Άνοιξε η πόρτα
και μπήκε ο Αλεξανδρινός
με αργή
πατημασιά αιωνόβιου γέρου.
Ώρα πολλή
κάθισε σιωπηλός
στη σκιά, όπου
γυαλίζαν τα υγρά του μάτια.
Κάποια στιγμή,
ανεπαισθήτως
τράβηξε το
λουρί του πεθαμένου λόγου.
Χάνεται η
Σμύρνη, χάνεται η Ιωνία,
χάνονται οι
Θεοί…
Για ποιους
Θεούς μιλούσε,
ποια Σμύρνη
και ποια Ιωνία;
Ή μήπως ήταν
παραλήρημα της άρρωστης
ψυχής του;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου