όριζε ν’ αφουγκραστούμε τις καρδιές
μια τέτοια κρύα
μέρα του χειμώνα
που η φύση οσφριζόταν την επιφάνεια της γυμνών χεριών
σαν χάιδευαν τον
ρυτιδιασμένο κορμό του γέρικου πλατανιού;
Η πόλη ολόσωμη
φωτίστηκε
και τα πουλιά κρυφτήκανε στις φυλλωσιές·
ανήσυχη άρχισ’ η
βροχή ν’ ακολουθάει τις πατημασιές
ώσπου πια χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απλώθηκε στους
ώμους μας το χιόνι.
Έτσι, χωρίς
βιασύνη
ρίξαμε πίσω μια στερνή ματιά
κι εκεί το βήμα
χάθηκε...
μέσα στο άγνωστο.
Μια μέρα θα
γυρίσω, μου ‘χες πει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου