Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

"ΧΑΡΑ" / Πενταράς Νίκος

Το βλέμμα της μέρας
σπέρνει χαμόγελα
στο βρεγμένο χώμα
κι ένα μικρό κυκλάμινο
ανάμεσα στη σιωπή των βράχων
ανασαίνει την άνοιξη.


(από την ποιητική συλλογή "Σε φόντο φθινοπωρινό", 2015)

[Υγρές φωτογραφίες] / Γεωργίου Εύα

Υγρές φωτογραφίες
κοιτάχτηκαν κατάματα
και διαλύθηκαν
Ούτε το βιβλίο άντεξε
σωριάστηκε κατάκοπο
Μόνο λίγες ναρκωμένες
αναμνήσεις υποβαστάζουν
το μυαλό
Θολό τοπίο
Θολά πρόσωπα
Κανένα χαμόγελο δεν ξεχωρίζει
Άγνωστος κόσμος!
Παράδεισος η κόλαση;
Χειμώνες βαριαναστενάζουν
κει που η Άνοιξη στήνει καρτέρι
Η τελευταία λέξη έγειρε
στο χώμα αμετανόητη
Είσαι πια αλλού
ξέμπαρκος χωρίς χάρτη
Αιωρείσαι σε μια γης κουκίδα

Αγαπη -αλληλεγγύη... / Άθως Χατζηματθαιου



'Αδειοι οι δρόμοι και το αγέρι φυσά τρελά
Στο πεζοδρόμιο ένα μπουκάλι κατρακυλά
Κι ένας άστεγος στέκει στην άκρη
Στα βλέφαρα του στάζει ένα δάκρυ
Κάνεις δεν θέλει κάνεις δεν δίνει
Η αλληλεγγύη στο δάκρυ σβήνει.
Που πήγαν όλοι άνθρωπο ψάχνει
Νεκρή η πόλη και η ψυχή του
Έγινα όλοι πέτρινοι βράχοι
Κλέβουν τα όνειρα και τη ζωή του
Οι δρόμοι άδειοι κι όμως μπουλούκια τον προσπερνούν
Λες δεν υπάρχει τι κι αν το βλέπουν δεν τον κοιτούν
Μονάχος είναι μονάχος μένει
Η μοναξιά του εκεί προσμένει
Πέφτει η νύκτα παντού σκοτάδι
Πόσο αλήθεια διψά ένα χάδι.

ΚΗΔΕΙΑ / Πανάγου Μαρούλλα


Η νειότη σου λεμονανθός
χαμένο παλληκάρι
Κόπηκε της ζωής σου ανθός
Κύπρου μαργαριτάρι

Φύγαν τα χρόνια πέρασαν
και ορφανό το σπίτι
Πάνε οι γονείς και γέρασαν
σ'ελπίδας καρδιοκτύπι

Πάντα να περιμένουνε
για την επιστροφή σου
Μα τώρα μνημονεύουνε
κόκκαλα στην ταφή σου

Πάνε οι γονείς γεράσανε
μ'επιστροφής ελπίδα
πως θα σε δούνε αγόρι μου
με λευτεριάς πατρίδα

Μαρμάρωσε η υπομονή
πέτρωσε η ελπίδα
που πίσω θα σε έφερνε
'ελευθερη πατρίδα,

Ωδή στον καταραμένο ποιητή / Ειρήνη Ανδρέου


Είναι στ' αλήθεια φοβερό
να είσαι ποιητής καταραμένος
σ' ένα κόσμο από μπετόν
κι από δαιμόνους τριγυρισμένος.
Με μπόχα σαπίλας, μύτες γαμψές
γέλια σαρδώνια λεπίδες χέρια
Να στάζει πάνω σου της γης ο λεκές
κι άλλοι να γράφουνε γι' αστέρια.
Μα εσύ εκεί μ΄ένα στυλό
να το βουτάς σε βρώμα κι αίμα
να κάνεις στίχο το κάθε στοιχειό
και να μολύνεσαι να στάζεις αίμα.
Τι καταισχύνη και τι ντροπή
την αλήθεια να σκοτώνουνε με μένος
κι έτσι άδοξα να σβήνεις κι εσύ
μονος και ξένος , καταραμένος ...

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ: Δύο (2) ποιήματα

Εκθέτω τη ζωή και την αλήθεια μου
στον ήλιο και στην κρίση τ ουρανού
Πουλιά οι ελπίδες φτερουγίζουν
όλη μέρα ζωγραφίζοντας τη χαρά
στα ύψη της αισιοδοξίας
Εκθέτω τη ζωή και την αλήθεια μου
στην παγωνιά και στα σύννεφα
Πουλιά οι ελπίδες φτερουγίζουν
και κρύβονται φοβισμένες
στα ματόκλαδα της άγριας βροχής
προσμένοντας τη λιακάδα ξανά
Εκθέτω τα όνειρα και τα λάθη μου
σε ζηλόφθονα μάτια
σε καρδιές δίχως αίμα
σε φωτεινές λεωφόρους
και σκοτεινά μονοπάτια
Εκθέτω γυμνή την καρδιά μου
στη ξεδιάντροπη υποκρισία σας
και τολμώ όσα εσείς θα θέλατε
αλλά δεν τολμάτε

**

Άγρια μπόρα η οργή
ρημάζει τη ζωή μου
και σήμερα όπως και χτες
Θυμώνω για το άδικο
που πάντα βασιλεύει
όπου ο φόβος κατοικά
και το κεφάλι του σκυφτό
κρατά ο αδικημένος
Ηφαίστειο το αίμα μου
θαρρώ θα βγει απ τις φλέβες
και ασταμάτητη βουή
οι σκέψεις στο μυαλό
Ένα αναπάντητο γιατί
μαχαίρι στην καρδιά μου
τα τείχη σου που ύψωσες
Μα πάντα θα χαμογελώ
γιατί έχεις ότι αγαπώ
κι αλήθεια το λατρεύεις
Νάσαι καλά που μ έμαθες
χρόνους πικρούς να ζω

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Παιδί προς μητέρα / Αλεξία Βίκτωρος


Θυμάμαι παίζαμε κρυφτό
και έτρεχα μήπως με βρεις.
Παίζαμε κυνηγητό
και έτρεχα μήπως με πιάσεις.
Παίζαμε και τραγουδούσαμε στη μαγική χώρα, με τα πολλά παιχνίδια.
Έτσι μου είχες πει...
Μου χαμογελούσες και μου έλεγες,
κοντά σε εκείνους τους συμπαθητικούς ανθρωπάκους,
ότι ο καλύτερος πρέπει να κερδίσει σε αυτό το παιχνίδι.
Ο καλύτερος θα "ταϊστεί".
Ο καλύτερος θα πιάσει καραμέλες και γλειφιτζούρια.
Ποιο παιδί δεν θέλει ζαχαρωτά;
Μαμά... δεν μου αρέσει αυτό το παιχνίδι.
Ούτε μπορώ να σε βρω, ούτε μπορώ να σε πιάσω.
Πώς κρύφτηκες τόσο καλά;
Δε μου έχεις πει πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι,
και αρχίζω να φοβάμαι!
Επιτρέπεται να καταπνίγουν το-υ-λύπες καπνού τα άλλα παιδάκια;
Κάνουν κακό τα λουλουδάκια;
Είδα κάποιους να βάζουν έναν άνθρωπο μέσα σε έναν φούρνο.
Είναι ειδικό δωματιάκι, για να τον ζεστάνει;
Πώς θα συνεχίσει το παιχνίδι κλεισμένος εκεί μέσα;
Παρατήρησα κάτι άλλους ανθρωπάκους να κοπανούν τη στάχτη και να τη ρίχνουν στο ποτάμι.
Είναι η σκόνη από το τζάκι;
Πού είναι το τζάκι;
Κρυώνω...
Μπορώ να τους πω να με βάλουν και εμένα στο δωματιάκι του φούρνου ή βάζουν μόνο τους μεγάλους;
Όλοι κάνουν μπάνιο και εμένα δε με σκέφτεται κανένας!
Πηγαίνουν σε κάτι δωματιάκια για το "λουτρό".
Θα πάμε μαμάκα και εμείς!;
Μην ανησυχείς,
θα σε περιμένω να πάμε μαζί.
Δεν μοιράζομαι την απόλαυσή μου με κανέναν άλλο.
Βλέπω κάτι κυριούλες με κάτι άλλους κυρίους.
Μαμά μου, και εσύ έχεις κάνει φίλους;
Δεν μπορώ να βρω ούτε τον μπαμπά.
Είσαι μαζί του;
Μαμά πού είσαι;
Δεν έχω καταλάβει πώς παίζεται το παιχνίδι.
Μαμά θέλω να νικήσω!
Αλλά πώς;
Δε μου εξήγησες πώς παίζεται και δεν έχω κανέναν να ρωτήσω.

