Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Πανίκος Παναγή: Εγιώ θελα μιαν ομορκιάν, να μου γεμώννει την καρκιαν.


Στέκω που μόμακρα,θωρώ
Ησουν το πι όμορφον μωρό
τοτες που σε επηρα,
μα πριν να
 
ρεξουν θκυό γρονιές,
φάε αρνούθκια, γουρουνιές,
εγινηκες..παπήρα .
.Τραβα τζιαι λλιον πισινή.
Τρωεις τον..ούτσιαλην, κανεί
Σταματα την μασέλλαν.
Εγιώ θελα μιαν ομορκιάν,
να μου γεμώννει την καρκιαν.
Εν τζι ήθελα..βαρέλλαν..
Ξερεις το ποσον σ αγαπω,
μα βαλε φτυν τι θα πω,
μεν εισαι κκελλετζινα...
Την τζιεφαλήν σου ρα πελλη,
εγιώ θελά την για φιλί
τζι όι για..ζαλατίνα.
Θώρε τζιοιλιές, θώρε μερκά! !
Εσσε τραβά η ζυαρκά ,
Που το πολλυν το βαρος..
εψωφησεν , εν το θωρείς
τζι ο γαρος μας o σιελεντρής,

τζι εμεινα γιώ.. ο γαρος

**

Μ εχεις τρελανει Αλλαξες τοσο
κι ολο μου λεεις - θα σε σκοτωσω.
Βλεπω το ματι σου σκοτεινιασμενο.
Πηρες αποφαση να με αφησεις
και μ αλλο..θυμα να πας να ζησεις
κι εγω λυπουμαι τον..καΰμένο..
Ριξε μου ,αν θελεις, και βιτριολι .
Αδειασε πανω μου ενα πιστολι
και αν πετυχεις και αποθανω,
θα ρχομαι βραδυ στην καμαρα σου,
να μπαινω μεσα στα ονειρα σου
και εφιαλτες θα σου τα κανω
Καψε με αν θελεις με την βενζινη

και οση σταχτη θα απομεινει,
στα τροφιμα σου θα σου την ρηξω
Εις το στομαχι σου θα κατέβω,
να μαι εκει να τ ανακατευω
και θες δεν θελεις ,θα σου το..πρηξω
Δωσμου αν  θελεις να πιω στριχτινη
και το κορμι μου αλας ας γινει.
Θα σου το δινω με την κουταλα,
τα μαγειρεματα σου να τα γλυκαινεις,
να τρως συνεχεια και να..παχαινεις
κι εγω να λεω- νσ μια..βουβαλα..


Γιάννος Λαμπής: …ταΐζω με κόλλυβα τα πουλιά, λέω δυνατά καλημέρα και επιστρέφω στο όνειρο μου.




Στο γράμμα εκείνο που δεν έστειλα ποτέ
δεν μου απάντησε κανείς,
έγραφα πως κάθε βράδυ με σταύρωναν οι λέξεις
και πως ο κήπος που ήταν γεμάτος λουλούδια
δεν ήταν διόλου κήπος
αλλά κοιμητήριο με σπασμένους σταυρούς
και πως αυτός που τον φρόντιζε
βρέθηκε να κρέμεται νεκρός στο κυπαρίσσι
από τον σπάγκο ενός αναμμένου καντηλιού
και πως γύρω του μαζεύονταν οι χήρες κάθε βράδυ
κι έπιναν μαζί του καφέ,
στο γράμμα εκείνο που δεν έστειλα ποτέ
μ’ απάντησε χθες ο φροντιστής,
μού ’γραφε πως βαριά είναι της λήθης η θηλιά
και να φροντίζω του κυπαρισσιού τα κλώνια
για να ξαποσταίνουν τα πουλιά.

