Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

ΕΡΩΤΑΣ ΜΟΝΑΧΑ Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΟΥ / Μαρούλλα Πανάγου


Ερωτας μοναχά η ποίησή μου
οι λέξεις ,τα φιλιά όπου με πνίγουν
είν η περιγραφή ολοδική μου
κι αλοίμονο! αλοίμονο αν μου φύγουν
Τότε δεν θα υπάρχω μες στην λέξη
που λέει “σ'αγαπώ” που λέει “πεθαίνω”
στον γρίφο της κι αν μ'έχει περιμπλέξει
χίλιες αγάπες “στ'αγαπώ της” ανασταίνω
'Ερωτας μοναχά η ποίησή μου
όπου την γέννησε για μένα ο έρωτάς σου
τότες γεννήθηκαν τα λόγια στην ψυχή μου
στον πόθο για να μπώ μες στην καρδιά σου ..
Το λέει η καθε λέξη στην ψυχή μου
εσύ ο καημός μου, εσύ κι η αγάπη
Τι κι αν δεν έμεινες στον κόσμο μου μαζί μου
έμεινε η ανάσα σου κι ένα αλμυρό μου δάκρυ
Ερωτας μοναχά η ποίηση μου
γεννήθηκε όταν γεννήθηκα κι εγώ
ο λόγος της η ταπεινή Η ύπαρξή μου
ευαίσθητη αλοιώτικη κι ο λόγος για να ζω

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

ΣΗΜΑΤΩΡΟΙ : Ποιητική συλλογή της Πίτσας Γαλάζη που εκδόθηκε το 1983 (Εστία)


IV
Δεν ευαγγελίζουν πια οι καμπάνες
σ’ ένα Μάρτη κλωστή σε καρπό νήπιων ονείρων
με του Μινώταυρου βούλα στο μέτωπο
τον Άδη να άδει παραμονεύοντας
τις χαραμάδες της Άνοιξης
Δεν ευαγγελίζουν πια οι καμπάνες
ο άνεμος μόνο βιάζει παραθυρόφυλλα
κι ο παραλοϊσμός της γης μου
μεταφράζει το αίμα σε άνθη ροδακινιάς
Κι αγωνίζομαι να φέρω
το χελιδόνι με το ποίημα
σε τόπο που τα χελιδόνια πενθοφορώντας αποδημούν
καθώς αποδήμησαν της γενιάς μου οι ονειροφόροι
Ο Γρηγόρης κι ο Ευαγόρας του Μαρτιού
ο Μιχάλης κι ο Ανδρέας του Μαγιού
κι ύστερα οι τρεις Αυγουστιάτικοι
θερισμένοι μέσα στους παρακλητικούς
Κι ούτε Απόστολοι απ’ τα πέρατα
ούτε κανείς συναθροίζεται να τους ανασηκώσει
αποκαθηλώνοντας το σώμα της γης μου
Μόνο γύφτοι σφυροκοπούν
καρφώνοντας ατέλειωτα
κι οι καμπάνες που επιχειρούν
ανακαλώντας
Κι ο απελπισμένος πιάνει απ’ τα μαλλιά τις λέξεις
και το ποίημα φτιάχνοντας
αφήνει μέσα στα στρογγυλά των ψηφίων
τα αιχμηρά των κορυφών
και στα φυλλώματα της νοσταλγίας
χώρο για την παλιννόστηση χελιδονιών
με το Ελληνικό και το παράλογο
που λέγεται όνειρο και τύφλα της αγάπης
XVI
Ο Καλόγερος σιωπούσε με το συναξάρι το γιατροσοφικό
Τα σαγόνια που πριν έτρεμαν κροταλίζοντας την ομιλία
έβλεπαν τώρα τα σπίτια του Αίαντα πρόβατα
και το μαχαίρι έλαμπε από τον κάμπο του Ξερού
σε τόπο που ‘κοβε το κρύο σαν μαχαίρι
Εκεί στο σύνορο έκοψε ο Γρηγόρης στα δυο τον καιρό
και το «κατά τας γραφάς» συνετελέσθη
Πώς μας στρίμωξαν έτσι κι εγίνη το κακό
και τα μαχαιρωμένα σπίτια χάσκουν βιασμένα;
Στις κοιλιές του αρνιού τα σωσίβια ο Κανένας
κι η ψυχή στο στόμα πάει και έρχεται
Ο Λυθροδόντας έδειξε τα δόντια του
ο Μαχαιράς το μαχαίρι του
και μέσα στο αντήλιο του χαιρετισμού της πενταδάχτυλης οροσειράς
που χάραζε στο υπόστεγο του μουστακιού χαμόγελο
Εκείνος ερμήνευε το ύψωμα του χεριού
«Πέντε» είπε «σε πέντε χρόνια»
και πλησιάζοντας τ’ όνειρό του
έκαμε να χαλαρώσει σε κρεβάτι καλογερικό
Ο καλόγερος με το γιατροσόφι και το συναξάρι
έφερε πίσω τον Μοριά
και καβαλάρης μέσα στα χυμένα κιούπια
έπεσε πιωμένος στην φωτιά
μη η προσφυγιά και μη της πρόσφυγας τα μάτια
μοιάζουν με της παρθένας Παναγιάς
Η πίσω πόρτα ανοιχτή στον κίνδυνο
κι εκείνος βγήκε από την μπρος λαμπάδα αναμμένη
Τώρα ξεραμένο το Ξερό
και η υστερεκτομή της Μεσαριάς άφησε στην άλλη μισή τ’ αντανακλαστικά της
Κι η Παναγιά ούτε μιλιά
να πει ποιος πήρε το μαχαίρι της
ούτε μια δήλωση
ούτε μια διαδήλωση
σαν τότε που μολογούσαμε την ψυχή μας τους τοίχους
που παράδιναν σ’ όνειρο τα μεγεθυμένα ραβασάκια μας
«Την μάνα μας θέλουμε κι ας τρώμε πέτρες»
Πέτρες κατάπιαμε, πέτρες γεμίσαμε
πέτρες πετάξαμε, πέτρες δεχθήκαμε
πετρωμένοι αλάλητοι
πέτρα λιωμένη η μάνα μας
σε γουδί κοπανισμένη χώμα πατρίδας
Πέντε, δέκα, δεκαπέντε
στρέβλωσε ο χαιρετισμός σε μούντζα πενταδάχτυλη
Κι εκείνος με μικρούς στροβίλους
να σηκώνει χώμα στα στραβά μας μάτια
να ενοχλήσει υπενθυμίζοντας
O Καλόγερος σήκωσε το συναξάρι
και πρότεινε το γιατρικό
«Άι-Γιώργη Καβαλάρη
πάνω στο χρυσόν αππάρι
αν είναι πέτρα έβγαλ’ την
αν είναι ξύλον έβγαλ’ το
αν είναι χώμα λιώσε το»
Μέσα στα μάτια δεν είναι ξύλο είναι δοκός
δεν είναι χώμα,
είν’ η πατρίδα που διαμαρτύρεται
και δακρύζω