[Εκθέτω τη ζωή και την αλήθεια μου] ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Εκθέτω τη ζωή και την αλήθεια μου
στον ήλιο και στην κρίση τ ουρανού
Πουλιά οι ελπίδες φτερουγίζουν
όλη μέρα ζωγραφίζοντας τη χαρά
στα ύψη της αισιοδοξίας
Εκθέτω τη ζωή και την αλήθεια μου
στην παγωνιά και στα σύννεφα
Πουλιά οι ελπίδες φτερουγίζουν
και κρύβονται φοβισμένες
στα ματόκλαδα της άγριας βροχής
προσμένοντας τη λιακάδα ξανά
Εκθέτω τα όνειρα και τα λάθη μου
σε ζηλόφθονα μάτια
σε καρδιές δίχως αίμα
σε φωτεινές λεωφόρους
και σκοτεινά μονοπάτια
Εκθέτω γυμνή την καρδιά μου
στη ξεδιάντροπη υποκρισία σας
και τολμώ όσα εσείς θα θέλατε
αλλά δεν τολμάτε

Η ποίηση του Άθου Χατζηματθαίου


Από το Νίκο Πενταρά
Όλη η μνήμη του κόσμου χωράει μέσα στην Ποίηση. 'Η, τουλάχιστον, αυτή τη μαγική εντύπωση μάς δίνει η τέχνη της Ποίησης. Όλα όσα έχουν χαθεί κι εκείνα που θα έρθουν και θα περάσουν και θα χαθούν, θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση. Η ευθύνη της ποίησης και των ποιητών έναντι του κόσμου είναι μεγάλη και αφορά τις ελάχιστες αντιστάσεις που μπορούμε να προβάλουμε στους πυροβολισμούς που δεχόμαστε καθημερινά για την αισθητική που μας παιδαγωγεί. Η κοινωνία έχει ανάγκη την Ποίηση και την Ποιητική πράξη. Γι’ αυτό ο ποιητής, ο γνήσιος ποιητής, πρέπει να είναι ένας αφοσιωμένος της Ποίησης και της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός πρέπει να μένει πάντα ο αφοσιωμένος της και να εκφράζει τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή, μέσα από τα ποιήματά του.
Η Ποίηση είναι Λόγος Ιερός και οφείλει να Λειτουργείται από τους Ποιητές με αφοσίωση και ευλάβεια. Ο Άθως Χατζηματθαίου, ως γνήσιος και αφοσιωμένος εραστής της Ποίησης και της Ζωής, νιώθει ενδόμυχα το βάρος αυτής της ευθύνης. Προσεγγίζει με συνέπεια και αγάπη την ψυχή του κόσμου, μια ψυχή που καθημερινά ορφανεύει όλο και πιο πολύ από τη Σκέψη και το Όνειρο, που τη συντήρησαν στους αιώνες, και μαρτυρεί το είναι της.
