Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ / Ντίνα Κατσούρη

 

Εκεί στο Μενεού

θα βρίσκομαι πάντα

ένα βήμα μπροστά από σένα

καθώς θα προχωράς στο μονοπάτι

που οδηγεί στο γνωστό παγκάκι.

Θα πρέπει να σε προστατέψω

από τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες της γειτονιάς

που μπορεί να είναι οι γείτονες,

οι επισκέπτες ή και άλλοι φιλοξενούμενοι.

Θα πρέπει να φτάσεις

πνευματικά ανέπαφος στο παγκάκι

για να εξαντλήσεις εκεί

όλες σου τις δυνάμεις,

τους στοχασμούς

και τα οράματα.

Και όταν θα είσαι έτοιμος

θα καλέσουμε τους φίλους

για ουζομεζέδες.


Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Από τότε που έφυγες.. / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου


Θέλουμε να ξέρεις πως από τότε

που έφυγες,

οι μέρες μας χάσαν τον συνηθισμένο τους

ρυθμό∙

όλο και πιο δύσκολα ολοκληρώνουν τον

κύκλο τους.

Θέλουμε να ξέρεις πως από τότε

που έφυγες,

ο χρόνος μας σταμάτησε

να τρέχει

τα ρολόγια μας πισωγύρισαν

τους δείχτες τους

και όλο μας κοιτούν ερωτηματικά.

Θέλουμε να ξέρεις πως από τότε

που έφυγες,

όλα μέσα μας μετράνε

ανάποδα∙

ξεφυλλίζουμε τον χρόνο κι ο χρόνος μένει διαρκώς

στάσιμος∙

μετροφυλλούμε τον χρόνο και όλο πέφτουμε έξω

στους υπολογισμούς.

Θέλουμε να ξέρεις πως από τότε

που έφυγες,

όλα μέσα μας περιέπεσαν σε χειμέρια

νάρκη∙

παρακολουθούν τη ζωή από το βάθος ενός

ορίζοντα,

που μέρα τη μέρα τον διαβάζουμε

καθαρότερα.

Θέλουμε να ξέρεις πως από τότε

που έφυγες,

στιγμή δεν έλειψες

από κοντά μας.

Είσαι το λυχνάρι στη μέση του τραπεζιού∙

η φωτιά που ανάβει στο τζάκι μας∙

το αλάτι που νοστιμίζει τις μέρες μας∙

η απόκοσμη μουσική που μας κάνει

να γυρίζουμε το κεφάλι προς τα πάνω.

Θέλουμε να ξέρεις πως όλα τα κρατήσαμε

ανέγγιχτα

στις θέσεις που τα τακτοποίησες.

Κι αν ο χρόνος δε μας γελούσε, αν η φθορά

κι ο θάνατος δε μας γελοιοποιούσε,

μπορεί να θαρρούσαμε πως ξάφνου κάθε τι

ήταν δυνατό ν’ αρχίσει ένα νέο ξεκίνημα,

μια καινούρια αρχή,

σαν τίποτα να μη συνέβη∙ τίποτα στ’ αλήθεια

να μη χτύπησε τη μικρή μας ζωή

ακριβώς κατάστηθα στο μέρος

της καρδιάς!

 

Από τη ποιητική συλλογή ‘’ GLORIA MUNDI  ‘’2009

 


Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

ΧΥΤΡΑ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ / Στέφανος Σταυρίδης


Χύτρα ταχύτητας

από ατσάλι της μάνας είσαι φτιαγμένη

κι όχι από τον μαλακό πηλό του Θεού

τις εύθραυστες χύτρες των αρχαίων χρόνων

η δύναμή σου περιφρονεί

το σφύριγμά σου σόλο φλάουτο

που χαϊδεύει τη γλώσσα

και την αγάπη σου τη νιώθουμε

κάθε ϕορά που τρέχεις

– και πόσο γρήγορα που τρέχεις –

για να μας φέρεις φαγητό

σπιτικό να αχνίζει στο πιάτο

μάνα στοργική κι αγαπημένη.


ΤΑ ΑΠΕΧΘΕΣΤΕΡΑ / Χρίστος Χατζήπαπας

 


Τα απεχθέστερα των ψεμάτων

εκφέρονται στους επικήδειους

ηρώων. Με τους οποίους η πατρίς

έχει φτάσει πλέον

στα όριά της. Ασφυκτιά

από λόγους κενούς σε κενοτάφια

σε τάφους με οστέα τεταπεινωμένα.

Δυσφορούν οι νεκροί δοκιμάζουν

ενίοτε να σηκωθούν

ψελλίζοντας ένα παράπονο

που πνίγεται σε ηχηρά παιγνίδια τελετών

θρήνους αγαπημένων εν ζωή

που αδυνατούν να εννοήσουν

τα βρωμερά τερτίπια της Ιστορίας

στα μισοφαγωμένα λόγια τους: Φτάνει πια,

είμαστε κακό παράδειγμα πορείας

γενικής. Συνέλθετε!

Πολιτικοί με σύγχρονα μέσα

παρακολούθησης νεκρών επιτηδείως

αποκρύβουν ό,τι υποχθόνια θρυλείται

και κυρίως

στα αλλεπάλληλα φέρετρα που φτάνουν εν πομπή –

όπου η φωνή των είναι ούτως ειπείν διακριτή

πριν καταλάβουνε κι αυτοί σιγά σιγά

την θέση τους οριστικά

κάτω απ’ τo χώμα.


Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου:ΛΕΞΕΙΣ ΙΧΘΥΕΣ

 


Πετάω τις λέξεις μου στη θάλασσα.

Το συνηθίζω κάθε Κυριακή

που οι άλλοι βγαίνουν με τους φίλους τους,

εγώ πηγαίνω στο ακρογιάλι μοναχή.

Τις βλέπω αμέσως να υγραίνονται

σαν μάτια δακρυσμένα

και μου αρέσουν.

σε αθλήματα ακραία, ριψοκίνδυνα.

Εκείνες, λέξεις κοινές, κοινότατες

βγάζουν αμέσως ουρίτσες, γλώσσες, λέπια

κι ό,τι άλλο ευνοείται από το νερό.

Και κολυμπούν σαν τις λαχτάρες και τους πόθους

ψάρια μέσα σε όνειρο ποθεινής πατρίδος.

Έτσι κι οι λέξεις όταν σαρκωθούν

μέσα σε θάλασσες πολλών αιμάτων σπαρταρούν.


ΕΞΟΔΟΣ / Μιχάλης Παπαδόπουλος

 


Μισώντας λέξεις που γίνονται χρήμα

μισώντας χρήματα που γίνονται θάνατος

μισώντας όλους τους ανθρωπισμούς

της χυδαιότητας

βγες από τον κύκλο

των νεκρών φαντασμάτων

την απεραντοσύνη μιας χώρας

που σε συνθλίβει στον Χρόνο

την τροχιά του αδελφοκτόνου Καλού

στον βαλτωμένο κρατήρα

των επανορθώσεων

κι αν δεν έχεις αλλού να πας

απλώσου στην άφατη γύμνια

άγνωστης γλώσσας

στη σεισμοπληξία αφής εμβρόντητης

με την καθαρότητα τού χωρίς ήλιο

και φεγγάρι θριάμβου

προτού το θηρίο του κόσμου

τσακίσει τον κόσμο

μπορεί να βρεις έναν τόπο

που θα τον πεις πατρίδα σου


Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΩΔΗ ΣΤΟ ΨΕΜΑ / Λεωνίδας Γαλάζης

 

 


Κλαίνε οι κάμποι κλαίνε τα βουνά

τον ήλιο που βυθίζεται στο ψέμα

τη μέρα που λικνίζεται

σαν να ‘τανε θεά

τη νύχτα που στολίζεται

μόνο για τους καθρέφτες

τις στιγμές που πέφτουν χορεύοντας

στο πηγάδι της μνήμης

(λες και θα γύριζαν ποτέ στο φως

ξανά με το σφρίγος της νιότης)

την ένοχη σιωπή που βυθίζεται

στο τέλμα των ονείρων μας

το ψέμα που φουντώνει και μας πνίγει

τη λήθη που μας διπλώνει και μας τυλίγει.


ΕΝΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΦΙΛΟΣ / Βάκης Λοϊζίδης

 


Λεβέντης

μέσα στην

ασυνταξία των έξι χρόνων

που δεν κατόρθωσε

να πνίξει τη φωνή του

μάχεται

να σταθεί

στις οπλές της νέας γλώσσας.

Συνθέτει

το βάσανο και την ελπίδα

της μετακίνησης.

Ασύντακτα

δεν θα μείνουν τα παιδικά χρόνια.

Σπάζουν οι γλώσσες

να κατοχυρωθεί

το δικαίωμα στο παιχνίδι

για τα παιδιά που μετακινούνται.


Ποιητικό συναπάντημα με τις ‘Πικροδάφνες’ της φίλης Ποιήτριας Αγγέλας Καΐμακλιώτη.


Της Αθηνάς Τέμβριου



Διαβάζοντας για δεύτερη φορά την τελευταία ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καιμαΐκλιώτη «Οι Πικροδάφνες Θέλουν Κούρεμα», η σκέψη μου ταξιδεύει μέχρι τη θάλασσα, όπου η ποιήτρια προσδιορίζει την πνευματική της ελευθερία αλλά και την ποιητική της αρχή και συνέχεια. Γράφει στο ποίημα ‘ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ’: «Όμως δεν πρόσεξες ότι τα πόδια / λαθραία είχα βυθίσει στην θάλασσα». Μακρύ το προσωπικό και ποιητικό ταξίδι και η θάλασσα κουβαλά την Ιθάκη σε κάθε κύμα, να της θυμίζει νοσταλγικά την Πατρίδα, την ελπίδα της επιστροφής αλλά και τις μνήμες που χαρακώνουν τον χρόνο ανελέητα. Η γυναίκα για την ποιήτρια είναι η γης. Στο ίδιο ποίημα ομολογεί: «Γη διψασμένη, σημαία λευκή παραδόθηκα». Η ταύτιση της με την πατρίδα αγγίζει υπαρξιακές διαστάσεις. Είναι εμφανές πως ο πόνος προσδοκά τη λύτρωση για να ισορροπήσει τις εξάρσεις συναισθημάτων που γεννούν αδιάκοπα την έμπνευση και την έκφραση για κάθε πτυχή της ζωής.
Σε τι διαφέρουν άραγε οι ποιητές από τους άλλους ανθρώπους; Ίσως οι αισθήσεις τους ξυπνούν όταν θελήσουν να ακολουθήσουν το πεπρωμένο. Επιδίδονται τότε σαν τα καματερά να παλέψουν με τα σκοτάδια εντός κι εκτός, να ξορκίσουν την μοίρα που ανελέητα αλυσοδένει τις ψυχές των ανθρώπων. Αναμφισβήτητα, Ποιητής γεννιέσαι· δεν γίνεσαι. Όσοι αυτοαποκαλούνται ποιητές του εργαστηρίου, απλά έχουν αποκτήσει ένα χόμπι. Η δημιουργία είναι αποτέλεσμα έμπνευσης αλλά και της ανάγκης να σμιλευθεί ο στίχος μ’ αυτή την ανεξήγητη ενέργεια που λευτερώνει το αίνιγμα της ποίησης. Η Αγγέλα Καΐμακλιώτη φέρει την ποίηση με την πρώτη πνοή της ύπαρξής της, με το πρώτο συνειδησιακό φως και με κάθε κύτταρο της πατρίδας της, καθότι το να ανακαλύπτει κανείς τον εαυτό του είναι ένα ταξίδι δύναμης κι αποδοχής. Το να ταυτίζεται με την πατρίδα, δηλαδή με τον Άλλον, τότε είναι υπέρβαση. Στο ποίημα της ‘ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΥΛΩΝ’ αποκαλύπτει: «Και χαμηλώνοντας / κοινώνησα τη γάργαρη φωνή σου / στους καταρράκτες του καιρού, / Πατρίδα μου». Ακολούθως, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο της εκφράζεται στο ποίημα,
ΦΩΤΟΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ
Σχοινοβάτες αενάως
από το μαύρο ώς το κόκκινο
ισορροπούν οι άνθρωποι
αγαπώντας αλλήλους.
Ελπίζω σαν σπίτι παλιό
που απλώνει στον ήλιο
τα λευκά του σεντόνια.
Η λύτρωση στα λευκά σεντόνια της αθωότητας, το παλιό σπίτι με τον ίσκιο του παρελθόντος, σμίγουν με τον παρόν σε μια ποιητική μέθεξη ισορροπίας και φωτός. Η ποιήτρια προχωρά με ωριμότητα και γενναιότητα στην έκφραση, σηματοδοτώντας μια ανανεωμένη ποιητική πορεία.
Αντιτάσσεται και επαναστατεί σ’ ό,τι αμαυρώνει την αλήθεια και οδηγεί στην καταστροφή. Τα συναισθήματα αγανάκτησης και επανάστασης είναι έντονα στα ποιήματα ‘ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ’‘ΦΡΙΚΩΔΙΑ’‘ΚΡΙΝΑΚΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ’ και πολλά άλλα. Η αναφορά στην επανάληψη της ιστορίας και στην απραξία του Κύπριου ως προς το καλό του τόπου στο ποίημα ‘ΜΕΓΕΘΗ’συγκλονίζουν. «Όταν εκφωνούνται / τα μεγάλα λόγια / στους μεγάλους ναούς, / οι αγνοούμενοι / στα μικρά τους φέρετρα / δολοφονούνται / με μικρές επαναλήψεις». Το αίσθημα της προδοσίας είναι έκδηλο και στο ποίημα ‘ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ’, ιδιαίτερα στους τρεις τελευταίους στίχους «Αν ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια, / εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός, / Είπε και πικρογέλασε». Στο ποίημα ‘ΨΕΥΔΟΛΟΓΙΑ’ χρησιμοποιεί επαναληπτικά το συνθετικό ‘ψεύδο’ δίνοντας έμφαση στην ψευδαίσθηση που κυριαρχεί θεληματικά ή μη στις ζωές των ανθρώπων. Μα ο Ιούδας για την ποιήτρια έχει τον ρόλο του στο ποίημα ‘ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ’. Έχει μια θέση στην κόλαση, άρα υπάρχει συνειδητά και επομένως βασανίζεται από τύψεις σαν «καίγεται στο πυρ / του ενός φιλιού που ένωσε / τον θάνατο με την αθανασία» σε αντίθεση με το πλήθος της υποκρισίας που ζει «στο αλισβερίσι».
Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό στην ποίηση της Αγγέλας Καΐμακλιώτη είναι ο συσχετισμός ρεαλισμού και μεταφυσικής. ‘ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΚΕ’ είναι ένα πολύ σημαντικό ποίημα, πλούσιο σε λογοτεχνικά σχήματα, το οποίο αποτελείται από μια στροφή 25 στίχων. Είναι τόσο αριστοτεχνικά γραμμένο που πιστεύω πως η αποτύπωση των σκέψεων και των εικόνων απέχουν ελάχιστα από την αρχική πηγαία έμπνευση, πράγμα σπάνιο στη Ποίηση. Η ποιήτρια φανερώνει στους πέντε τελευταίους στίχους: «Οι γάτες καταγράφουν / με το χρυσό σκοτάδι των ματιών τους / τις δυο αδελφές να μπαίνουν μες στην αλυκή / κραδαίνοντας τσαπιά και κληματόβεργες, / λάκκους ανοίγοντας φυτεύουν αμπελώνες / η Ουμ Χαράμ και η Παναγιά Φανερωμένη». Ό,τι αδυνατούν οι άνθρωποι να κατανοήσουν, μπορούν οι γάτες. Θα έλεγα εκεί που αδυνατούν πολλοί να δουν, μπορούν να αντιλαμβάνονται οι ποιητές. Να αφουγκράζονται ακόμα και τις γάτες του Τεκκέ και να οραματίζονται ένα θεό που ενώνει τους ανθρώπους. Σύμφωνα με την Αγγέλα Καΐμακλιώτη «Ποιος άραγε μπορεί να πει με σιγουριά / τι είναι δικό μας; ποιο το ξένο;»

