Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Κυπρένια: Ποιητική Συλλογή της Άντριας Γαριβάλδη που εκδόθηκε το έτος 2001


Κυπριένια


Κόρη θλιμμένη
με τ' ανέκφραστο χαμόγελο,
κόρη της Αφροδίτης
χαμηλοβλεπούσα,
με τα μακριά πλοκάμια των μαλλιών,
τα γαλανόξανθα,
που δέρνουνε το πέλαγο
και στεφανώνουν τ' ονειρένιο πρόσωπό σου
Αροδαφνούσα.
Κόρη με το σφιχτό παλμό
και τη γλυκιά μορφή τ' αγγέλου,
μοιάζει αβάσταχτος
στο λήθαργο ο πόνος σου,
χλωμή εικόνα Παναγιάς
κερένια.

Κρατήσου
λαβωμένη καλλονή
μην απελπίζεσαι
και τα παιδιά σου
θα γυρίσουν πάλι,

έρχεται ο γιος του ήλιου
να σε βρει
να σου χαρίσει τα κλειδιά
της λευτεριάς,
τα ζαφειρένια...

**
Μέρα κατοχής

Είκοσι Ιούλη , μέρα φοβερή,
άδοξη ώρα που 'γινες χολή,
κλεμμένη εικόνα, σπασμένο γυαλί,
κόσμος ακόμα σκληρός σαν καρφί.
Είκοσι Ιούλη, μέρα τρομερή
μισή ψυχή, μισή φωλιά η γη,
δίχως τον άντρα, χαμένο παιδί,
είκοσι πίκρες θωρείς σκυθρωπή.

Σφίγγεις στα χέρια την τόση ντροπή,
άδεια γωνιά, μισή καρδιά κι αυτή
σε ξένους δρόμους πλανιέσαι σκυφτή,
σέρνεις θυσίες κι αιμορραγείς.

Πέτα τη ματωμένη σου ποδιά,
χρωστάς λίγο αέρα στα πουλιά,
μια φούχτα χώμα στα μικρά παιδιά,
τα χείλη ας φωνάξουν λευτεριά.

**

Αυτοί που έφυγαν
Στους αγνοούμενους της Κύπρου

Έφυγαν, χάθηκαν
άπειροι νιοι
και μεστωμένοι θεριστάδες
που το ντουφέκι έτρεμε
στα πυρωμένα τους χέρια.
Ορφάνεψε ο τόπος μας
από πατέρες και μοναχογιούς.
Βαθιά κοιμόνταν τα νεογέννητα
κείνο το χάραμα του άδοξου Αλωνάρη,
μα των μεγάλων τα παράθυρα της όρασης
σαν από καύσωνα σπαρτά καμένα
μαραθήκανε
απ' το ξενύχτι, περιμένοντας.

'Aστραψε κάποτε η αυγή
στου μαχαιριού την κόψη
κει που μας θέριζαν τα τανκς
κι άπλωσε η μέρα οργισμένη
την απορία ατέλειωτη
στις πονεμένες μορφές τους.

Χάιδεψε τ' άγουρα μάγουλα δειλά
κείνο το ξύπνημα,
κατακαλόκαιρο του '74.

Γεμάτα τα καράβια ήρθαν
στρατιώτες ξένους φορτωμένα,
αρματωμένους για σφαγή.
Γεμάτα πάλι ξανάφυγαν
με δικούς μας, αιχμαλώτους.

Πού να τους πήγαιναν;

Ανήσυχα εμείς την αγωνία τρέφαμε,
μουστακωμένους να τους δούμε να γυρίσουν
περιμέναμε την άνοιξη .
Αργότερα, θαρρούσαμε
πως θ' αντικρίζαμε τον ήλιο μελαψό στα μέτωπά τους.
Κι ύστερα, το φθινόπωρο
η πιο στερνή ελπίδα σπίθιζε τρεμοσβήνοντας
ανάμεσα στ' αστέρια.
Μ' αυτοί αμίλητοι,
από ψηλά φρουρούσανε
τη μοιρασμένη μας πατρίδα!

Σήμερα πάλι ξύπνησε εφιαλτικότερη η ζωή
μπροστά στο ξεβαμμένο παραθύρι μας.
Η παγωμένη ώρα του καιρού
νοσταλγικά ζωντάνεψε τις καδρωμένες φωτογραφίες
μπρος στην οθόνη της κουρασμένης μνήμης.

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα;
Στα καταναγκαστικά έργα του αιώνα τι γυρεύετε;
Ποιες άχαρες στιγμές,
ποιες αμαρτίες σάς κρατούν στο σκοτάδι μόνους;

Κι εσένα Μιχάλη ,
ποιος θα σε χαιρετήσει
τώρα που σε φωνάζουνε Μεχμέτ;
Της μάνας το μήνυμα ποιος θα σου δώσει;
Τι θες να πούμε στο μωρό που μεγαλώνει,
στο πονεμένο παιδί
που τον πατέρα ονειρεύεται
κάθε βραδιά;

Πώς να σας κλάψουμε παιδιά μας;
Τον άδικο χαμό πώς να θρηνήσουμε,
που έσβησε η ζωή στο πέρασμα των χρόνων;
Ποιους τάφους πρέπει να στολίσουμε;
Σε ποιους βωμούς να στείλουμε θυμίαμα;
Ζείτε;
Ή σταυρό πρέπει να στήσουμε τάχα;

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα,
στα καταναγκαστικά έργα του Εικοστού αιώνα
τι γυρεύετε;

Εσείς που φύγατε
άπειροι νιοι ...
και μεστωμένοι θεριστάδες,
η πιο ιερή ανάμνηση της πατρίδας,
ζήσατε κάποτε για μας...
και ζείτε!