Η ποίηση του Άθου Χατζημαθαίου προσλαμβάνει το μυστικό της ανθρώπινης φύσης και το διαθλά απειροδιάστατα στο κοσμικό κάτοπτρο. Αιωνίζει την κοσμική περιπέτεια με όρια το αιώνιο και άρρητο και το εφήμερο και φθίνον. Μεταξύ Ζωής και Θανάτου ανασταίνει ξεχασμένες αλήθειες, φωτίζει εμπνευσμένα κρύφιες διαστάσεις της καθημερινότητας και αποκαλύπτει θεσπέσιες πλευρές της προσωπικής ζωής. Είτε είναι συμβολική, είτε είναι ρεαλιστική, είτε είναι εξπρεσιονιστική ή υπερρεαλιστική, υπερβαίνει τα στεγανά των σχολών και των κριτικών και γίνεται μουσικό φθέγγεσθαι πλήρες νοήματος.
Ο Χατζημαθαίου εισδύει με πάθος και φιλοσοφική διάθεση στον ιερό συρμό των κοσμικών δρώμενων με τις βαθιά μεταφυσικές προεκτάσεις και πολιορκεί το μεγάλο γεγονός της ύπαρξης στον κόσμο, για να αναπλάσει ποιητικά τα βιώματά του. Έτσι, πάρα πολλά από τα ποιήματά του μαρτυρούν τους τραγικούς προβληματισμούς του και αναμοχλεύουν συντελεστικά τις ηχηρότερες δυνάμεις της συνείδησης. Ο ποιητής επιλέγει το σκηνικό του προσεκτικά και ταυτίζεται με τους ήρωες του, τα πρόσωπα και με τα πράγματα, όπως οι λάτρεις του διονυσιακού χορού, όπως οι μύστες και οι μυσταγωγούμενοι στα ελευσίνια μυστήρια, όπως οι στρατευμένοι ιππότες και οι θεουργοί.
Μέσα από χρώματα πολλά και ευωδιά, έχοντας την άθραυστη γλυκύτητα νεογέννητου παιδιού, η ποίηση του Άθου Χατζημαθαίου οδεύει κατ’ ευθεία στην ουσία, συγκεράζοντας ψυχική ευπάθεια και στοχαστική διάθεση. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η έντονη αίσθηση της ζωής και η δίψα να αγγίξει το αιματηρό βάθος των πραγμάτων και των ιδεών, να αφομοιώσει τις δύο αιώνιες αξίες τον έρωτα και τον πόνο, που ζυμώνονται με το πάθος και γίνονται στίχος. Μια ορατή ευαισθησία και μια αδιόρατη θλίψη αναδύονται μέσα από τους στίχους του. Τραγουδά με ειλικρίνεια και αυθορμησία σε όλους τους τόνους, από την τραυματισμένη τρυφερότητα ως το σφοδρό πάθος.
Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στον αναγνώστη της ποίησης του Χατζημαθαίου είναι η ασυγκράτητη ρομαντική διάθεση, η αφοπλιστική ειλικρίνεια και ο πυκνός λυρισμός. Η πηγαιότητα, επίσης, η ευαισθησία και ο πλούτος των εναλλασσόμενων εικόνων τής δίνουν περίσσια χάρη. Είναι μια ποίηση που συγκινεί μα και που, συνάμα, προβληματίζει. Μια ποίηση που προσφέρει παρηγοριά και λύτρωση μέσα στην ψυχρή, την απάνθρωπη εποχή μας.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

«ΑRS MORIENDI» / Μοράρης Γιώργος


Η χορεύτρια που έβλεπε τη ζωή
ένα παιχνίδι στον αέρα
ξετυλίχτηκε σαν ένα κύμα
να διαγράψει στον αέρα το ανεπανάληπτο τόξο της.
Πριν ζευγαρώσει ξανά με το κορμί της
η αυλαία έκλεισε για πάντα
αφήνοντας ανοιχτή μόνο μια γωνιά στα χείλη της.
Από ένα μικρό πέρασμα μας έδωσε την ψυχή της.
Την έβαλαν στη στάση εμβρύου
σαν να ‘ταν η μέρα του πένθους μέρα τοκετού.
Το τελευταίο επιφώνημα ζωγράφισε στην όψη
που έσπασε το σφυγμό της σαν χορδή άρπας.
Ο ελεγειακός ποιητής κλείστηκε στη νεκρή
να γίνει εκείνος το όνειρο της νύχτας της.
Ακόμα χορεύει
βγαίνει από το σώμα της σαν φάντασμα
και μαθαίνει την τέχνη του θνήσκειν.

Ο ΛΟΙΜΟΣ / Μοράρης Γιώργος

Ακόμα και τα μάτια των ψαριών γέμισαν δάκρυα
όταν οι Αθηναίοι
άναψαν την πυρά μπροστά στη θάλασσα
χτυπημένοι από τον μαύρο όλεθρο.
Πήραν φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
το πέταγμα της σκιάς μου
ενώθηκε με τη νύχτα
η ψυχή ναυάγιο του κορμιού μου
κάτι λιγότερο από καπνό και από άνεμο.

Θαμμένος σ’ έναν τάφο
γεμάτος ανεξιχνίαστα μυστικά.
Πάνω στη στάχτη μου πλαγιάζουν
οι νεκροί του λοιμού.
Για το σκοτάδι που κρύβει μέσα του ο κόσμος
ο ήλιος ας με έκαιγε στο άπειρο
να μην βρείτε την τέφρα μου στη γη.

Ροσμαρίνος: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Μοράρη από τις Εκδόσεις Καστανιώτη / 2008

Εραστής της ανυπαρξίας το κενό
σαν παιδιά τους αγκάλιασε.
Από τον Φαέθοντα κατέβασε
το χρυσό προσωπείο
πως ήταν γιος του ήλιου.
Αφαιρώντας από τον Ίκαρο
αυτό που δεν ήταν
και τα φτερά που τον σκεπάζανε μανδύας ……

***
Στην κόψη του πεπρωμένου
τα βλέμματα τους έτρεξαν σαν αύρες
και συναντήθηκαν στο άπειρο.
ο θάνατος μιλούσε
με τα στοιχειά της φύσης

***

 Θέρος είναι και ο θάνατος δροσίζεται
κάτω από τους ίσκιους του
φυλάγοντας στη σαρκοφάγο το τρόπαιό του
η κιβωτός που διασώθηκε
περιέχει την νικημένη ζωή

**
Η Δήλος

Η Δήλος με τις σπασμένες πέτρες
οστεοφυλάκιο των αγαλμάτων.
Αγγίξαμε τρυφερά τις υγρές τους κόγχες
που τυφλωθήκαν από το απολιθωμένο φως.
Ανάμεσα του ο έρωτας φαίνεται να κοιμάται
τον ύπνο της πρώτης παιδικής ηλικίας
Όμως η ψυχή του
και με τον σβησμένο πυρσό της
βρίσκεται στην αγρύπνια.

***

Ταφική Απομόνωση


Καμιά εκπλήρωση
δεν μπορούσε ν’ αναχαιτίσει
τα μάτια μας που έπλεαν 
και χάθηκαν μακριά. 
Κάτω από την επιφάνεια της λίμνης 
γλιστρούσαν οι χελώνες 
σχημάτιζαν ερωτική πομπή 
και χόρευαν στο υδάτινο μισόφωτο. 
Εκεί που τα γλυκά νερά της αλμύριζαν 
πρόβαλε το φάντασμα της αρχαίας θάλασσας 
με τα κύματα των άπειρων υποσχέσεών της. 
Βγήκαν φεγγάρια 
που καταδύθηκαν για το λουτρό τους
και ξανάνιωσαν 
κεφάλια Νηρηίδων
στήθη που τέμνουν το πέλαγος. 

Το πόδι του χρόνου κρινόταν 
στους βραχίονες μιας ζυγαριάς
χωρίς αντίβαρο.
Ταλαντεύτηκε μπροστά μας η θέα
και το φάντασμα της αρχαίας θάλασσας 
αναδιπλώθηκε να διαλυθεί
στο σάβανο της ομίχλης. 
Οι χελώνες άκουγαν κραδασμούς
που δεν τους εννοούσαμε
μας οδηγούσαν 
τα πηδάλια των ποδιών τους 
εκεί που μετατοπίσθηκαν όλα 
στην αρχική θέση τους.
Όπως άνοιξαν 
έκλεισαν οι πύλες του τοπίου 
ενταφιάζοντας  απομεινάρια
μιας ακινητοποιημένης ζωής.

Έρμαιο στη ναυτία των αιώνων 
εκείνος π’ αφήνει 
την αρχαία θάλασσα ν’ αναπαύεται

μέσα στην ψυχή του.

Νιόβη 1974 (Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο '74)

Μοράρης Γιώργος

Δεν έχασε μόνο τη μάχη
Έχασε περισσότερα από τη μάχη.
Μια Νιόβη δίχως δάκρυα.
Πέταξαν αίμα και ζωή
πίσω από τον άπιαστο τοίχο του σκοταδιού.
Ξέθαψαν τα παιδιά της απ' το πηγάδι
μ' ορθάνοιχτα τα στόματά τους
έτοιμα να τη φωνάξουν.
Κράτησε τη ψυχή τους με το φιλί της.
Να ζωντάνευαν στην αγέννητη κραυγή τους
με τη διορία μιας μέρας.
Το ακτινοβόλο μικρό όραμα
από καπνό και παραλήρημα.
Είναι στην ανημποριά των ηττημένων,
να τους ξεγελούν
πλάσματα με χέρια αλαβάστρινα
μορφές μιας γλυπτικής που τους σκότωσαν.
Όταν δεν ξεπλένουν το κακό
με δάκρυα συντριβής
άσβεστη μένει η φωτιά στα μάτια.
Η δύναμη τους ακατάργητο πένθος.

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΑΧΑΡΝΩΝ / Μοράρης Γιώργος


Στην οδό Αχαρνών
περνά το καραβάνι των νεκρών.
Ο Κέρβερος που ξέφυγε μόλις από το σκυλόσπιτο
βγάζει από τα τρία στόματα τον αφρό του
στους αποδιοπομπαίους από τον Άδη.

Στο τέρμα του δρόμου η Σφίγξ πτερωθείσα
από το μακρινό της χθες για το μακρινό της αύριο
η μητέρα του τρόμου
αναμένει σαν αράχνη τα έντομα.

Κανένα δεν ξεμπλέκει μια κλωστή
Χωρίς ν’ αγγίξει τον ιστό της.
Ο άνεμος λικνίζει την υφάντρα και τα νανουρίζει
αφιερωμένα από τις Μοίρες στο δίχτυ της.

ΜΙΜΟΖΑ / Μοράρης Γιώργος

Πόση φενάκη στη μαρμαρυγή του στολισμού της
περιβάλλει τα βαθιά της θέλγητρα
και τα μαλλιά να πέφτουν
νιφάδες από μετάξι
σε δέρμα από αλάβαστρο.
Δεν σε κοιτάζει μόνο με αυτό το βλέμμα
σου δίνει τα μάτια της
να γευτείς τα μήλα των Εσπερίδων.

Εύθραυστη κα φευγαλέα σαν τη Μιμόζα
Διαλύεται μόλις την αγγίζεις, μια οφθαλμαπάτη.
Πόσο δεν είναι μακρινοί συγγενείς
η ομορφιά και η πλάνη.