Θυμάμαι παίζαμε κρυφτό
και έτρεχα μήπως με βρεις.
Παίζαμε κυνηγητό
και έτρεχα μήπως με πιάσεις.
Παίζαμε και τραγουδούσαμε στη μαγική χώρα, με τα πολλά παιχνίδια.
Έτσι μου είχες πει...
Μου χαμογελούσες και μου έλεγες,
κοντά σε εκείνους τους συμπαθητικούς ανθρωπάκους,
ότι ο καλύτερος πρέπει να κερδίσει σε αυτό το παιχνίδι.
Ο καλύτερος θα "ταϊστεί".
Ο καλύτερος θα πιάσει καραμέλες και γλειφιτζούρια.
Ποιο παιδί δεν θέλει ζαχαρωτά;
Μαμά... δεν μου αρέσει αυτό το παιχνίδι.
Ούτε μπορώ να σε βρω, ούτε μπορώ να σε πιάσω.
Πώς κρύφτηκες τόσο καλά;
Δε μου έχεις πει πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι,
και αρχίζω να φοβάμαι!
Επιτρέπεται να καταπνίγουν το-υ-λύπες καπνού τα άλλα παιδάκια;
Κάνουν κακό τα λουλουδάκια;
Είδα κάποιους να βάζουν έναν άνθρωπο μέσα σε έναν φούρνο.
Είναι ειδικό δωματιάκι, για να τον ζεστάνει;
Πώς θα συνεχίσει το παιχνίδι κλεισμένος εκεί μέσα;
Παρατήρησα κάτι άλλους ανθρωπάκους να κοπανούν τη στάχτη και να τη ρίχνουν στο ποτάμι.
Είναι η σκόνη από το τζάκι;
Πού είναι το τζάκι;
Κρυώνω...
Μπορώ να τους πω να με βάλουν και εμένα στο δωματιάκι του φούρνου ή βάζουν μόνο τους μεγάλους;
Όλοι κάνουν μπάνιο και εμένα δε με σκέφτεται κανένας!
Πηγαίνουν σε κάτι δωματιάκια για το "λουτρό".
Θα πάμε μαμάκα και εμείς!;
Μην ανησυχείς,
θα σε περιμένω να πάμε μαζί.
Δεν μοιράζομαι την απόλαυσή μου με κανέναν άλλο.
Βλέπω κάτι κυριούλες με κάτι άλλους κυρίους.
Μαμά μου, και εσύ έχεις κάνει φίλους;
Δεν μπορώ να βρω ούτε τον μπαμπά.
Είσαι μαζί του;
Μαμά πού είσαι;
Δεν έχω καταλάβει πώς παίζεται το παιχνίδι.
Μαμά θέλω να νικήσω!
Αλλά πώς;
Δε μου εξήγησες πώς παίζεται και δεν έχω κανέναν να ρωτήσω.