Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

ΑΡΓΟΠΟΡΗΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ ΘΕΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ / Κυριάκου Νεοκλής


Κάθε μέρα κολυμπώ με τις γοργόνες
Και στα δίχτυα τους σαν χέλυ θα πιαστώ
Κάθε μέρα συντροφιά με τις κολόνες
Και μια νύμφη των νερών θα ονειρευτώ
Αχ την Ήρα μια φορά κι εγώ να της γελάσω
Και στον Όλυμπο ν΄ανέβω σαν θεός
Μες το νέκταρ να δροσίσω τα δυο χείλη
Και να πιω απ΄το κρασί το δυνατό
Ύστερις στη γης θε να κατέβω
Μ΄ένα βήμα ανάλαφρο σαν τον Ερμή
Ποιος θα καταλάβει πως στις φτέρνες
Δεν έχω φτερά μα ανθρώπου μυς
Θα μεταμορφώνομαι σαν Δίας
Μια θα είμαι κύκνος κι ύστερις βοός
Το ανάστημα θα πάρω
Θα πηδώ αβέρτα σαν θεός
Ας με κυνηγανε τότες οι ερινύες
Να με πιάσουν θάναι δύσκολο πολύ
Γιατί θάχω του θεού τη γρηγοράδα
Και του Δία του υπέρλαμπρου τους μυς....

ΖΩΓΡΑΦΙΣΑ ΤΟ ΦΩΣ


Μ' είχες τρομάξει σκοτεινιά να ζεις ψυχή μου μόνη
κι έτσι ζωγράφισα το φως σ' ένα λευκό χαρτόνι!
Ζωγράφισα την ξαστεριά, τον ήλιο, τα λουλούδια
και της ψυχής την λευτεριά να τραγουδά τραγούδια!
Μια ζωγραφιά και μια πνοή, αγάπη, πίστη, θάρρος
αυτά για μένα στη ζωή για πάντα θα' ναι φάρος!
Ένα ολόλευκο χαρτί με θάρρος είχα βάψει
τους φόβους που' χα στην καρδιά βαθιά τους είχα θάψει!
Χριστοδούλου Θάλεια

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Η ύβρης / Πολυκάρπου Ανδρέας




Δεν είναι το φύσημα του αέρα
αυτό που νιώθω στα φτερά μου.
Ούτε τα κεντημένα βλέπω βουνά
της οροσειράς των ονείρων.

Η πόρτα της φυλακής μου
δεν έχει φωτεινή χαραμάδα.
Τα φτερά που είχα κάποτε χάθηκαν
όπως σκορπά ο άνεμος τα σύννεφα.

Σε καλοκαιρινούς ουρανούς
δεν έχω ταξιδέψει.
Αποδημητικό ερπετό που σέρνεται στο χώμα
με το σώμα του ματωμένο.

Κάποτε η ανάγκη της ζωής
μού όρισε δύο κέρινες μεμβράνες.
Σφραγισμένα επάνω τους τα όνειρα μου.
Τα βούλιαξε ο Φαέθων.

Ανέβηκα ψηλά, πέρα απ’ το φως.
Τα θεία δεν συγχώρεσαν την ύβρη.
Η λύρα του Απόλλωνα
συνόδευε την πτώση μου.

Στη γεωμετρική αρίθμηση της ζωής
παραμένω μια άβουλη μάζα.
Η ματαίωση του ταξιδιού
αγχόνη για μένα είναι.

Μετέπειτα... σκέψεις / Παρασκευά Ιφιγένεια


 
Ίσως άργησα πολύ να στο εκφράσω

Ίσως ήμουν ασυνεπής

Συγχώρεσε με

Είσαι πάντα στο μυαλό μου

Αυτό δεν θα φύγει ποτέ

Το κενό σου

Το χαμόγελο σου που φώτιζε το χώρο

Και την καρδιά μου

Σε στενοχώρησα ή σε αδίκησα

Πες μου

Θέλω να ξέρω

 

Πόση δύναμη είχες

Εξακολουθείς να έχεις

Κλειστά μάτια

Κι όμως εκπέμπουν φως

Ελπίδα

Ένα άσβεστο πόθο για ζωή

Μου χάρισες τα απόκρυφα

Αυτά που δεν λέγονται

Κι όμως γεμίζουν την ύπαρξή μου

 

Μια μυστική συμφωνία

Μαζί σου

Κληρονομιά σπάνιας αξίας

Κανείς δεν το γνωρίζει

Μόνο εμείς οι δυο

Μου άπλωσες τα χέρια

Και σε άγγιξα τρυφερά

Ποτέ δεν θα σβήσει από τη μνήμη

Αυτή η αίσθηση

Αυτή η εικόνα

 

Η απώλεια σου

Παντοτινή

Πονάει

Και στα βάθη του μυαλού

Κυρίαρχη

Και σε κρατώ μέσα μου βαθιά

Να είσαι πάντα εδώ

Να μου μιλάς

Στα μονοπάτια μου

Να δίνεις άπλετο φως

Και παντοτινή αγάπη

 

Παρηγοριά για μένα

Πως εσύ είσαι σε γαλήνη

Είσαι εκεί που βρίσκεται η αγάπη

Που πλημμύριζε το είναι σου

Σου εύχομαι

Πολύτιμη

Αιώνια αγάπη

Παρασκευά Ιφιγένεια (βιογραφικά στοιχεία)

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ / Πολυκάρπου Ανδρέας


Απόρησαν οι Ρωμαίοι
όταν οι Καππαδόκες
δοτό ζήτησαν βασιλέα
ανίκανοι απ’ το γένος τους να βρουν.
Τόσα χρόνια βασιλείς
της ένδοξης ιστορίας
πρέσβευαν την Κλεισθένια δημοκρατία
προτού εκστρατεύσουν στη Σικελία.
Τώρα τους δυτικόστροφους ασπάζονται
τρανούς, ρασοφόρους ηγέτες.
Η συμμαχία κατέρρευσε.
Απομεινάρια απέμειναν της Δήλου.
Στην εκκλησία του Δήμου
ενθρονίστηκε ο Αλκιβιάδης.
Μελίρρυτοι οι λόγοι του Δημοσθένη
ειπώθηκαν γι’ αυτόν.
Μαγαρισμένος, ακρωτηριασμένος ο Ερμής
κοιτάει τα ακέφαλα του αγάλματα.
Ο λιμός αυτός που ξέσπασε
θανάτωσε το Σόλωνα.
Τα μαντεία δια νόμου σώπασαν.
Οι χρησμοί της Πυθίας σίγησαν.
Προσφύγεψαν οι Θεοί
τους νόμους μας σαν είδαν.
Ο Αριοβαρζάνης, ο τελευταίος του γένους βασιλιάς,
παρέδωσε τα σκήπτρα του.
Εν μία νυχτί η λεχώνα της δημοκρατίας
σε τυραννία μετετράπη.

ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ / Πολυκάρπου Ανδρέας


Ένας αποχαιρετισμών ορίζοντας η συνύπαρξη μας ψυχή μου
σε ερειπωμένες αμαξοστοιχίες χορταριασμένων σταθμών
και σε ξεβαμμένα σκαριά πλοίων
που λιώνουν αφημένα στα καρνάγια.
Εσύ στη στάση αγκιστρωμένη του λεωφορείου
και μπροστά μου να απλώνονται οι λακκούβες του πεζοδρομίου
λίγο πριν το καλοκαιριάτικο θέρος.
Στην τσέπη αφημένο το γκρίζο όνειρο
ξεγλίστρησε από τη σκισμένη φόδρα
στο ιδρωμένο από τον πρωινό έρωτα σεντόνι.
Ποδιά και χέρια μουδιασμένα ακόμη από το σαρκικό οργασμό.
Κι εγώ να πρέπει να φύγω με τα πρώτα αποδημητικά πουλιά.
Τρομάζω ψυχή μου, τρομάζω.
Βλέπεις, καμιά Ιθάκη δεν με προσμένει.
Οι μνηστήρες υλοτόμησαν τα δάση της
και την έκοψαν σε παραλιακά οικόπεδα
με θέα το κοιμητήρι με την πένθιμη ψαλμωδία.
Δεν φταίνε αυτοί.
Τι να σου κάνουν κι αυτοί;
Δεν φταίνε που γεννήθηκαν άνθρωποι.
Τι φτηνοί που είναι οι άνθρωποι.
Μάτια που φθονούν τα δάχτυλα τα μπλεγμένα
και ζηλεύουν το χέρι που σφουγγίζει του αλλουνού το μέτωπο.
Κανένας ποιητής δεν μου όρισε Ιθάκη.
Παρά μόνο στον Άδη ψυχή μου
τους αποξηραμένους λωτούς θα αναμασώ.
Στα σκοτάδια της γης
κανένας δεν με περιμένει τυφλός μάντης πια.
Κουράστηκε κι αυτός.
Τόσες φορές με έφερε ο ποιητής στον Άδη
κι ούτε μια στάλα αίμα δεν μετέλαβε από τις ανοιγμένες φλέβες μου.
Κρατάω το χέρι σου σφιχτά χωμένο στην παλάμη μου.
Τα δάχτυλα σου καρφιτσωμένα στο θώρακα μου.
Φοβάμαι να αφήσω το χέρι σου κάθε που βλέπω τα τρένα,
κάθε που ακούω τη φωνή του σταθμάρχη:
- Τελευταία αμαξοστοιχία για τη Νεφελοκοκκυγία.
Κι εγώ να πρέπει τον παλιό συρμό για την κόλαση να πάρω,
τα σκαλιά να κατεβαίνω του Άδη.
Άστατα τα πουλιά ψυχή μου.
Στο πρώτο ψύχος το βάζουν στα φτερά.
Πάντα την άνοιξη ψάχνουν. Πάντα.
Πλάνητες δανδήδες με ανοιχτές τις φτερούγες.
Στον Άδη ψυχή μου, στον Άδη.
Εκεί σε προσμένω, με μια αγκαλιά πένθιμο, μωβ λιβάνι.


αναδημοσίευση / πηγή: http://www.poiein.gr/archives/34302/index.html

ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΑΣ ΘΑΨΟΥΜΕ

Πολυκάρπου Ανδρέας 

Στους 1619- πια νεκρούς- αγνοουμένους

Τώρα μπορούμε να σας θάψουμε.
Να ξεχορταριάσουμε τους ομαδικούς τάφους,
να φυτέψουμε κυπαρίσσια γύρω από το μνήμα,
να ανάψουμε με λάδι το μικρό καντήλι
και να αφήσουμε μωβ στεφάνια στο ασπρισμένο μάρμαρο.
Τώρα η μάνα σας μπορεί να φτιάξει σταρένια κόλλυβα
και να φιλήσει το χέρι του παπά έπειτα από το τρισάγιο.
Οι συγγενείς μπορούν από νωρίς να μαζευτούν στην εκκλησιά.
Όλοι ντυμένοι στα μαύρα.
Ακόμα κι αυτοί που δεν σας γνώρισαν θα μαυροφορεθούν
και θα κρατάνε ένα μαντήλι στο χέρι.
Όχι για τα δάκρυα. Παρά μόνο για τη ζέστη. Για το καμίνι του πολέμου.
Μεσόγειος. Ώρα μεσημεριού- κοντά απόγευμα- κι εσείς να βαδίζετε πομπή για το απόσπασμα.
Αυτό που κρύφτηκε περίτεχνα κάτω από τα λιόδεντρα και τους κέδρους
που ποτίζονταν από το γλυφό νερό.
Μεσόγειος. Ώρα δειλινού- κοντά βράδυ- κι εσείς να κρύβεστε ματωμένοι στο χώμα.
Κουραστήκατε και αφεθήκατε στο θάνατο να ξαποστάσετε.
Η ανοιχτή παλάμη καλύπτει την αιμορραγούσα πληγή.
Τόσες σφήκες από τη ζεστή κάννη
και καμία δεν τραυμάτισε τις συνειδήσεις μας.
Ζυμώθηκαν μέσα στο αίμα και τη σάρκα μας
με τα ακανθώδη κεντριά τους.
Τώρα σας θάβουμε, τώρα που έλιωσε το κορμί και ξεχαρβαλώθηκε η ανθρωπιά μας.
Τι να το κάνεις τώρα πια το πένθος;
Σάπισε, ρήμαξε κι αυτό κάτω από το κατεχόμενο χώμα μαζί με τους πόνους σας.
Κουβαλούσατε μαζί σας τη θάλασσα,
το δροσερό αέρα, τη γλάστρα με το βασιλικό και τα γιασεμιά.
Δικά σας κι αυτά κτερίσματα.
Τριάντα χρόνια κράτησε η σφαγή.
Κι άλλα σαράντα η θλίψη κι ο καημός.
Εγκλήματα διεπράχθησαν πολλά.
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Το χαμό της Μιλήτου, τη λεηλασία στις Αχαρνές, τα κορμιά στον Καιάδα,
το κύκνειο άσμα στη Σικελία, την προδοσία στους Πέρσες,
τη χαμένη μας τιμή και τη ξεγραμμένη πια δημοκρατία;
Τριάντα χρόνια να κουβαλάμε κορμιά πάνω στις ασπίδες.
Με τις Αθηναίες να αναθεματίζουν τους Λακεδαιμόνιους για το χαμό
και τις Σπαρτιάτισσες να στεγνώνουν τις ανοιγμένες των νεκρών πληγές
με τον πορφυρό μανδύα.
Σε Αμφικτιονίες στείλαμε ειρηνευτές
μα αυτοί είχαν τα αυτιά τους βουλωμένα.
Τα ιερά μόνο να προστατευτούν.
Οι βωμοί, οι διαπομπευμένες Ιέρειες και των Θεών να διαφυλαχτούν τα τάματα..
Τα ταλαιπωρημένα δεν τους ένοιαζαν κορμιά, τα τσακισμένα κόκκαλα,
οι δυστυχισμένοι και οι εγκλωβισμένοι στων πόλεων τα τείχη.
Όλοι αυτοί που το δέρμα τους αφυδατωμένο παραδιδόταν στο λοιμό.
Τριάντα χρόνια αδελφοκτόνοι μετράγαμε τα πάθη μας.
Κι ούτε ένας Περικλής, ούτε ένας Λεωνίδας δεν θέλησε να θέσει τέρμα.
Κανείς δεν έβλεπε των Περσών τα καράβια να αγκυροβολούν στους λιμένες.
Κανείς δεν άκουσε το Σόλωνα, του Ανάχαρση το φίλο, να εξυμνεί την ειρήνη.
Αυτός ήταν των Σκύθων, λέγανε, φίλος.
Κάποιοι Αθηναίοι τον φώναξαν προδότη
καθώς τις σάρκες διαμέλιζαν των ομοαίματων τους.
Χαμένα κορμιά μυρωμένα με δάκρυα και ροδόνερο.
Τριάντα χρόνια αφημένοι στον αλληλοσπαραγμό
παραδώσαμε τις πόλεις μας στους Πέρσες.
Εμείς χτικιάσαμε και ξερνάμε βρωμερό αίμα.
Κάθε καλοκαίρι θα ακούμε τις σειρήνες και το χτικιό θα δυναμώνει.
Μην μας κοιτάτε.
Τα μάτια σας μας πονάνε και γδέρνουν τα σκληρά πετσιά μας.
Τι θέλατε να κάνουμε;
Να σας θυμόμαστε και να περνάει η ζωή μας χαμένη;
Το συνάλλαγμα, οι τράπεζες, οι αλγόριθμοι.
Αυτή είναι η πραγματικότητα μας.
Εσείς είστε φωνή από το παρελθόν.
Φωνή εκκωφαντική που βγαίνει μέσα από τα σπασμένα δόντια
και τα ξεραμένα χείλια.
Δεν χωράτε πια στην ύλη της εκπαίδευσης,
ούτε στα γράμματα της εύρυθμης μας γλώσσας.
Παρατάτε μας ήσυχους. Παρατάτε μας στο χτικιό μας.
Σ’ αυτήν την αρρώστια που τρώει το κορμί
και κάνει τις πληγές να αναβλύζουν βλέννα και πύο.
Μην μας κοιτάτε.
Επιστρέψτε πίσω στους ομαδικούς τάφους.
Εκεί σας συνηθίσαμε.
Να σας γράφουμε ποιήματα, να σας άδουμε στα τραγούδια μας,
να σας θυμόμαστε στις βεράντες τα πρωινά του καλοκαιριού
και να ακούμε για σας στα δελτία των ειδήσεων, στα ετήσια αφιερώματα.
Μέχρις εκεί. Τίποτα παραπάνω.
Είμαστε ανήμποροι, ανάπηροι με μονοδιάστατη μνήμη.
Σας πενθήσαμε, σας κλάψαμε. Έφευγαν άνθρωποι με τον καημό σας.
Τι θέλετε άλλο;
Τα δάκρυα έχουν στερέψει.
Οι αυλές μας δεν έχουν βασιλικό και γιασεμί.
Η τριανταφυλλιά μαράθηκε.
Την ξεριζώσαμε και στη θέση της σταθμεύσαμε τα αμάξια μας.
Μαζί μας θα μολυνθείτε από το χτικιό.
Μια χούφτα κόλλυβα, μια σταγόνα λάδι, λίγο λιβάνι και ένας σταυρός.