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

WHALE–WATCHING / Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

 

 


Ξαμοληθήκαμε στ’ ανοικτά

για να δούμε τις φάλαινες

αλλά εκτός απ’ τα κύματα

τίποτ’ άλλο δεν κουνούσε την τσίπα

του Ατλαντικού.

Όταν κρύωσα μου ‘δωσες το πλεκτό σου

και δεν ξέρω,

ήταν που ‘ταν τόσο μαλακό,

ή μήπως που μύριζε τ’ άρωμά σου,

σκέφτηκα πως θα ‘πρεπε να σ’ ακολουθήσω στη Γενεύη.

Δεν ήρθα.

Μ’ όλες τις ζωές που δεν έζησα

κι όλες τις φάλαινες που εν τέλει δεν είδα

έχω φτιάξει φωτογραφικό άλμπουμ.

Φταίω εγώ που ‘ναι πιο χοντρό

απ’ το άλμπουμ της ζωής μου;


Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΟΛΕΙΣ ΜΕ ΧΙΟΝΙ / Λεύκιος Ζαφειρίου



Κοιτάζεις διαρκώς το πρόσωπό της
περνούν εικόνες μιας άλλης εποχής ασπρόμαυρες
σε τρένα και σταθμούς
πόλεις με χιόνι με κρύο και καμινάδες στην ομίχλη
οι προβολείς καθώς πέφτουν στο πρόσωπό της
σ’ αφήνουν έκθετο στο φως και συ κοιτάς το χειμωνιάτικο παλτό
με το ’να χέρι στην αριστερή τσέπη
τα μάτια τριγωνικές σχισμές και βαθυγάλανα
στους δρόμους γύρω ένας αγέρας της σηκώνει τα μαλλιά
τα σιάχνει με τ’ άλλο χέρι καθώς φυσάει μεσ’ στη νύχτα
όπως τότε στο επαρχιακό ξενοδοχείο με τα σπασμένα παράθυρα
ήταν χειμώνας πάλι κι ο τυφλός υπάλληλος ρωτούσε τι ώρα είναι
την κοιτούσες χρόνια αδέξιος κι ερασιτέχνης του έρωτα
στα μάγουλα στα φρύδια στο λαιμό κι ύστερα έφευγες
στις μύτες των ποδιών
ό,τι μένει απ’ τη μορφή της
λύπη του έρωτα
μέσα στη νύχτα η ομορφιά της