**
..μικρός φοβόμουν να περάσω έξω απ’ το νεκροταφείο
ακόμα και την μέρα,
τώρα, βγαίνω συχνά τα βράδια απ’ το σπίτι,
προσεκτικά ανοίγω την πόρτα που τρίζει
και αφού βεβαιωθώ πως δεν με ακολουθεί κανείς
πάω και κάθομαι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, καπνίζω και
καρτερώ να ηχήσει η φυσαρμόνικα που κάποιος νεκρός
ξεγέλασε τους ζωντανούς και την πήρε μαζί του,
ακούω τα τραγούδια των πεθαμένων
και τα λουλούδια που μιλάνε μεταξύ τους,
μένω εκεί μέχρι το χάραμα που τελειώνει η γιορτή, κι όλοι,
αποκαμωμένοι απ’ τον χορό να επιστρέψουν στους τάφους τους
και μετά, αφού γυαλίσω τα μάρμαρα, να μην μείνουνε σημάδια,
αλλάζω τα φυτίλια στα καντήλια για να πάψουν να τσιρίζουν
μαζεύω τα χρώματα της αυγής και στολίζω τις προτομές
ταΐζω με κόλλυβα τα πουλιά
λέω δυνατά καλημέρα
και επιστρέφω στο όνειρο μου.

**
Είμαι κι εγώ ένας περαστικός
ένα όνομα γραμμένο πάνω στην άμμο
που μ’ ένα φύσημα του αέρα αναδεύεται
σβήνει και τίποτα πια δεν μένει,
μια ματαιότης, μια ψευδαίσθηση, μια κίνηση στο κενό,
ρέω συνέχεια μέσα σε μια κλεψύδρα
γεμίζω – αδειάζω μετρώντας το χρόνο
σαν μια μνήμη χάνομαι
που δεν μπορείς να κρατήσεις,
πριν η επόμενη ριπή του αέρα
για πάντα με σκορπίσει
προλαβαίνω να ζήσω ολάκερη ζωή,
γιατί μέσα από εσένα έμαθα ν’ αγαπώ!



Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Άγις Χαραλαμπίδης : Το να ’σαι ο κάλλιστος...είναι καλύτερο απ’ το να ’σαι ο μέγιστος



ΕΠΑΡΣΗ

Κέρινο ανθρωποειδές
επαίρεται με στόμφο
για την κυριότητα της κατάκτησης·
αυτός είναι που πήρε, καθώς είπε,
την κατάλληλη απόφαση την κατάλληλη στιγμή∙
ανησυχεί, βλέπεις, μήπως σ’ αλλουνού το κεφάλι
η ιστορία αποθέσει της δόξας το στεφάνι·
τέτοια σοφά ο ξεπαρμένος βεζύρης.
Παρ’ ολ’ αυτά, όλοι το ξέρουνε
πως η τηλεκατευθυνόμενη οβίδα
που χτύπησε το ξεμοναχιασμένο καράβι
και η ακατάσχετη στο πλήρωμα αλληλομαχία
είχανε κατάλληλα προετοιμάσει τη λεία
μια στις χίλιες τέτοια ευκαιρία.
Η Δικαιοσύνη βρέθηκε σε απόγνωση
με τα παιδιά της πήρε τα μονοπάτια
σε αναζήτηση στέγης.
Η ισορροπία είχε προσώρας αποκατασταθεί.
Ο ήλιος, να δούμε τι θα φέρει
στο επόμενο ταξίδι σαν θα’ρθει.

**

Άγραφο συμβόλαιο Στη μνήμη του πατέρα του: Ευθύμιου Χαραλαμπίδη 1916 – 2000

Φορές θυμάμαι
τις σταράτες
ολιγόλογες κουβέντες του∙
τις παροτρύνσεις
τις συμβουλές του∙
που δεν ήταν ακριβώς εντολές
μα ούτε και διαταγές∙
που δεν μπορούσα όμως να ξεχάσω
πολύ περισσότερο
να παραβιάσω∙
μοιάζανε με άγραφο συμβόλαιο
γεμάτο ανδρισμό
που ισορροπούσε έγνοια κι αγάπη
για το νεαρό παιδί
που ήμουνα τότε.


**


ΜΙΚΡΕΣ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ
IV
«Το να ’σαι ο κάλλιστος
φίλε αγαπημένε
είναι καλύτερο
απ’ το να ’σαι ο μέγιστος

τελεία και παύλα»
του είπε
κλείνοντας το διάλογο.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Χριστίνα Υπερμάχου: είναι χιλιάδες οι φορές που η αίσθηση ταξίδεψε δίχως κουπί δίχως φτερό






Τα όνειρα
Ίσως να είναι
το ατράνταχτο σου άλλοθι
που επικαλείσαι.
Όταν επικαρπούσαι τη ζωή.
Ή η πρόκληση
να συμμετέχεις στο χρονοχώρο της
αφού το καθ' ένα τους ξεχωριστά
είναι και μία πρόσκληση.
Ίσως πάλι
η πρόφαση τού να ζεις.
Έτσι απλά.
Τού πως να επιβιώνεις.
Το αυθαίρετο σου δικαίωμα
ή η παρανομία σου.
Μπορεί και η ακίδα
που σου τρύπα τα σωθικά
ή η εθιστική ουσία από το θεϊκό κρασί
που ενσταλάζει τη μέθη και τη μέθεξη
μέχρι και το μεδούλι.
Μπορεί μήτε το' να μήτε τ' άλλο.
Αλήθεια
ανάμεσα σε μένα και σ' αυτά
μιά στέρνα μας συγκοινωνεί
γεμάτη συγκινήσεις.
Κι είναι φορές
που σκύβει τ' ανεκπλήρωτο
να πιεί μεσ' απ' τις χούφτες του
όλες μου τις αισθήσεις
Ανάμεσα σε μένα και σ' αυτά
η στέρνα γίνεται θάλασσα
χωρίς λιμάνι και στεριά.
Και τότε μας χωρίζει.
Κι είναι χιλιάδες οι φορές
που η αίσθηση ταξίδεψε
δίχως κουπί δίχως φτερό
ώσπου να τ ' ακουμπήσει.
Πόσο πολύ τ ' αγάπησα, τα γνοιάστηκα,
τα πόθησα, καθώς τα ονειρεύτηκα.
Θαρρώ παραμυθιάστηκα.
Υποσυνείδητα
ως να' ναι και συνειδητά
ήδη τα έχω ζήσει.
**
Στερνή μου πτώση να σ ' είχα πρώτα
Στη βράση κολλάει το κίνητρο,
στη βράση κι η προσπάθεια
για να τελεσφορήσει.
Ας πούμε για αφύπνιση.
Ας στέρξουμε λοιπόν
ν' αδράξουμε τη ζέση τους,
πρωτού μεσ' στη πυράκτωση καούν,
πρωτού γενούν δαυλός
και παρανάλωμα φωτός
και λιώσουν και χαθούν.
Ποιός θα μαζέψει ύστερα
τη στοιβαγμένη τέφρα τους
και που να τη φυλάξει.
Ποιά τεφροδόχος,
θε να στριμώξει άραγε
την αιωνία μνήμη τους,
ποιός να τη μνημονεύει.
Τουλάχιστον πριν φθάσουμε
στο χείλος της ζωής,
ας προσπαθήσουμε
έστω και την υστάτη.
Για μιά ενδοσκόπηση,
ένα ταξίδι, μιά περιήγηση,
γιά μία καταβύθιση
στο πιό βαθύ εγώ,
αφού εγκλωβιστήκαμε,
θέλαμε δεν το θέλαμε
σε αυτοεγκλεισμό.
" Στερνή μου πτώση να σ ' είχα πρώτα"
θαρρώ θ' αναφωνήσουμε
αναδυόμενοι μετά,
από τον χρονοχώρο των βυθών,
στο πιό ρηχό νερό
που ρέει ασταμάτητα
σ' ένα ρευστό παρόν.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Κουμέττος Κατσιολούδης : Δε θα μας πλήγωνε, που δεν έχουμε φτερά, αν δεν υπήρχε ο ουρανός........ να μας το υπενθυμίζει.......






[...]
- Πώς έμαθα να μετρώ;
Μετρούσα της μάνας μου.........
τα 1974 δάκρυα•
ξανά..... και ξανά..


**
Λοιπόν,
ας το ξεκαθαρίσουμε κι αυτό.
Δυο θρησκείες υπάρχουν στον κόσμο....
οι Καλοί άνθρωποι
κι οι Κακοί άνθρωποι...


**
Πλέον, ούτε τα ρόπαλα,
ούτε τα ξίφη....
ούτε κι οι δαυλοί βοηθούν, Μαρία•
η Λερναία Ύδρα
γεννοβολάει..........
-ακατάπαυστα- κεφάλια..


[Οι ηλίθιοι ] / Κουμέττος Κατσιολούδης

Οι ηλίθιοι
δεν αλλάζουν κατεύθυνση.
Θα σε ποδοπατήσουν.
Θα θελήσουν να περάσουν
με το ζόρι από πάνω σου.
Αγνοούν.......
πως είσαι...... νάρκη.

[Εδώ και λίγες μέρες] / Κουμέττος Κατσιολούδης

Εδώ και λίγες μέρες,
τo βράδυ... πριν να κοιμηθεί,
βγάζει τα μάτια του
και τα βάζει, δίπλα, στο κομοδίνο
―κουράστηκε, βλέπετε......
να βλέπει.........
απραγματοποίητα όνειρα!

[Το θέμα........] / Κουμέττος Κατσιολούδης

Το θέμα........
δεν είναι, μόνο, το βάθος μας,
αλλά κι η διαύγεια των νερών μας.
Διότι οι ομορφότερες ψυχές,
μπορεί μεν.......
να κατοικούν στα μεγαλύτερα βάθη,
αλλά τις βλέπεις
κι από την επιφάνεια.....

Τα δέντρα κι οι ποιητές/ Ειρήνη Ανδρέου


Τα δέντρα κι οι ποιητές πεθαίνουν όρθια.
Οσοι άνεμοι , μπόρες και καταιγίδες κι αν
τα δέρνουν....
Στον Πρωταρά κάτω από το ξωκλήσι
του προφήτη Ηλία ήταν δύο δέντρα δίπλα δίπλα.
Τόσο φουντωτά κι επιβλητικά
που εμπόδιζαν την θέα στα απέναντι εξοχικά.
Ξαφνικά ξεράθηκαν.
Ο κηπουρός είπε
πως τρύπησαν τον κορμό τους
και σταξανε μέσα φαρμάκι..
Εστω και χωρίς φύλλα
εξακολουθούσαν να στέκονται περήφανα.
Η θέα ελευθερώθηκε κάπως...
Φαινόταν ο επιβλητικός φωτισμένος βράχος
όπου ήταν κτισμένο το εκκλησάκι ...
Όχι πολύ γιατί την εμπόδιζαν
τα γυμνα κλαδιά..
Όμως κι έτσι φάνταζαν πολύ όμορφα ειδικά το βράδυ .
Σαν γυμνές λεηλατημένες ψυχές που με πείσμα στέκονταν
αγέρωχες έστω και φαρμακωμένες.
Τα θαύμαζα, κάποιους μου θύμιζαν...
Μια μέρα ήρθε ενα φορτηγό με δυο εργάτες
κι άρχισαν να πριονίζουν τις ψυχές, συγγνώμη τα δέντρα. Μέχρι που πέσαν καταγής. Κι έτσι γίναν κούτσουρα
για να ζεσταίνουν τους ανθρώπους που τα φαρμάκωσαν......

Συνοχηδόν / Τυρίμου Γ. Ελένη



Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...

Μην υψώνεις το χέρι / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Μην υψώνεις το χέρι
απειλητικά ζωή
γιατί δεν σε φοβάμαι
Δεν τρομάζεις πια
τα χρόνια που μούταξε ο Θεός
Όσοι νικήθηκαν
έγιναν σύννεφα στον ουρανό
που βρέχει δάκρυα
σε όσους μείναν
Ανοικτούς λογαριασμούς
διατηρούσα ζωή
για το άδικο που έπνιξε
τα όμορφα χρόνια μου
Και βγαίνουν νικητές
της ψυχής μου οι ρίζες
της καρδιάς μου οι παλμοί
Του παιδιού μου τα παιδιά
αγκαλιάζουν σφικτά
το κουρασμένο κορμί μου
και διοχετεύεται η αγάπη τους
μέσα στο είναι μου
Κι αυτό είναι η νίκη μου


παρακαταθήκη καρδιάς / Ονουφρίου Περικλέους Αντριάνα


Γιε μου
Στερεύουν τα αισθήματα.
Καταρρέουν σαν πύργοι στην άμμο.
Οι καιροί αλλάζουν συνεχώς.
Άνθρωποι διέρχονται τις στράτες,
διαβάτες του μεσονυκτίου,
και χάνονται στο βάθος.
Αλλά εγώ ειμ έδω, ακοίμητος
φρουρός της καρδιάς σου.
Μην εκθέτεις τα όνειρά σε
γκαλερί αλήθειας. Τ αγοράζουν
με κάλπικο νόμισμα κι εσύ μένεις
μόνος να γλύφεις πληγές σαν
κακοποιημένο σκυλί.
Εγώ θα στέκω αθέατη στο πλάι σου.
Αλλά κι αν φύγω, ερήμην μου, έχω
καταθέσει την ψυχή μου στον
λογαριασμό της σκέψη σου. Να τραβάς
συμβουλές και ελπίδα, υλικά ονείρων,
και θάρρος. Μην γονατίσεις, κι αν συμβεί
σήκω αμέσως. Να θυμηθείς το βλέμμα μου
όταν λέω σ αγαπώ, το χάδι μου όταν
σφαδάζεις απ τον πόνο, την αγκαλιά μου
όταν βασίλευει ο ήλιος στην καρδιά σου.
Ξέρεις, στα λάθη σου θα δίνω πιότερη
αγάπη σαν χέρι για να σηκωθείς.
Και πότε πότε να πίνεις κι ένα ποτηράκι
μαζί μου. Έτσι για να κοινωνούμε αγάπη
και να τραγουδάμε την ζωή να μην στεγνώσει.

ΛΑΠΗΘΟΣ ΜΟΥ / Μαρίνα Τακκίδη


Λάπηθος μου δέν είχα την τιμή
ποτέ νασε γνωρίσω
όμως και όπως άκουσα είσε πανέμωρφη δέν πάεις πάρα πίσω
θάθελα να σε επησκευτώ
μά τώρα δέν έχω ποδια
αλλά είναι και πολύ αργά γιά τέτοια επισόδια Λάπηθος μου
Σου έυχομε σύντομα
όλα νά τά λήσου
καί τα παιδιά σου Λάπηθος μου κοντά σου να γυρίσουν
η ξενητειά μας τσάκκισε
σαράντα έξει χρόνια
θέλουμε τους τόπους μας καί τρώει μας η ένια
όλοι εμείς οι πρόσφηγες
ζούμε τόν είδιον πόνο
καί καρτερούμε την στιγμή του γυρισμού μας μόνο
Ζήσαμε πίκρες πάρα πολλές
Εμείς γιά τά χωριά μας
και εέυχομε να γυρίσουμε να πνάση καί η καρδιά μα

ο κάθενας τό σπίτι του
τό πάτρογωνικό του
εκεί όπου γεννήθηκε το ξέρει το΄ είναι τό δικόν του
Τόν τούρκο πιός τον κάλεσε
νάρτη να τα αρπάξη
καί τώρα μας χουμίζετε ρίζητα και γιατί λέει είναι δικά του?
η μάνα του του τ'αδωσε
ή που τον δικόν του κύρη
καί σήμερα χουμίζετε πως είναι καί νοικοκύρης
ούλλα τούτα που λαλή
όλα είναι δικά μας
ποτέ δέν ηταν τούρκικα από τα παππογεννηκά δικά μας
καί η πέτρες μας γνωρίζουνε
ακόμα και τες πατιές μας
άν τες ρωτήσουν θά τους το πούσει ειναι καθαρα δικές μας
καί είναι η πατιές μας

ΙΟΥΛΙΟΣ ΜΗΝΑΣ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα



Ιούλιος μήνας,φεύγει ξαναγυρνάει,
πάντα με μαύρη ,ολόμαυρη φορεσιά φοράει.
Σαράνταέξι χρόνια,πηγαινοέρχεται,
κι είναι πολύ θλιμμένος,
σαράνταέξι χρόνια καί πάντα είναι κλαμένος.
Το βάρος πού φορτώθηκε,ασήκωτο φορτίο,
αγκάθινο τό στέφανο ,φοράει στό κρανίο.
Με ανεξίτηλη μαύρη μελανιά,είναι στιγματισμένος,
κι αυτός ,όπως ο Πενταδάκτυλος,ύπουλα προδομένος.
Ο χρόνος 1974 μάζεψε τα δώδεκα παιδιά του,
καί μοίρασε τού καθενός ,τα τραπουλόχαρτα του.
Στούς δέκα έπεσε χαρτί με χρώματα κι ελπίδες,
Ιούλιο και Αύγουστο χαρτί μαύρο,κατάμαυρο,
σημάδι πού προμήνυε ,φρίκη ,πόνο καί μαύρες καταιγίδες.
Μαύρο χαρτί ήταν τό μερτικό τους,
καί έτσι άρχισε καί τό μαρτύριο τους.
Στά μάτια τους τα δάκρυα,χρόνια πολλά αναβλύζουν,
τόν πόνο τόν αγιάτρευτο,καθημερινά ποτίζουν.
Τίς ξηραμένες τις πληγές,που ο χρόνος δεν τις κλείνει,
σάν έρχεται ο Ιούλιος ,άπ´τή αρχή τις ξύνει.
Μαύρες φιγούρες,πένθιμες με βήματα βαριά,
σέρνονται ώς τά μνήματα,να βρούν παρηγοριά.
Βουβό κι αμίλητο τό καλωσόρισμα του,
γιατί φέρνει στή μνήμη μας,τή σκοτεινή θωριά του.
Μαύρο βαρύ καί πένθιμο τό καλωσόρισμα του,
γιατί φέρνει στήν μνήμη μας,τή φρίκη τού θανάτου.
Πίσω από το συρματόπλεγμα,πισθάγκωνα δεμένος,
ανήμπορος να προσπαθεί,τα μάγια του να λύσει,
μα είναι δύσκολο πολύ,όσο κι αν προσπαθήσει.
Κόμπος αξεδιάλυτος,με δύσκολη πορεία,
κρατάει χρόνια αρκετά καί γράφει ιστορία.
Σαράνταέξι χρόνια πέρασαν,
κι όμως οι μνήμες άσβεστες,
βαθειά είναι χαραγμένες,
κι αυτές οι μέρες πιό πολύ,
είναι πολύ θλιμμένες.

ΣΚΕΨΗ / Μαρούλλα Πανάγου


Σκέψη μου αχαλίνωτη πιο πέρα απ' τα επίγεια
Αγέρας που φτεροπετά σ' άστρων τα κηροπήγια
Σε λουλουδιού το πέταλο και σε πουλιού φτερό
σε κυμματένια θάλασσα και δαντελένιο αφρό
Ύμνος εσύ του έρωτα π' απόκριση γυρεύει
και των πουλιών τ'αρμονικό ζευγάρωμα, ζηλεύει .
Δεν είσ' εσύ του γήινου πρόσκαιρου παραδείσου
Βαθιά αχανής είσαι ψυχή σε βάθος μιας αβύσσου
ποιος θα μπορεί το βάθος σου να βρεί να ξεδιαλύνει
Κι από το κρυπτογράφημα να βγει χλωμή η σελήνη.
Γλύπτης που με την σμίλη σου την προτομή λαξεύεις
της μοναξιάς συντρόφισσα, το τέλειο σαν γυρεύεις .
Σκέψη τρελά φτεροπετάς, σε οριζόντων βάθος
ασύνορη δεν κλείνεσε, συνεπαρμένο πάθος
Ατέρμονη δημιουργός και πάντα πρωτοπόρος
ήλιος! δεν φυλακίζεσαι και φυτεμένος σπόρος
Κι απ' την σπορά βγαίνει ανθός , η γύρη ξεχειλίζει
Σκέψη που μέλισσα τρυγά τ'άνθη σαν τριγυρίζει .