Αυτά δυνάμεθα τώρα πια.

Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΥ/ 15η ΙΟΥΛΙΟΥ

Ανδρέας Πολυκάρπου 

Γοργό το βήμα του Πελία τον οδηγεί στο θρόνο.
«Φυλάξου από το μονοσάνδαλο» διεμήνυσε ο χρησμός.
Τον γαλούχησε βλέπεις ο ζωόμορφος Χείρωνας με τα ζωώδη ένστικτα.
Το βασίλειο του θα παραλάβει του Αίολου ο απόγονος.
Γοργό το βήμα μου ακολουθεί τον ίσκιο της σημαίας.
Το ήξερα. Ήμουνα σίγουρος ότι κάτω από τον ίσκιο της θα αναπαυόσασταν.
Άλλο χώμα πέρα από το ελληνικό
δεν μπορούσαν να βαστάξουν τα διάτρητα σώματα σας,
τα ξασπρισμένα οστά σας με τη ρετσινιά του Πελία.
Το θρόνο, πρόσκαιρα, σφετεριστήκατε του μονοσάνδαλου.
«Ο Μακάριος είναι νεκρός». Τον έστησαν στο απόσπασμα του γαλάζιου ορμητηρίου.
Εφονεύθην την 15η Ιουλίου ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Άγνωστος. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς πατρίδα. Σαν ένα σύμβολο που παρήκμασε.
Η δημοκρατία χωλαίνει στην ιδέα της Ένωσης.
Όπως τότε που η ιδέα αυτή μάτωσε κάτω από το βάρος της αγχόνης
και πυρπολήθηκε στα καρβουνιασμένα κρησφύγετα.
Τότε που ανέβαινε με πόδια γυμνά σε κακοτράχαλα βουνά
φωνάζοντας τον καημό των γερμένων κεφαλιών, της αλλοτινής νιότης.
«Ελληνικέ λαέ η φωνή που ακούς είναι γνώριμη».
Ο μονοσάνδαλος επέστρεψε φέροντας, όμως, την κατάρα του Αιήτη.
Το χρυσόμαλλο δεν τον σκέπαζε δέρας.
Μόνο τον Πενταδάκτυλο σκέπασαν για πάντα οι βόστρυχοι της Μήδειας.
Φέροντες όλο το αίμα και τον ιδρώτα των πυρωμένων ιδεολόγων
που δεν λησμόνησαν, που δεν θέλησαν να ξεχάσουν την αιτία της αγχόνης.
Τόσοι άνθρωποι, μια χούφτα ιερά οστά, για μια ιδέα.
Τόσα κρησφύγετα στοιχειωμένα από την ανακολουθία της συνείδησης που ακολούθησε.
Τόσα νεόκοπα κορμιά ρημαγμένα στα οδοστρώματα της κραταιάς αυτοκρατορίας.
Απέναντι σας μια σειρά από κυπαρίσσια.
Χωρίζουν τις συνειδήσεις σας με των άλλων νεκρών τα όνειρα.
Ακολούθησα και πάλι τη σημαία.
Όχι τη γαλανόλευκη. Όχι.
Αυτή μόνο τη λευκή που μας την επέβαλαν.
Αυτήν που αποδέχτηκαν οι επιζώντες ιδεολόγοι.
Εις μάτην. Αυτή θα ήταν και η αίτια του μετέπειτα χαμού, της αδελφοκτονίας.
Εμείς τη γαλανόλευκη μάθαμε να προσκυνάμε.
Αυτήν αναμασούσαμε στο στόμα και με την ιστορία της τρεφόμασταν.
Την άλλη δεν την ξέραμε. Δεν θελήσαμε ποτέ να τη μάθουμε.
Γύρω της περιφράξαμε τις συνειδήσεις μας και υψώσαμε τείχη.
Κι εδώ ο Μακάριος εξακολουθεί να είναι νεκρός.
Φονευμένοι κι εσείς την 15η Ιουλίου από τα χέρια των ομοαίματων σας.
Ανάμεσα στις ταφικές κλίνες κι ένας άγνωστος.
«Άγνωστος στρατιώτης». Εφονεύθην την 15η Ιουλίου από κάποιον αδελφό.
Ποιος να ξέρει; Φονευμένος ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Τουλάχιστον εσύ είχες ένα τάφο να ξαποστάσεις. Ένα σταυρό για προσκεφάλι.
Μια μάνα να σε κλάψει με μια ασπρόμαυρη στα χέρια φωτογραφία.
Άγνωστος, αταυτοποίητος και άπατρις.
Σαν ένα σύμβολο που δεν θα παρακμάσει ποτέ.

