Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, «Άπατρις ύπνος», εκδ. Ροδακιό, 2018:Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου έτους 2018

μπροστὰ τὸ ὕψος χαμηλὸ μὲ γέρνει πίσω ἀπ᾿ τὸν καιρὸ
βρίσκω ἴχνη στίχους εἰκόνες ἤχους
σκόρπια ἀντικείμενα παρακείμενα εὑρήματα
ἄδειες γραμμὲς κενὲς σελίδες περιθώρια
μαζεύω ἐνθύμια φυλακτὰ θυμήματα
λιγοστὰ μολύϐια
σημεῖα στίξης ψηφίδες μελάνης καλλίγραφα φτερὰ
παλιά μηνύματα θερμά λησμονημένα χαιρετίσματα
εὔθραυστα σκιρτήματα περάσματα πνοῆς
...
χαραγμένη ἡ κίνηση στὸ βράχο ἔτρεχε μὲς στὴν πέτρα
ἀνέτελλε ἡ νύχτα ὁλημερὶς ἔπαλλαν τὰ λαξεμένα βάθη
στὴ λευκάδα τῶν μαρμάρων ὁ κραδασμὸς τῶν φύλλων ἀντηχοῦσε
ἡ ψυχὴ φτεροκοποῦσε πεταλούδα κι ἄνοιγε μακρὺ ταξίδι τὸ κορμὶ
      θνητὴ μακροπνοὴ
      τρέχουσα κλίση ἡ πτωτικὴ ἀκμὴ
      στὸ χῶμα βούλιαζαν νὰ βγοῦν τοῦ ὕπνου οἱ πηγὲς καθρέφτες
      ψήλωναν τὰ νερὰ κι ἀνέϐαιναν τὰ βάθη στὴ ράχη τῶν κυμάτων
κράταγαν τὸν ὁρίζοντα κλωστὴ γραμμὴ κι ἰσορροποῦσαν χαιρετοῦσαν
ἀκροϐατοῦσε στὴν ἀκροθαλασσιὰ τοῦ φλοίσϐου κι ἔγερνε πάλι μακρινὴ
ἡ φεγγερὴ ἀστραφτερὴ ἀθανασία
στάχυς ποθέριν ποκαλάμη
τὸ ξάνθος τ᾿ οὐρανοῦ ὁ νερανθὸς ὁ δρόσος
πηγὴ δροσιστικὴ θυμάρι καλοκαίρι σὲ σταμνὶ
ἡ παλαιότερη φωνή μας ὣς τώρα τρυφερὴ
τοπολαλιὰ τοῦ τόπου μου ἀκούγεσαι τραγούδι
κόρη κοπέλλα πέρκαλλη
      κόρη μ᾿ ἐσὲν ἀνέφανεν ἡ μέρα τζ˘αὶ ἡ ὥρα
      τζ˘αὶ δίχα σου ἐμάρανεν ἡ νύχτα μὲς στὰ φκιόρα
ἀνεμόφερτο σύννεφο μαζὶ ὁδοιποροῦμε
περνᾶς κι ἀκολουθῶ κάτω τὸν ἴσκιο σου
θροΐζουν τόποι μέσα μας εἰκόνες παραμύθια
μιλᾶς διψᾶς
σὰν ἐμᾶς μὲ δέντρο μοιάζεις
βρέχεις τυλίγεσαι τὸν ὕπνο μας νυστάζεις
βαθαίνουμε στὴ σιωπὴ λὲς τὴν ἑπόμενη σιγὴ
μετρᾶς τοῦ χρόνου τὴν ἠχὼ τὴ διάχυση τοῦ ἤχου
σκαμμένα τὰ ἴχνη μας στὴ γῆ ἀκοῦς τὴν ἔκσταση τοῦ ἴσκιου
στὰ κλώνια λόγια μοιραζόμαστε ὀνόματα
...
 δέντρο τῆς ἐγκαρτέρησης τῆς ἔγνοιας τῆς ἀγρύπνιας
      ἐδῶ οἱ βροχὲς χαμηλώνουν ἀπόγευμα
      τ᾿ ἄργιλα δάχτυλα γνώριζαν τὴ γῆ στὸ χῶμα
      ἤξεραν πὼς ὁ παλμὸς ὁ χτύπος ὁ ρυθμὸς εἶναι πηλὸς
      ὁ οὐρανὸς ἐκμαγεῖο
τόποι τοῦ χώματος τόποι τοῦ χρόνου οἱ καιροὶ
ὄψεις τῆς γῆς οἱ οὐρανοὶ χρόνοι δικά της βάθη
ἀθροίζομαι δίχως σύνολο
μᾶς συνέχουν χωρισμένοι ποταμοὶ
ὁ χῶρος τῆς ἀπουσίας μου μὲ στέγασε
      πάνω στοὺς λόφους τοῦ οὐρανοῦ σὰν ἔγειρε σὰ δέντρο
      ἐϐρέθηκαν στὸν ἴσκιο του φωνὲς παλιὲς δικές μας
       ἡ μιὰ ἐμᾶς ἀχολογᾶ ἡ ἄλλη κλώνια πλέκει
      ριγᾶ ψιλόϐροχο δεντρὸ
     ἴ σως γιατὶ τὴ μέρα τὴν ψιχαλίζει ἡ νύχτα ἀπὸ βραδὺς
      ἴσως γιατὶ τὸν κῆπο τὸν ποτίζω τὰ μεσάνυχτα
στὴν αὐλή μας πέφτουν σύννεφα μαζεύω ψίχουλα
πλάθω ψωμὶ νερὸ καινούριο
      κλωστὲς πουκάμισα κορδέλες ἀκρογιαλιὲς στὸν ποταμὸ
      στὸν οὐρανὸ κρεμόντουσαν κοράλλια
      παράλληλοι μεσημϐρινοὶ εὔκρατοι γηγενεῖς εὐοίωνοι ἀνέμοι
      ὁ ἐρχομὸς τῆς θάλασσας μὲ τ᾿ ἄσπιλά της στέφανα τὰ βρέφη
      αἰχμὴ ρωγμὴ αἶνος κραυγὴ τῆς γῆς
      ἐπουλώνεται ὁ τοκετὸς
       ὁ οὐρανὸς στὸ χῶμα
...
ὀστὰ χλωρὰ δεντρὰ κατάρτια
πίσω ἀπ᾿ τὰ βλέφαρα περνοῦν καράϐια
φυτρώνουν φύλλα κλώνια σὰν ἐμᾶς
ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ δοξολογοῦνται τὰ πρωτόπλαστα ὀνόματα
ὑμνολογεῖται τ᾿ ὁλόσωμό τους σχῆμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου