Έφυγαν τα
καράβια με τα γκρίζα
τ’ ακάθαρτα
πανιά, και με τους ναύτες,
που βρίζαν και
λερώναν το λιμάνι,
που βρίζαν και
λερώναν το λιμάνι, οι ναύτες.
Έφυγαν τα
καράβια, κι ιριδένιο
το φως με
χρυσαχτίδες πλημμυρίζει
τον πράσινο
βυθό και τ’ άσπρο κύμα,
τον πράσινο
βυθό και τ’ άσπρο κύμα πλημμυρίζει.
Κι είν’ ήσυχοι
όλοι οι μόλοι και καθάριοι
κι οι άδειες
αποβάθρες νανουρίζουν,
κι οι άδειες
αποβάθρες νανουρίζουν
τον ίσκιο τους
στα χάδια των κυμάτων.
Και το λιμάνι
έχει πια μεγαλώσει,
μα τα καράβια
φεύγοντας, μαζί τους
πήρανε την
ψυχή που του `χαν δώσει,
πήρανε την
ψυχή που του `χαν δώσει, μαζί τους.