Σαν ένα στοιχειό που θα πλανιέται στην άταφη ιστορία.

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Λεωνίδας Παυλίδης (μικρή αναφορά)

Ο Λεωνίδας Παυλίδης γεννήθηκε το 1890 και απεβίωσε το 1957. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε καθ΄ όσον ασχολήθηκε επαγγελματικά με την δημοσιογραφία και την λογοτεχνία. Εξέδωσε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και την Κύπρο, κράτησε για χρόνια τη στήλη της κριτικής στην εφημερίδα "Καθημερινή" ενώ διώχθηκε για την αριστερή του ιδεολογία, και εκτοπίστηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα. Το ποιητικό και κριτικό του έργο βρισκόταν μέχρι πρόσφατα διάσπαρτο σε ελλαδικά και κυπριακά έντυπα, καθώς ο ίδιος, ενόσω ζούσε, δεν προχώρησε σε κάποια έκδοση. 

Νίκη / Παυλίδης Λεωνίδας




Και την προσμέναμε την ώρα
του μυστικού συναγερμού
των πόθων και του γλυκασμού
της φαντασίας να ’ναι σαν τώρα...

Γύρα και μπρος μας των αγώνων
ανεμοκύμαντη η πυρά
και τα μεγάλα βροντερά
συνθήματα αγρικούνται μόνον...

Στην όψη μας και μες τα φρένα*
τα ολάσπρα κρίνα της οργής,
φρουμάζει* ο σάλος της κραυγής
στα χείλη μας τα πυρωμένα...


Γοργοί φεγγάτοι στ’ άναμμά μας
πρώτοι στο θάνατο ή στερνοί
μάρτυρες ή ήρωες, φωτεινοί
καπνοί μες τ’ αστραπόβροντά μας

Κι ο αλαλαγμός ως κρούει το γέρμα*
περιζωσμένοι το βοριά
ε την κλαγγή πλατιά ποριά*
ανοίγουμε μπρος τ’ άγιο τέρμα...

ΕΠΕΞΗΓΉΣΕΙΣ:


* φρένα, τα: μυαλό, διάνοια


*φρουμάζω (και φριμάζω): κοχλάζω, είμαι έτοιμος να ξεσπάσω


* γέρμα, το: δύση του ήλιου, ηλιοβασίλεμα

* ποριά, η: πορεία

φιλία / Παυλίδης Λεωνίδας


Φιλία πώς σε λαχταρώ κι ωιμέ
φοβούμαι μη ώς στην ύστατη πνοή μου
τα ουράνια σου δώρα μείνουν ξένα
για την πολυθλιμμένη τη ζωή μου.

Σ’ αποζητώ ωσάν ηλιοκαμένα
αγρίμια της αμμόστρωτης ερήμου
γυρεύουν τη δροσιά στα ξηραμένα
βραχοπήγαδα κι η άθλια η ψυχή μου

καίεται μέσα στ’ απλήρωτό* της πόθο
την κρύφια λαύρα* π’ ωχ* ποιος θα τη σβήσει
από ποια ψυχή δροσιά θε ν’ αναβλύσει



τόση που άλλη να μπορεί να δροσίσει;
Γέρασε ο κόσμος, ω ποιος θ’ αναστήσει
την κρύα την αναίσθητη καρδιά μου;


επεξηγήσεις:


* απλήρωτος: που δεν έχει ή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί

* λαύρα, η: φωτιά, μτφ. πόθος

* π’ ωχ: που έχει

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

ΝΑ’ ΜΟΥΝ ΑΤΟΣ


Χωρκόν μου τζ’ οι κουφάες σου εν ήμερες σαν σιέλια,
τους κουκκουφκιάους σου θωρώ σαν άσπρα περιστέρια.
Οι αγκαθκιές σου μοιάζουσιν σαν τρυφερά αγρέλια
τζ΄οι κονναρκές σου εν ίδιες με μυρωδάτα αμπέλια.
Να’ μουν ατός τζιαι να πετώ στον όμορφο ουρανό σου,
έστω ένας τσακρόστρουθος να πίνω το νερό σου.
Ας ήμουν ένας κουρκουτάς να φκώ πα’ στα δεντρά σου,
να ακούω τα μαράζια σου, νάμαι παρηορκά σου!
Που την πολλήν αγάπη μου έτσι εγιώ θωρώ τα,
πιστεύκω εν τζιαι τάραξα, έχω τα τετρακόσια!

ΑΝΤΡΟΣ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ

Εντόπιο ρίγος: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Πετρίδη (2013) Αποσπασματικοί στίχοι

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια 
αλλοτινής λατρείας 
τώρα σημάδια 
εμπύρετου μόνο περάσματος. 
Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά 
με κέρινα φτερά σωριάστηκαν 
στο πρώτο άγγιγμα των ακτινών, 
κι η βασιλεία των ουρανών 
άδειος πια θρόνος…

...

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε 
σαν δέντρα με βαθιές ρίζες 
σε υπόγεια νερά…

...

… δεν θέλει πολύ να ξέρεις 
κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα 
που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα, 
για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό 
τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες 
δάκρυα της Παναγίας…

...

Αργά - αργά περιστρέφεται 
η σφαίρα της γης, 
ίδια παιδικό παιγνίδι… 
Κι άτακτα δεξιά ζερβά
μυρίζοντας το καθετί 
ανήσυχα εντοπίζεις 
τον χρόνο να τραβά τα λουριά 
στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι…


Ούτε που ξέρεις 
ποιο δρόμο να πάρεις, 
κι εύκολα ξεχνάς 
πού είναι η πλώρη 
πού είναι η πρύμνη 
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια 
 πολλούς δείκτες στη θάλασσα


πηγή: http://www.drpetrides.com/el/demosiefsis/arthrografia-typos/17-2013