παρατήρηση: Η φωτογραφία είναι από τον σύνδεσμο: http://ofisofi.blogspot.com.cy/2014/07/74-22.html

«Στον πηγαιμό για την Κερύνεια» : Παρουσίαση του Βιβλίου του Δρος Νίκου Αγγελίδη

Ο Δήμος Λάρνακας
σάς προσκαλεί στην παρουσίαση του βιβλίου του
 
 
Δρος Νίκου Αγγελίδη
 
 
«Στον πηγαιμό για την Κερύνεια»
 
 
που θα γίνει την
Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016 στις 19:30
 
στη Στέγη Γραμμάτων  & Τεχνών Λάρνακας
Πλατεία Βασιλέως Παύλου
(πρώην κτήριο της Οθωμανικής Τραπέζης)
 
 
Το βιβλίο θα παρουσιάσει ο
 
 
Λυκούργος Κουρκουβέλας
 
Ειδικός Επιστήμονας στο Τμήμα
Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Πανεπιστημίου Κύπρου
 
 
Αντιφώνηση από τον συγγραφέα
 
 
Θα ακολουθήσει δεξίωση
 

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΟΛΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ: Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη / έτος 1997

Τ’ ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟ
Άφριζε ο τόπος οργή και τ’ αγιάτρευτο
Χάνονταν και έλαμπαν τα πουλιά στην ομίχλη
Κομμάτια απ’ το δάπεδο ανέβαιναν
Κομμάτια απ’ τον ουρανό κατέβαιναν
Να αρπάζω ψηφίδες κελαηδισμών
Να αποδίδω ονόματα
Πέρδικα, Φασιανός, σπουργίτι
Αποδημητικά, ωδικά ή άλαλα
Απ’ τις ρωγμές του φόβου
Φαγωμένα από ειπωμένα ή ανείπωτα
Που έρπης σου ‘τρωγαν τα χείλη
Κάπου μακριά η γυναίκα ύφαινε
Αιχμαλωτίζοντας χελιδόνια
Την ώρα πού σπέρνοντας άλας
Την καρτερούσαν να βγει στο μπαλκόνι
Αμνήμονη
Εκείνην που ήξερε πως είχε σωθεί
Το αηδόνι στο στήθος σου
Μ’ όλες τις τρίλιες κι όλα τα ποιήματα
Με των εικόνων τα ρολά
Που η φωνή θεραπαινίδα αρχαία
Μες στα μάτια ξετυλίγει
Βγάζουν οι αμασχάλες σου καπνούς
Απ’ τα κρησφύγετα
Να κυματοβατεί και να ‘ρχεται ο Γρηγόρης
Ζητώντας το παλιό λεωφορείο και τ’ αμπέλι του
Κρασί χύνει το σώμα του αναμμένο
Και πάλι ασώματος έρχεται
Να καταθέσει ελιά το νυμφικό του τρόπαιο
Εκεί που Ευαγγελίστριες
Με διπλωμένα τα φτερά
Χτυπούσαν μες στους ποταμούς
Τα ματωμένα τους ν’ ασπρίσουν οι γυναίκες
Κασσάνδρα βγάζω τους χρησμούς Ευστόλιε
Κι όλα τα Ευ αφρίζουν μες στο αίμα
Τα εύοσμα σαπίζουνε
Στήθος δεν έχω για κανένα
Γερόντιο το νήπιο που είχες στην παλάμη σου
Κι εσύ κολλάς με σάλιο την φωνή μου
Να ανοίξει τους Οίκους της
Να μπει κιβωτός σώμα κατάφορτο
Ν’ αφήσει εικόνες, αγιάσματα
Στόλους πουλιών
Λυγμούς και τρόπαια
Το Ποίημα από μέσα να ευστολίσει
ΑΤΙΤΛΟ
Τον στεναγμό θειάφι χύνοντας
Άστραφτε μες στο μάτι σου η Μαρία
Με τον δαυλό και με τα κίτρα της
Στο εικονοστάσι της Φωνής σου
Παναγία
Και μου ‘παιζε παιγνίδια ξάφνου η μνήμη μου
Σου ‘δινε τα πυκνά μαλλιά της νιότης
Την κορυφή του αετού
Τις σημαιούλες στο τσεπάκι
Σπόρους στην κάτω τσέπη σου
Στην άλλη βόλια και μολύβια
Τρύπια για τα τραγούδια η μια
Η άλλη να επωάζει φτερικούδια
Φυρίκι μύριζε ο λαιμός
Στο στήθος σου το λάδι το καμένο
Και συ να βλέπεις την θηλειά
Να λες είμαι ταμένος
Θέλει φοβέρα ο άνεμος
Για να ‘ρθει με το μέρος σου
Αν δεν αστράψει και βροντήσει δεν ποτίζει
Έλεγες μες στα γιασεμιά
Κι ήσουν σαν λάδι μαλακός
Με τ’ άστρα όταν κουβέντιαζες
Με το Όνειρο οι μέρες σου
Αντήλιο
Άνοιγες τις κηπόθυρες
Άνοιγες τα παλιά κουτιά
Της Αμμοχώστου η πομπάρτα να βροντήσει
Τα χέρια σου φαγώθηκαν
Από μαχαίρια εμβολίου
Να πάμε με την γέρικη καμήλα στο Βαρώσι
Μαντήλι ολομέταξο
Πλουμίδια με το κρόσσι
Με προελάσεις ήχων να κυκλώσουν οι χοροί
Να ‘ρθει το κύμα την ντροπή μας να σηκώσει
Άνοιγες γέρος και παιδί πληγή
Για τον Γρηγόρη που καπνίζει
Και την Λύση
Δίνει η φωνή σου ρεύμα στους καρπούς
Έρχεται η Μαρία και η Ελένη
Κρανία ηχεία με ξυπνούν
Μες στα σεντόνια μου
Πικρά σαβανωμένη
 ΒΑΣΙΛΗΣ-ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Στέγνωνα το κάθιδρο ράσο του σε βράχους απάτητους
Κι άτμιζε ο νόστος του Άγιου Τροιζινίου
Θυμιατός σ’ εικονίσματα ένστολα
Να ταράζει την μόνωση αθλοφόρων
Απ’ την ρομφαία του στόματός του
Καπνίζει το σώμα πρωθύστερο Σμύρνη
Χρυσόστομα άσματα και ψαλμοί γρηγορούν
Με το σαντάλι πορφυρό τα υπνωμένα
Και μ’ ανοικτά τα σπάρουχνα
Βάφοντας ράσα φωνής κι ακονίζοντας
Καλά να πιάνουνε τα νύχια αετόπουλου στον ώμο της
Στου ξαφνικού την κόψη ν’ αγρυπνάει
Κυπριανός ξεσπαθωμένη ανάστημα
Σπόρους κι αλάτια να μετράει
Νιόγαμπρος και καλόγερος μα και τραγουδιστής
Ετοίμαζε τα βόλια
Κι εγώ στο τρύπιο ράσο μου
Ετοίμαζα φωνή
Ζυμώνοντας μπαρούτι για κανόνια
Ποιους αγιασμούς λοιπόν μου λες
Που αγιάσαμε στην στέρηση;
Ποια δάκρυα
Που άνομβρος ο τόπος μας στερεύει
Που χρείαν έχει απ’ την φωνήν
Ως και ρανίδα ύδατος
Τις κοίτες να ξανάβρει το ποτάμι
Και θάλασσα ανεξάντλητη του βασιλιά Βασίλη
Που υδραγωγός ονόμαζε το ερχόμενο Γρηγόρη
Ζάλες να ναυλοχεί
Πάτμιος και στον ώμο του το μέλλον μας
Συγκλητικός με τους πυρσούς του
Αιμοκαθάρτης κατοικεί
Στις κρύπτες της φωνής μας
Με Τίγρηδες κι Ευφράτες και Πηνειούς
Αχνίζοντας στο ράσο του Αλαμάνα
Βασίλειος Άγιος των Ελλήνων
Ασίγαστος

ΤΑ ΕΨΙΛΟΝ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ: Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη από τις εκδόσεις Αρμός το έτος 1998

20
Κι ερχόσουν
Ανάβοντας στα σκοτεινά
Κι όπου τον Ευαγόρα συναντούσες
Άστραφτες
Κι όπου Μαρία Συγκλητική
Αναφωνούσες
Αμίλητη τραβούσες προς τα οπίσω
Κι εκτινασσόσουν έτη φωτός μπροστά
Με μάτια αποσιωπητικά
Υγρά απ’ την γραφή της Ιστορίας
Να φλομώνουν στυπόχαρτα
Να πήγαινε το πίσω μπρος,
Το μπρος να πάει πίσω
Να σηκωθώ στ’ ακρόποδα
Να σε δαφνοφιλήσω
Κι ερχόσουν
Με τα δάχτυλα ακόμα γεμάτα πηλούς
Από το πλάσιμο των πουλιών
Του δωδεκαετούς
Που άναβαν κελαηδισμούς πατρίδας
Φίλωνας και σηκώνονταν
Θέρισσος κι υψώνονταν
Ανδρόνικος κι έσχιζαν
Ανδρέας και μιλούσαν
Μαρίνα και νανούριζαν
Τριάδα και τραγούδησαν
Και Μιχαήλ φτερούγιζαν,
Αφέντρα και λαλούσαν,
Βαρνάβας και μουρμούριζαν
Συνέσιος στοχάζονταν,
Κι όλα μαζί καθόντουσαν
Στην ράχη της φωνής μου.
Πουλιά ελληνικά
Με το παπούτσι του Γρηγόρη για φωλιά
Και τ’ άλλα που ξαστόχησαν
Και πρόσφυγες καρτέραγαν
Στο ποίημα να μιλήσουν
Ελένη Μαργαριταρένη, βασιλική,
Αφουγκράζομαι τα πουλιά της σιωπής σου,
Κόκκο τον κόκκο να ραμφίζουν
Τα αιμοσφαίρια
Σκάβοντας μέσα στο ποίημα
Χτίζοντας και χαλώντας αθόρυβα
Στήνουν ενέδρες
Στους κυνηγούς.
41
Ανεβασμένη στο Ποίημα
Τον έβλεπα να περνά με τα βάγια του
Έφιππο για το μέλλον
Πιο χαμηλά ο τελώνης
Μου κλάδευε λέξεις
Ξέροντας πως είχε πληρώσει τον φόρο του
Και πώς το Ω της λευτεριάς
Έπρεπε να περάσει
Λαιμός από μαχαίρι
Τον έρωτα λέω με τα ελιόφυλλα
Τον άλτη σε καρβουνάκια
Που αναστημένος αθανατίζει
Στα μερσινόφυλλα
Και την Ελένη που σώμα ανάβει
Σαν τον Γρηγόρη την πεθυμιά
Σήματα δίνει με τον καπνό της
Η ριζιμιά
Στον ενικό μιλούσα πια
Σκόρπιζα αντίδωρο
Μυρτιές μύριζαν, παλιά δαφνόφυλλα
Απ’ όσα ήταν και όσα άγιασαν
Μα την αυγή
Πριν σώσει τρία πυροβόλησαν
Μίμοι των τσίρκων και πετεινοί
Ανοίγω κρύπτες μες στην φωνή μου
Ανοίγω σπήλαια
Και τον καρπό της τον θρύβω λάδι
Για τα ευχέλαια
Για την Ελένη που καλαμιά
Έρχεται πάντα για να τρομάζει
Του Μίδα αυτιά
Όταν μιλάει
Τρέμουν στους ώμους οι άδειες τήβεννοι
Όταν σωπαίνει
Όλοι οι ημίψηλοι μένουν ημίπληκτοι
Μυρίζω στην φωνή μου ρούχα παλιά
Παλιές φωτογραφίες θυμητικά
Να βρίσκει τα μισίδια
Και παίρνοντας οσμή
Τα χάσματα πηδώντας
Την φτέρνα να κρατεί
Στον άλλο ερωτά της η Ελένη
Τηλεμαχεί
Και χλωρασιά ταΐζει πουλάρι της φωνής
Στο ρημαγμένο στόμα λέξεις παλιννοστεί
Και την παραφορά της κάνει παραλλαγή
Η Ελένη, η σηροτρόφος του Έρωτα
Γυρίζει Ευρώτα μες στο κουκούλι
Από την Πύλο μέχρι την Πέλλα
Και το Σουφλί
Κλωστή τραβάει του Έρωτά της
Μεταξωτή
Νήμα της στάθμης άλλων καιρών
Με το κορμί της πάντα βαρίδι
Προικιό του τόπου ατίμητο.
44
Και θα γυρίσουν οι παλιοί μου Έρωτες
Έφιπποι με τις εντολές τους
Τα δαχτυλίδια ολόχρυσα θα πάρουν
Την θέση τους, για το Ευλογητός
Τ’ άσπρο του μισεμού πουκάμισο
Θα ριπίσει επιστρέφοντας
Τους στεναγμούς που έθρεψαν ιστία
Πάμφωτος ο Γρηγόρης με στεφάνι ελιάς
Σε λησμονιά νυφιάτικη πατώντας
Το δάκρυ του θ’ απαυγάσει
Αδάμας Αχειροποίητος
Τα πριν τα νυν και τα αεί του κόσμου
Γαρυφαλένιος, μ’ ευαγγελισμούς
Θα κόβει στίχους στις αυλές
Νομίσματα χρυσά ο Ευαγόρας
Με όλες τις μουσικές του ανοιχτές
Ηνίοχος επάρσεων ο Αντρέας
Με τα Βυζαντινά και με τα Κάλβεια
Την άμμο της φυσώντας και τη σκόνη
Τυφλώνει Κύκλωπα καιρό η Αμμόχωστος
Κυλάει το λεμόνι
Με το βασιλικό στ’ αυτάκι της
Χρυσόστομη η Κερύνεια με τα βάγια
Με καπνιστήρι εκεί κι η μάνα μου,
Στο πέτο ξεβαμμένες σημαιούλες ο πατέρας
Ολόρθος με το κράτημα ίσου καταγωγής
Και Κεφαλόβρυσα Λαπήθου και Κυθρέας
Πίσω είναι το μέλλον μας,
Μπροστά το παρελθόν
Για να τρομάζει ο Βουκεφάλας
Δίχως αναβάτη
Πίσω η καμαρούλα προβολής
Και το πανί μπροστά,
Το μέλλον μας κρατάει τα ευ
Και πηλαλάει άτι
Τους ριζωμένους τους ιστούς θα τους μεταφυτέψουμε
Να πλαταγίσουν διπλωμένα σε κρανία και σε στήθη
Με τα αρχαία τους δάκρυα
Θα ᾽ρχονται οι αιχμάλωτοι
Θα μαρτυρούν οι ώμοι φορτωμένοι
Τα έρματα που οι άνοες πετάξανε
Κι έγιναν και σωσίβια και χλαίνη
Θα επιστρέψουν οι παλιοί μας Έρωτες
Πάνδημοι, αυτοκράτορες, σωσμένοι
Στα γόνατα τους πέφτοντας
Θα πλένουνε τα πόδια της Ελένης
Το μέλλον είναι παρελθόν
Και παρελθόν το μέλλον μας
Δεκαετίες πριν, κεντώ και σχεδιάζω
Το τόξο μου τεντώνω
Καταργώ τις εποχές
Την Παλιγγενεσία μου πολύτροπος
Με την Ελένη τόπος
Ετοιμάζω

Υπνοπαιδεία: Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη Εκδοθείσα το 1978 από τις Εκδόσεις Των Φίλων


[...]

Εννιά νησιά στην άβυσσο
κι εκείνος π' αγαπούσα.
Τώρα διάττοντες αλιεύω μέσα σ' έρημο
ανασηκώνομαι και πέφτω
καθώς στοιχεία μνημονικά
ανάβουν πυρκαγιές
που να μετρήσω δεν προφταίνω.
Φεγγάρια τρίμερα γίναν τα πρόσωπα
κι ο ασβέστης ο άσβηστος
κάνει εγκαύματα τα τελευταία όνειρα
με τη συνέργεια των δακρύων.

[...]

Κάπου-κάπου κολλώ έναν επίδεσμο ύπνου
κι η φωνή μου κάνει σθεναρή το μνημόσυνο
που θα πεί:
πίστη στην αιωνιότητα
ή του φορτίου συναίσθηση της ζωής.



[...]

VII 
Καθώς ανηφορίζεις για το Μαχαιρά
κράτησε με τα δάχτυλα, αν αρκούν, το στήθος
και μη μιλάς για την πληγή σου.
Κάτι ο Οδυσσέας ήξερε
με τα κλαδιά και την ανωνυμία του.
Κάτι και τα νοσοκομεία
που κατακρατούν τις αχτινογραφίες.
Άσπροι τοίχοι, κρεβάτια άσπρα
κι άσπρα δάπεδα.
Άσπροι άνθρωποι π’ ασβεστώνουν τις αρρώστιες
μ’ ουδέτερη μονοχρωμία.
Αν πρέπει ωστόσο να μιλάς για την πληγή,
ψιθυριστά — λέει η παράκληση — οι εξομολογήσεις,
με συμπαθητική μελάνη ο λυγμός.
Κι ούτε μια ίνα δε μετάνιωσε
και λες: «Με συγχωρείτε»,
τη Μαγδαληνή ανακαλώντας την άγνωστη
με το μελιτζανί φουστάνι.
Φωνή μου, μνήμη της γενιάς μου,
μαχαίρι στην ποδιά της Παναγιάς,
δεν μπορείς πια υπάκουη να ‘σαι σα σκυλί,
το γύμνασμα ακολουθώντας.
Σε κούρασαν οι απαγορεύσεις,
η προσποίηση, ο στόμφος,
η προσταγή για λησμονιά,
η οικειοποίηση η αυθαίρετη,
που ‘καναν τους δικούς πια ξένους.
Δεν το μπορείς παιδί να ξαναγίνεις με το τραύμα σου.
Γρηγορούσε εκείνος κι ο καιρός
που επιστροφή δεν έχει.
Κι ούτε κοιμάμαι πια με το κενό
εκεί που άλλοτε τα όνειρα.
Φωνή της ράτσας μου,
των λογχισμών, του ανέφικτου.
Γενιά της νιότης, των αστερισμών της πίκρας.
Πέρασε από δω
γυμνοπόδαρη η Λευτεριά
και χάθηκε ο ίσκιος της ξυπόλητος.
Πρέπει να μη μιλάς γι’ αυτή
κλασματικά υπάρχεις.
Κι είδηση πια καμιά για την αφαίμαξη,
παρά ο Οδυσσέας μόνο εκπέμπει από την Ιθάκη λησμονιά
— εκείνος έφτασε και δεν τον κοφτεί —
Εγώ πατώ στους τάφους σας,
πάνω στο χόρτο που μαζεύω
οσμίζομαι τα τριχωτά σας στήθη.
Κι η φωνή
μέσα από δάση μνημικά περνά,
κορμό με κορμό,
από τους λύκους δαγκωμένη.
Κι από τη οργή κι από την πίκρα,
ουρλιάζει σκυλί έξω από τις πόρτες σας
και δεν ακούτε.
Τότε η άνοιξη τον Άδη πίκραινε,
και συ γρηγορούσες,
φωταγωγούσες, πυροδοτούσες κι έφευγες,
περνώντας απ’ Όνειρο σ’ όνειρο
εκεί που τα δέντρα τ’ ουρανού
καρποφορούσαν άστρα.
Μισός τώρα μες στ’ όνειρο,
μισός στο θρύλο,
κουτσά πηδώντας από κορυφή σε κορυφή,
δακρύζεις ποτίζοντας το αιώνιο.
Τώρα τα δυο μας πόδια
για να βαδίσουν δεν έχουν
συμφωνία και συνάρτηση.
Και τη ζωή μας δυναστεύει
η ασφυξία των δέντρων στην καταδίκη των νανισμών.
Πώς διάλεξες το Μαχαιρά να εκραγείς
και τ’ αρπαγμένο της Παναγιάς μαχαίρι
γίνηκε φόνος στο ψαχνό χτυπώντας
κατά κει που η μνήμη ευδοκιμούσε
κι ήλιος, ηλιοτρόπιο άνθιζε σ’ όνειρο γυρισμένος;
Αφρόζα αγάπη κι έσβησε,
το μίσχο μας τον χάσαμε,
νύχτα τυφλή την άνοιξη τώρα τρικλοποδιάζει.
Και συ αμετάθετα ακουμπισμένος
με το ‘να χέρι στον ώμο του Αλέξαντρου
και τ’ άλλο στου παππού του Μακρυγιάννη
κρεμιέσαι στον ορίζοντα ερωτηματικό κι Αρχάγγελος
με τα μουστάκια νοτισμένα πίκρα.
Ξενιτιά πατρίδας αλώνει τις μέρες μας,
μ’ όλα τα σύνεργα η μοναξιά μας σκάβει.
Μόνο το Μάρτη,
τ’ αγγελικά σαλπίσματα και το θειάφι,
σημαίνουν την επανάσταση
που λέγεται «ποίηση» κι αρνείται.
Κι οι αντάρτες οι υπέρνομοι,
οι προδότες της γαλήνης, οι ποιητές
οι εναπομείναντες,
ξέφτια από μια γενιά
πιτσιλισμένοι με χρυσόσκονη και στάχτη,
ξύνουν πίσω από τις λέξεις με το νύχι
ψάχνοντας την αντίστοιχη Ελληνική να βρουν,
τις μεταμφιέσεις και τις μετονομασίες εμποδίζοντας,
φεγγάρια στίχων φτιάχνουν
για να εμποδίσουν τ’ άγριο της λησμονιάς.
Τώρα τα πράγματα άλλαξαν,
πάμε όλο ανάποδα να βρούμε την αλήθεια.
Άλογο σώμα υπάκουο προχωρεί,
ψυχή αντάρτισσα επιστρέφει.
Λύνεται το κουβάρι της ζωής
κι ο μέγας ύπνος
ξύνει με το γυαλί πληγές,
ενώ μιλά για τη γαλήνη.
Τώρα οι σημαίες έλιωσαν
που τουρτουρίζοντας φορέσαμε
σημαία τώρα η γύμνια μας
κι έμβλημά μας η φτώχεια
Το ‘χεις ποτέ πιστέψει
πως θα επαιτούσαμε οράματα,
πως ένας λόγος τρυφερός αν πέσει,
θα γίνει κροτίδα του Πάσχα
να μας διαμελίσει κατά λάθος,
φωνάζοντας ανάσταση;
 V 
Τρεις του Μάρτη.
Χιονίζουν οι αμυγδαλιές το πρώιμο
καθώς γρηγορεί και το τριαντατρία στολίζεται.
Δεν είπε «για δες καιρό».
Είπε μόνο «ωρίμασε ο καιρός να ξεδιψάσει»
και την περόνη των λέξεων αφαιρώντας
πήδησε
αφήνοντας του Εμπεδοκλή το παπούτσι
και τις λέξεις με τρία καρφιά
κληρονομιά και πολιορκία του μέσα άσπαστη.
Και ποια φωνή θα χωρέσει το αράγιστο
ποιο καλλωπιστικό τη ρωγμή θα καλύψει
του δακρύου μεταμόρφωση;
Ποιος έρωτας θα μας πάρει ολόκληρους
το μισό αναιρώντας;
Δρόμοι γεμάτοι αναιμικά παιδιά
εκφυλισμός,
γυναίκες ναυαγισμένες σε σπίτι
την υποταγή ξεστρατισμένες σηκώνουν αδάκρυτες
την αλλοφροσύνη των καιρών
με τα λόγια των ποιητών ισορροπώντας,
καθώς ασταμάτητα καλύπτουν
ανοίγματα ερημιάς.
Κι η γλάστρα του παπουτσιού του
με μνήμη ποτίζεται,
προσδοκία σε κάποια μελλούμενη γέννα ν’ ανθίσει.
Αρχή παιδική μ᾽ ένα πόδι κουτσό χοροπήδημα,
στα δυο η εφηβεία να σταθεί πρόλαβε μόλις
κι η αναπηρία κοφτή,
στο μονό του τρία ν’ ακρωτηριάζει την άνοιξη,
κομμένη θριάμβου φωνή από τότε.
Αμυγδαλιάς ανθοί
κάθε Μάρτη πληγή,
να ρέει στην αμμόχωση κόντρα,
καιρούς διψασμένους να ποτίζει αθόρυβα.
Της γενιάς μου σερνάμενη μοίρα από τότε,
εκεί που το πράσινο φλόμωσε
κι ο αναστεναγμός πικρός δεν ανασταίνει.
Οφθαλμοί αστραπής ν’ ακουμπήσουν
δεν έχουνε πού,
ένας-ένας του ταξιδιού οι συντρόφοι χαθήκαν.
Στο θαύμα πηδώντας οι πρώτοι
ανάβουν στο μέσα κεριά,
κρυφό σχολειό π’ απεγνωσμένα πασκίζει
λαμπρό ν’ αναστήσει φεγγάρι.
Κι άλλοι από το Μιχαήλ αρπαγμένοι
στης πίκρας το πήχτωμα
της απελπισμένης προσμονής την άκρη κρατώντας.
Στων Λωτοφάγων τη χώρα οι υπόλοιποι
με γυναίκες χοντρές το ριζικό τους πορνεύουν
με βαμμένα αγριόχορτα πρόσωπα,
εκεί που τα μελανά θηλυκά σημεία πλανούν
για ιστορία που δε γράφεται πλαγιασμένη στα χόρτα.
Με μέλι πασαλειμμένα τα πρόσωπα,
την τραχιά, την δασιά,
τη μινωταυρίσια τους μεταμόρφωση σκεπάζουν.
Έφιππα κύματα,
θάλασσα των φίλιππων ποιητών,
των ονειροβατών η δική του.
Κι απ’ το ωρολόγιο πρόγραμμα λείπει,
καθώς η Κυριακή, το κενό,
που ξεμπουκάρει του ματαιωμένου η πίκρα.
Πίσω από τους θάμνους οι ποιητές
οι άτρωτοι και οι πλέον τρωτοί,
μ’ αιθάλη καλύπτουν τα πρόσωπα,
τη ζωή στα δυο διαχωρίζοντας,
στη ρωγμή και στη λάμψη του πρώτου ποιητή
στη δική του,
τις παραλλαγές συμπληρώνουν,
οι επαναστάτες, οι εναπομείναντες, οι σιωπηλοί,
οι άκαιροι και οι καίριοι,
οι άχρονοι και στα ορόσημα αιωρούμενοι,
οι διχασμένοι και οι ολόκληροι,
οι σφικτοί, οι πυρήνες κι οι άξονες του κόσμου,
για τούτο οι αιώνια κινδυνεύοντες.
Τους ποιητές να φοβάστε,
τους σταυροφόρους της πυρογραφίας,
τους απαράδοτους, τους δερματοστίκτες,
εσείς του ύπνου του στεγανού
του χωρίς νόστο,
επιστροφή ή βλάστηση.
Τις περόνες των λέξεων αφαιρώντας
απειλούν να σας θρυμματίσουν τον ύπνο
μ’ υποψία και όνειρα.
Να φοβάστε τους ποιητές,
τους κυρίαρχους των χρωμάτων,
τους εξουσιαστές των ονείρων.
Ανάβουν τη λάμπα τους
με το φως του Γρηγόρη
οι ακούραστοι λεξιστές του Ελληνισμού.


πηγή: https://antonispetrides.wordpress.com/2016/03/31/afxendiou-poems_2/

Στοιβάζω τις εικόνες μου / Γαλάζη Πίτσα

Στοιβάζω τις εικόνες μου καυσόξυλα

ο Μάντης μήνυσε φωτιά ως αύριο που θα 'ρτει



να κοιμηθεί λέει βρίζοντας τις αγρυπνίες μας

να πλυθεί λέει παίρνοντας το νερό μας

να ξεκουραστεί λέει

παίρνοντας το κρεβάτι μας



Και δεν μιλώ

στοιβάζω μόνο στην πυρά

τα σώματα απ' τη μάχη

Κι όταν ανάψει η φωτιά

ξέρω πως δεν θα κρατηθώ  .

θα βρω φωνή τα ονόματα να κράξω

κι ύστερα θα πυροβατήσω

Μπορεί να πέσω να καώ

κι ο ήλιος μου ο Ηλίας

θα μ' ανεβάζει προφητεύοντας



Αυτό το ποίημα να το θυμάστε

δεν είναι λέξεις

Είναι ο καθρέφτης μιας πληγής που κακοφόρμισε



και βογκάει Φιλοκτήτης.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Στον ήρωα Σολωμό Σολωμού / Γαριβάλδη Άντρια


Τώρα ο ήλιος
το βλέμμα ρίχνει οργισμένος
στην άδικη μέρα…
Κι εσύ,
αλύγιστος στο πείσμα της εκδίκησης,
μήνυμα σήκωνες βαρύ
μπροστά στο πλήθος
που ’γραφε την ιστορία
και καρτερούσε να κατέβεις παλικάρι
με τ’ άλικο πανί στο χέρι,
έχοντας μάρτυρα του Βαρωσιού το τείχος,
ήρωα, νέε με το σκουρόχρωμο σγουρό μαλλί,
που στη ζωή δε σήκωσες λιθάρι.
Τώρα η πικραμένη μάνα σου
μαντίλα σήκωσε πικροστεφάνωτη
το σήμα του κατακτητή να σκιάσει.
Ολόκληρο λαό στ' ανάστημά σου σήκωσες
το θάνατο αντικρίζοντας,
κει που στη ράχη του εχθρού σκαρφάλωνες
και μια πατρίδα σταυρωμένη ατένιζες,
μα δε δείλιασες.
Τώρα το χώμα,
πατημένο από άρβυλα ξένα
κράζει το αίμα να δραπετεύσει
απ’ τα σπλάχνα της νιότης,
τη ραγισμένη φλέβα να νίψει της γης
που καίγεται απ’ τη λάβρα ηφαιστείου αγανάκτησης.
Απ' τη σκιά τ' οχτρού
με λιονταρίσια τη ψυχή κρεμάστηκες,
τη ματωμένη σου πληγή ανοίγοντας στον άνθρωπο.
Άντρια Γαριβάλδη
Kυπριένια
Εκδόσεις Ναυτίλος
Μελβούρνη 2001

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Μικχάιλ Μαυροθέρης (μικρή αναφορά)

Ο Μικχάιλ Μαυροθέρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκωσία. 
Σπούδασε ψυχολογία κ λογοτεχνία στις ΗΠΑ κ τη Σκωτία. 

Ποιητικές συλλογές 


  • «Θανατογραφία» [2010], 
  • «Blood on the Rocks» [2013], 
  • «Γράμματα από την Γλασκώβη» [2013] και 
  • «Bad Red Blue, Blue Poetry & Other Compulsory Unpaid Labors» [Γλασκόβη, 2014]. 
Μυθιστορήματα:

«Στάσεις και Υποστάσεις»  εκδόσεις a bookworm publication. (2016)

Άγια Πνεύματα / Μικχάιλ Μαυροθέρης


1.
Ο Ντέιμον
Ένας απλός καθημερινός άντρας
πάει στο μπαρ
κάθεται στο σκαμνί
ανάβει ένα τσιγάρο—
ελαφρώς αξύριστος—
παραγγέλνει ένα ποτήρι ουίσκι
ο μπάρμαν του φέρνει
μια κεφαλή ανθρώπου κ λέει:
Φρέσκο πράμα, μόλις το κόψαμε.
Ευχαριστώ, απαντά πίσω ο Ντέιμον
κ τραβά μια γερή τζούρα απ’ το τσιγάρο
που γεμίζει τους πνεύμονες
κ αφήνει τον καπνό να τρέξει αργά
απ’ τα ρουθούνια
προς το κεφάλι
όπου απ’ το στόμα αρχίζει να βγαίνει
ένα τριαντάφυλλο
κ σταματά γύρω στα 30 εκατοστά ύψος,
ο άντρας το κοιτά
κ σκέφτεται πως πάλι
του πούλησαν
τα λάθος χάπια,
μυρίζεται το τριαντάφυλλο
κι έχει άρωμα κολόνιας, ξαφνικά
αρχίζει να τρέχει μύξα απ’ τη μύτη της κεφαλής:
την σκουπίζει με το μανίκι του—το μόνο
που μπορεί να κάνει.
2.
Μια γυναίκα, η Στέλα (με ένα λάμδα… γιατί…
γιατί έτσι γουστάρω)
περπατά στο δρόμο
χωρίς το κεφάλι της—μάλλον
το ξέχασε σπίτι—
τα πόδια της
κάτω απ’ την φούστα
ήταν ξύλινα κ λεπτά
σαν σκουπόξυλα:
κάθισε σ’ ένα παγκάκι στο κέντρο
άνοιξε την τσάντα της
κι έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα
μετά έψαξε για τον αναπτήρα
να τος—
τον βρήκε
έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο
κι άρχισε
ν’ αναρωτιέται
για πάρα πάρα πάρα μα πάρα
μα πάρα πάρα πολλή ώρα
που να το βάλει.
3.
η Μέθανυ, η πρώην σύζυγός μου
παρίστανε πως πέθανε επειδή ήθελε να ήταν για πάντα μόνη:
αφότου συμφωνήσαμε με τον Ντέιμον πως ήταν νεκρή
(όταν την βρήκαμε στον καναπέ),
την θάψαμε στη λασπωμένη αυλή
μαζί με το αγαπημένο της μουσικό κουτί στο σημείο της καρδιάς
Με το πρώτο χιόνι, η λάσπη βάρεσε πάνω στο στήθος της
κι άρχισε αργά μουδιασμένα να ξυπνά:
η καρδιά της άρχισε να κτυπά κανονικά ξανά
κι όταν άρχισε να παγώνει το σώμα της
το μουσικό κουτί κουρδίστηκε
κι άφηνε μια μελωδία στον αέρα
ενώ η ίδια μουρμουρούσε κάτω απ’ το χώμα τη μουσική
[μελωδία τσίρκου]
καμιά φορά μόνο η βροχή κι ο δυνατός άνεμος
την έκαναν να μην ακούγεται κ τότε
μπορούσα να φέρνω κοπέλες απ’ το μπαρ στο σπίτι.

Εμείς / Λαμπής Γιάννος : Α΄ βραβείο στον Ε΄ Ποιητικό Διαγωνισμό "Καισάριος Δαπόντες"

Μπορείτε να διαβάσετε το ποίημα πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο:

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Θέμα Αρτιμέλειας:Ποιητική Συλλογή του Μελέτη Αποστολίδη (Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2013) (Αποσπάσματα)


ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΚΡΥΒΟΤΑΝ

μα ξάφνου εμφανίστηκε.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια
κι ένα πουλί ψυχορραγούσε
στην παλάμη μου:
παλιό σημάδι απερισκεψίας.
Τίναξα το χέρι να φύγει
κι η παλάμη
έγινε πουλί
έτοιμο να πετάξει.
Τώρα πρέπει ν’ αποφασίσω:
είναι θέμα αρτιμέλειας.


 ΣΕ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΑΠ’ ΤΗ ΜΑΣΧΑΛΗ


σ’ εκείνο το πρώτο
-και τελευταίο- ταξίδι
επιστροφής.
Έριξες μια ματιά στο τοπίο.
«Το σχολείο μου», είπες.
Το χαμόγελό σου
έδειξε τα λευκά δόντια
που τόσο περήφανα
κρατούσες στα 82 σου χρόνια.
Ύστερα, στο πατρικό σπίτι,
με χέρι προτεταμένο
ζήταγες να ψηλαφήσεις
τα λιγοστά που ‘χαν μείνει.
«Τίποτε, μας τα πήραν όλα».
Και στο περβόλι φώναξες
κουνώντας απελπισμένα χέρια.
«Γιε μου, πού ‘ναι τα δέντρα μας;»
Κι εγώ,
μην έχοντας τίποτε να πω,
παίζοντας αδέξια
με τον πόνο σου,
αναζητούσα τεχνάσματα
να σε παρηγορήσω, μητέρα.

Η ΜΑΡΜΑΡΙΝΗ ΠΛΑΚΑ

παραμένει εκεί:
στα πόδια του μεγάλου βράχου
με το βλέμμα στραμμένο
στη θάλασσα.
Κι η όψη με τα σβησμένα ονόματα
κρατάει ακόμη
κάτι απ’ τη φλόγα
της μαρμαρωμένης μας ψυχής.

***
ΘΕΙΑ ΑΡΕΤΗ 

Αφήσαμε πέντε κλέφτες 
να μας ξεφτιλίσουν. 
Θα το πληρώσουμε όλοι, 
 λέγαν τότε στο καφενείο. 
 Μα έχει ο καιρός γυρίσματα. 
 Ό,τι ήταν για τους άλλους 
 έγινε και για μας. 
 Έτσι έμεινε να χάσκει 
 στους πέντε ανέμους, 
χωρίς πόρτες 
και παραθυρόφυλλα, 
 η ζωή μας. 

***

ΜΕ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ 

’Είσαι καλά;’ 
ρώτησε η φωνή πίσω μου. 
‘Καλά είμαι. 
Μια ζάλη ξαφνική, 
ακούμπησα να περάσει’, 
μουρμούρισα. 
 ‘Εμείς εδώ 
είμαστε απ’ την Αλέκτορα της Πάφου. 
Εσύ πόθεν είσαι;’ 
ρώτησε η φωνή. 
‘Απ’ εκεί’, είπα 
κι έδειξα 
 - μέσα απ’ τις φυλλωσιές της καρυδιάς - 
 το παραθύρι του πατρικού μου.


Κριτικές για το βιβλίο:

Άρθρο στην κυπριακή εφημερίδα Πολίτης (9/7/2013).
Γιώργος Φράγκος: "Ποίηση με "υπόγεια" βαθιά συνείδηση"εφ. Ο Φιλελεύθερος (4/11/2013)

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

[Τα πρώτα συννεφάκια]

Τα πρώτα συννεφάκια σκέπασαν τον ουρανό κι άρχισαν αναμεταξύ τους ένα τρελό παιχνίδι. Μια έπαιζαν κυνηγητό, μια άλλαζαν διάφορα χρώματα και ξαφνικά έσμιξαν όλα βιαστικά κι έγιναν ένα μαύρο βαρύ σύννεφο. Ο ουρανός σκεπάστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη κι η πρώτη βροχούλα, τα πρωτοβρόχια, έπεσαν στη γη τραγουδώντας. 



Τούλα Κακουλλή

[Τα φύλλα]

Τα φύλλα όλο πέφτουν 
θα πάνε ταξίδι πολύ μακρινό, 
το ένα στη στέγη, 
το άλλο στον κήπο, 
το τρίτο σε κάποιο 
μικρούλι σχολειό. 

Φιλίσα Χατζηχάννα

Ο Αστροναύτης



αστροναύτης να γινόμουν
να πετάξω στο φεγγάρι
να φορούσα τη στολή μου,
όλο σκέρτσα, όλο χάρη.
στους πλανήτες θα γυρνούσα,
θα πετούσα μες στ' αστέρια,
και θα γνώριζα κει πάνω
τα ουράνια, τα αιθέρια.
αστροναύτης ας γινόμουν.
να' χα, φ'ιλοι μου, δικό μου,
ολοκαίνουργιο, μεγάλο,
το διαστημόπλοιό μου.
                                

Τούλα Κακουλλή