**
Πόθος

Έτρεξε η μνήμη μακριά
κει που το χώμα πρωτο-
φίλησε και γεύτηκε,
μα ήρθε ο πόνος να τη σταματήσει.
Τραγούδησε τον ήχο στον παλιό ρυθμό...
τόσο γλυκό, τόσο γλυκό είναι τ' όνειρο!

Να 'μενε κει για λίγο, να 'βρισκε δυο γιασεμιά
σαν τα δικά της που μαράθηκαν στα ξένα,
να της κρατούσαν συντροφιά...

Το μονοπάτι γνώριμο, δεν άλλαξε,
αμέτρητες χαρές που το στολίζαν κάποτε,
νιώθει όμως τώρα άγνωστες σκιές
πίσω απ΄ τα δέντρα να παραμονεύουν.

Είναι πολλές οι θύμισες, είναι κραυγές,
παλιές ζωές π' ακόμα αναπνέουν.
Το σπίτι, τα λουλούδια στην αυλή,
φυλακισμένα, άδεια, σιωπηλά,
κουβέντες παιδικές γυρεύουν.
Κράτα τα, κράτα τα βαθιά,
μην τα προδώσεις.

Περπάτησε το μονοπάτι στα μισά
μα ξαφνικά συννέφιασε το βλέμμα
κι ήρθε βροχή και θόλωσ' η ψυχή.

Έπεσε, φίλησε τη γη
και σμίξανε μ' ευλάβεια
τα χέρια με το χώμα.

Σαν έγειρε η μέρα στη στροφή
χάθηκαν όλα, τέλειωσε και τ' όνειρο,
έσβησε ο πόθος κι έμεινε
η πίκρα!

**

Το παλιό σχολειό

Στους παλιούς συμμαθητές
του Β' Γυμνασίου Μόρφου
Ήρθα ξανά
στα σκαλοπάτια σου μπροστά
και μπήκα στο διάδρομο, το βορινό, αλαφροπατώντας,
στις πόρτες φαίνονταν ακόμα χαραγμένα
αποτυπώματα εφηβικών ονείρων,
είδα στους τοίχους τις μισοσβησμένες λέξεις της αγάπης
και μέσ' απ' τα τεράστια παράθυρα να σαλεύουν
φιγούρες των παλιών συμμαθητών.
Είδα τη βρύση που έβρεχε
τα μέτωπά μας τα καυτά τα μεσημέρια
κι άκουσα τη φωνή του τζίτζικα
μες στα φυλλώματα της ακακίας.
Τη γνώριμη αυλή σεργιάνισα με τα ψηλά τα κυπαρίσσια,
και τις κρυφές γωνιές
που ίσκιωναν την τρίφυλλη καρδιά τ' αηδονιού.

Στην αίθουσα καθηγητών
όλοι παρόντες,
ετοίμαζε το λόγο της Πρώτης τ' Απρίλη
ο κύριος Γυμνασιάρχης,
κι ο γέροντας ο κουδουνάς
με τη βαριά του την κουδούνα
έκοβε βόλτες πάνω κάτω.

Ήρθα ξανά
στο χώρο της συγκέντρωσής μας
κι απάγγελνε η μαθήτρια με το γαλάζιο γιακαδάκι
"καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ' ένας αέρας..."
και τα μαλλιά ανεμίζανε στην αύρα.

Απομεσήμερο,
και το κουδούνι χτύπησε για χωρισμό,
έξω απ΄ το κάγκελο αράδα κάθονται τα μαθητούδια
κουβέντα κάνοντας για το παιγνίδι
και για τη μελέτη,
στη στάση του λεωφορείου γνέφοντας
μπροστά στο Δεύτερο Γυμνάσιο Μόρφου ,
κάτ' απ΄ το βλέμμα του Λουκή Ακρίτα .

**

Από τη Μόρφου στη Μελβούρνη

Από τη Μόρφου ήρθε ένα γράμμα,
γραμμένο με μελάνι που μυρίζει ανθό και θάλασσα...
Πόλη μικρή, νύφη παρθένα,
πρωτοβγαλμένη,
στα χέρια βάρβαρων,
παρασυρμένη και ξεβαμμένη.

Οργή σε ζώνει
και σου ξεσκίζει τα νυφικά,
καημός σε ψήνει
σαν πυρετός και ψυχής γροθιά.

Μες στα στενά σου
δεκαεξάχρονοι χάθηκαν φίλοι,
στο κλήμα λιώνει,
σαν το μαράζι σου,
το ζαχαρένιο γλυκό σταφύλι.

Ο δρόμος ίσιος,
περνά μπροστά απ' τον 'Aη-Γιώρκη ,
μικρά κεράκια, σβησμένα αστέρια,
σαν κούφιοι κόκκοι.

Φονιάδες μαύροι
παραμονεύουν κάθε καντούνι
και δραπετεύουν
σαν εφιάλτες μες στη Μελβούρνη.

Καινούργια όνειρα
σ' άλλο μπαλκόνι,
ένας αιώνας κι ένας κυκλώνας
σε περιζώνει.

Ένα περβόλι
και μια ιστορία που ζωγραφίζει
τη φύση όλη
και τη ζωή σου την ξεφυλλίζει.

Μιας άλλης χώρας
μαντήλι άσπρο τώρα κουνάς,
και σεργιανίζεις μες στη Σουάνστον
κι όπως γερνάς...

γράφεις στο δρόμο τα περασμένα
και προσπερνάς-
"συ ξένη πόλη παρηγορήτρα,
δε με κρατάς".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου