Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Ποιητικό συναπάντημα με τις ‘Πικροδάφνες’ της φίλης Ποιήτριας Αγγέλας Καΐμακλιώτη.


Της Αθηνάς Τέμβριου



Διαβάζοντας για δεύτερη φορά την τελευταία ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καιμαΐκλιώτη «Οι Πικροδάφνες Θέλουν Κούρεμα», η σκέψη μου ταξιδεύει μέχρι τη θάλασσα, όπου η ποιήτρια προσδιορίζει την πνευματική της ελευθερία αλλά και την ποιητική της αρχή και συνέχεια. Γράφει στο ποίημα ‘ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ’: «Όμως δεν πρόσεξες ότι τα πόδια / λαθραία είχα βυθίσει στην θάλασσα». Μακρύ το προσωπικό και ποιητικό ταξίδι και η θάλασσα κουβαλά την Ιθάκη σε κάθε κύμα, να της θυμίζει νοσταλγικά την Πατρίδα, την ελπίδα της επιστροφής αλλά και τις μνήμες που χαρακώνουν τον χρόνο ανελέητα. Η γυναίκα για την ποιήτρια είναι η γης. Στο ίδιο ποίημα ομολογεί: «Γη διψασμένη, σημαία λευκή παραδόθηκα». Η ταύτιση της με την πατρίδα αγγίζει υπαρξιακές διαστάσεις. Είναι εμφανές πως ο πόνος προσδοκά τη λύτρωση για να ισορροπήσει τις εξάρσεις συναισθημάτων που γεννούν αδιάκοπα την έμπνευση και την έκφραση για κάθε πτυχή της ζωής.
Σε τι διαφέρουν άραγε οι ποιητές από τους άλλους ανθρώπους; Ίσως οι αισθήσεις τους ξυπνούν όταν θελήσουν να ακολουθήσουν το πεπρωμένο. Επιδίδονται τότε σαν τα καματερά να παλέψουν με τα σκοτάδια εντός κι εκτός, να ξορκίσουν την μοίρα που ανελέητα αλυσοδένει τις ψυχές των ανθρώπων. Αναμφισβήτητα, Ποιητής γεννιέσαι· δεν γίνεσαι. Όσοι αυτοαποκαλούνται ποιητές του εργαστηρίου, απλά έχουν αποκτήσει ένα χόμπι. Η δημιουργία είναι αποτέλεσμα έμπνευσης αλλά και της ανάγκης να σμιλευθεί ο στίχος μ’ αυτή την ανεξήγητη ενέργεια που λευτερώνει το αίνιγμα της ποίησης. Η Αγγέλα Καΐμακλιώτη φέρει την ποίηση με την πρώτη πνοή της ύπαρξής της, με το πρώτο συνειδησιακό φως και με κάθε κύτταρο της πατρίδας της, καθότι το να ανακαλύπτει κανείς τον εαυτό του είναι ένα ταξίδι δύναμης κι αποδοχής. Το να ταυτίζεται με την πατρίδα, δηλαδή με τον Άλλον, τότε είναι υπέρβαση. Στο ποίημα της ‘ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΥΛΩΝ’ αποκαλύπτει: «Και χαμηλώνοντας / κοινώνησα τη γάργαρη φωνή σου / στους καταρράκτες του καιρού, / Πατρίδα μου». Ακολούθως, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο της εκφράζεται στο ποίημα,
ΦΩΤΟΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ
Σχοινοβάτες αενάως
από το μαύρο ώς το κόκκινο
ισορροπούν οι άνθρωποι
αγαπώντας αλλήλους.
Ελπίζω σαν σπίτι παλιό
που απλώνει στον ήλιο
τα λευκά του σεντόνια.
Η λύτρωση στα λευκά σεντόνια της αθωότητας, το παλιό σπίτι με τον ίσκιο του παρελθόντος, σμίγουν με τον παρόν σε μια ποιητική μέθεξη ισορροπίας και φωτός. Η ποιήτρια προχωρά με ωριμότητα και γενναιότητα στην έκφραση, σηματοδοτώντας μια ανανεωμένη ποιητική πορεία.
Αντιτάσσεται και επαναστατεί σ’ ό,τι αμαυρώνει την αλήθεια και οδηγεί στην καταστροφή. Τα συναισθήματα αγανάκτησης και επανάστασης είναι έντονα στα ποιήματα ‘ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ’‘ΦΡΙΚΩΔΙΑ’‘ΚΡΙΝΑΚΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ’ και πολλά άλλα. Η αναφορά στην επανάληψη της ιστορίας και στην απραξία του Κύπριου ως προς το καλό του τόπου στο ποίημα ‘ΜΕΓΕΘΗ’συγκλονίζουν. «Όταν εκφωνούνται / τα μεγάλα λόγια / στους μεγάλους ναούς, / οι αγνοούμενοι / στα μικρά τους φέρετρα / δολοφονούνται / με μικρές επαναλήψεις». Το αίσθημα της προδοσίας είναι έκδηλο και στο ποίημα ‘ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ’, ιδιαίτερα στους τρεις τελευταίους στίχους «Αν ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια, / εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός, / Είπε και πικρογέλασε». Στο ποίημα ‘ΨΕΥΔΟΛΟΓΙΑ’ χρησιμοποιεί επαναληπτικά το συνθετικό ‘ψεύδο’ δίνοντας έμφαση στην ψευδαίσθηση που κυριαρχεί θεληματικά ή μη στις ζωές των ανθρώπων. Μα ο Ιούδας για την ποιήτρια έχει τον ρόλο του στο ποίημα ‘ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ’. Έχει μια θέση στην κόλαση, άρα υπάρχει συνειδητά και επομένως βασανίζεται από τύψεις σαν «καίγεται στο πυρ / του ενός φιλιού που ένωσε / τον θάνατο με την αθανασία» σε αντίθεση με το πλήθος της υποκρισίας που ζει «στο αλισβερίσι».
Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό στην ποίηση της Αγγέλας Καΐμακλιώτη είναι ο συσχετισμός ρεαλισμού και μεταφυσικής. ‘ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΚΕ’ είναι ένα πολύ σημαντικό ποίημα, πλούσιο σε λογοτεχνικά σχήματα, το οποίο αποτελείται από μια στροφή 25 στίχων. Είναι τόσο αριστοτεχνικά γραμμένο που πιστεύω πως η αποτύπωση των σκέψεων και των εικόνων απέχουν ελάχιστα από την αρχική πηγαία έμπνευση, πράγμα σπάνιο στη Ποίηση. Η ποιήτρια φανερώνει στους πέντε τελευταίους στίχους: «Οι γάτες καταγράφουν / με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους / τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες στην αλυκή / κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες, / λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες / η Ουμ Χαράμ και η Παναγιά Φανερωμένη». Ό,τι αδυνατούν οι άνθρωποι να κατανοήσουν, μπορούν οι γάτες. Θα έλεγα εκεί που αδυνατούν πολλοί να δουν, μπορούν να αντιλαμβάνονται οι ποιητές. Να αφουγκράζονται ακόμα και τις γάτες του Τεκκέ και να οραματίζονται ένα θεό που ενώνει τους ανθρώπους. Σύμφωνα με την Αγγέλα Καΐμακλιώτη «Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά / τι είναι δικό μας; ποιο το ξένο;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου