Στην αίθουσα μιας εκκλησίας σκοτεινής
και σε κηδεία θλιβερή
σ΄ είδα τυχαία κι απρόσμενα ξανά
μετά από μήνες πένθιμους, βουβούς.
Φεγγοβολούσε λες το μαύρο σου πουκάμισο
σαν φωτοστέφανο έμοιαζαν τα μαλλιά σου.
Πως έξαφνα η εκκλησία σαν να φωτίστηκε!
Μου φάνηκε πως άνοιξε ο θόλος της απότομα
κι απάνω της φτερούγισαν λευκά
ελπίδες και αισθάματα από καιρό θαμμένα.
Οι συγγενείς θρηνούσαμε με συντριβή
για του δικού τους το χαμό.
Μα εγώ προχώρησα στο μέρος τους ανάλαφρα
Σχεδόν γελώντας έσκυψα να τους συλληπηθώ.
Καθώς γινόσουν πάλι Εσύ
Ο θεός μου και η θρησκεία μου.
και σε κηδεία θλιβερή
σ΄ είδα τυχαία κι απρόσμενα ξανά
μετά από μήνες πένθιμους, βουβούς.
Φεγγοβολούσε λες το μαύρο σου πουκάμισο
σαν φωτοστέφανο έμοιαζαν τα μαλλιά σου.
Πως έξαφνα η εκκλησία σαν να φωτίστηκε!
Μου φάνηκε πως άνοιξε ο θόλος της απότομα
κι απάνω της φτερούγισαν λευκά
ελπίδες και αισθάματα από καιρό θαμμένα.
Οι συγγενείς θρηνούσαμε με συντριβή
για του δικού τους το χαμό.
Μα εγώ προχώρησα στο μέρος τους ανάλαφρα
Σχεδόν γελώντας έσκυψα να τους συλληπηθώ.
Καθώς γινόσουν πάλι Εσύ
Ο θεός μου και η θρησκεία μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου