στην πύλη μας της έστησαν πεντέξι νταβατζήδες,
γυναίκα....ττέλεις ρώταγαν, όλους μας οι νταήδες,
το χρήμα το παιρναν μπροστά, πριν πάρεις το κορίτσι,
και πριν ακόμα πιάσουμε μ΄αυτές το πίτσι-πίτσι,
ήταν σκληροί δεν άφηναν, να βγούνε απ΄το μπαράκι,
αν ήθελες το κάτι τις....είχε ένα καμαράκι.....
κι αυτοί στεκόντουσαν εκεί μην χάσουν την πραμάτεια,
πολλές φορές ερχόντουσαν, ίσαμε τα κρεββάτια,
να δουν μήπως την έψηνες, για νάρθει στο βαπόρι,
η τάχα μου της πούλαγες, κάποια στιγμή...λαβστόρι.....
κάποιοι τα κατάφερανε και πήγανε στη ζουλα....
την νύχτα στην καμπίνα τους....κι έγινε αναμπουμπούλα,
ήρθαν οι μάγκες γρήγορα...τραβήξανε πιστόλια,
κι αρπάξανε τις γκόμενες, μες από τα βαπόρια,
έτσι περνούσε ο καιρός σε τούτα ταλιμάνια,
μέρα τη μέρα μάθαμε και γίναμε τζιμάνια,
δεν φεύγαμε από μπροστά, παίρναμε μια φελούκα,
και βγαίναμε στον μαχαλλά, έτσι κρυφά στη ζούλα.....
κα τις νυχτιές πηγαίναμε κρυφά μες στο καράβι,
χωρίς ποτέ ο νταβατζής, αυτό να καταλάβει
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