Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ


Την γιορτή τούτην του δέντρου, σαν την ονομάσασιν,           είναι άξιοι επαίνου που την οργανώσασιν.
Με την γλώσσαν τη δική μας, με τα λόγια τα χοντρά,       πράο τους όσοι πασκίζουν τζιαι φυτεύκουσιν δεντρά.
Την χαλίτικην την γη μας να δεντροφυτέψουμεν,       θα παραδεισέψει ο τόπος, αλλά να δουλέψουμεν.
Τόπος πον νέν' φυτεμένος με δεντρά που πριν παλιά,                        εν' ξεράλλα, εν ακούεις ούτε ‘νού πουλιoύ λαλιά.
Τζι' άμα πάεις μες στο δάσος, εννάς δεις ούλλον πουλιά,          εν' τζει μέσα που να πάσιν για να κτίσουσιν φουλιά.
Πόσα 'ν' τα καλά του που 'σσει το δεντρόν ούλλην γρονιά;                   εν' δικά του ξύλα που 'σσιεις μες στην βαροσσειμωνιάν.
Τζ' έχεις τα ούλα  βουνάριν, δίπλα  που την τσιμινιάν
τζαι αφταίννεις τα τζαι βράζεις, να γλιτώσεις την σσιονιά.
Έννα θέλω μιαν ημέραν τα καλά που’ σσιει να πω,
άλλον εν' για την ξυλείαν τζ' άλλον εν' για τον xαρπόν.
Καθαρίζουν τον αέραν έτσι σαν τον θέλουμεν                        τζαι παράγουν οξυγόνον τζείνον π’  αναπνέουμεν.
Ποιος τα κάμνει τόσα φρούτα που μουσκομυρίζουσιν
τζ' έχουμεν τζαι τρων τζ' οι ξένοι που παραθερίζουσιν;
Άμα πας στην εκδρομήν σου στο βουνόν με μιαν χαρά,
πού 'να κάτσεις για να πνάσεις, να γλιτώσεις την πυράν;
Τα καΐτζια, τα βαπόρκα, που τα δάση γένουνται,        πρέπει να 'χουμεν μαράζιν κάποτε που καίουνται.
Δίχως ξύλα τζαι σανίδκια σπίτιν έν τζιαι κτίζεται,                  να τα γλέπετε τα δάση, σαν που να τα ρίζετε.
Τα δεντρά φέρνουν το δρόσος τζαι κρατίζουν τα νερά               τζαι αννοίουσιν ρυάτζια τρεξιμιά, ούλλον χαράν!
Έτυχεν μου μες στο δάσος τρεξιμιόν νερόν να πιω
τζ' είπα πρέπει να φυτεύκεις, αλλά  θέλουν τζ' γλεπειόν.
Τζαι σεις μαθητές, ακούστε, σ' όποιον τόπον τζαι να πάτε,                         να θθυμάστε τούντα λόγια, τα δεντρά να τα αγαπάτε.



ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ / Σωτήρης Ζαχαρία



Τι κόσμος ασυνείδητος να κάμνει τέθκοιαν πράξη,
στο δάσος να δια φωθκιάν χωρίς να τον πειράξει!
Είντα του φταίσιν τα δεντρά για να 'βρω συλλοούμαι,
τον νουν μου δέρνω, βασανιώ, τη νύχταν εν τζοιμούμαι.
Μα αντίς να κάμνουσιν κακόν, βρίσκω καλά να κάμνουν,
φέρνουν αέραν καθαρόν τζαι τα νερά εις τον τζαιρόν μερόνυχτα να λάμνουν.
Μέρα νύχταν δουλεύκουσιν για το καλόν τ’ αθθρώπου,                     διούσιν τόσον πράσινον τζ' εν ομορκιά του τόπου.
Ο άθθρωπος εν πόπρεπεν πόσιει τζαι νουν τζαι κρίσην,                                     σαν το δικόν του το μωρόν τον ίδιον τζαι το δεντρόν να 'ρτει να το γλεπίσει.
Τζ' όι να βρέθουντ' άθθρωποι να 'χουν τόσην κακίαν
να παν να κρούζουν τα δεντρά, χωρίς καμμιάν αιτίαν.






Σάββας Κλεάνθης (αναφορά)

Ο Σάββας Κλεάνθης υπήρξε λαικός ποιητής από τον  Άγιο Μάμα. Γεννήθηκε το  1870 και απεβίωσε το  1951

Ποιητής Χρ. Νεόφυτος (αναφορά)

Ποιητής Χρ. Νεόφυτος: Λαικός Ποιητής από την Επισκοπή Πάφου. 

Μιχάλης Πλαστήρας (μικρή αναφορά)

Ο Μιχάλης Πλαστήρας γεννήθηκε στο Δάλι το 1904  και απεβίωσε το 1982. Μεγάλωσε με πολλές στερήσεις. Για βιοποριστικούς λόγους εργάστηκε σε διάφορες εργασίες ενώ το 1954 ξενιτεύεται στην Αγγλία για αναζήτηση καλύτερης τύχης. 
Η θεματολογία των ποιημάτων του περιλαμβάνει προσωπικά βιώματα, καημούς, βάσανα, χαρές και λύπες. 

Πηλαβάκης Κυριάκος (αναφορά)

Ο Πηλαβάκης Κυριάκος ήταν κύπριος Λαικός Ποιητής από το χωριό Φοινί της Λεμεσού. 

Πέτρος Κ. Πεσκέσιης (αναφορά)

Πέτρος Κ. Πεσκέσιης: Λαικός Ποιητής της Κύπρου. Γεννήθηκε το 1900 και απεβίωσε το 1968.

Ποίημα ερωτικό – Πέτρου Κ. Πεσκέσιη


Το πρώτο (απο τρία) μέρη μιας ερωτικής ιστορίας.

Φίλοι τζιαι φιλενάδες μου
κρωστείτε  τους σεβτάες μου,
πέρκι με λυπηθείτε.
Για τούντα πάθη που με τρών,
πέτε μου που έσιη γιατρόν
να γίανω, να χαρείτε.
Παφής ήμουν εφτά χρονών τζι επήαιννα σχολείον
τζι αρκίνησα τζι εμάνθανα το έναν τζιαι το δύο,
είχα μια συμμαθήτριαν
καθευατον ήτουν θεά,
όμως με φρένον λλίον.
Αμα τζιαι νιωθήκαμεν σχεδόν στην τρίτην τάξην
πάνω μου ποταυρίστηκεν,
σαν που την εφανίστηκεν
πως εννα με πειράξει.
Εννία χρονών μωρόν ήμουν τζι αμα τζι ετσίμπησεν με,
σαν που μου κακοφάνηκεν, ίσια κλαμούρησεν με.
Σηκώννουμαι που τζει χαμαί τζι είπουν το του δασκάλου
τζι έδωσεν της με την ροδκίαν
τζιαι κάτι πάτσους μες τ” αφκία,
να ξερα εν το λάλουν.
Το δείλις που σχολάσαμεν, λαλεί μου με μαράζιν,
ελάλουν πως ενν” αντραπείς,
εν τ” ορπιζα να του το πείς,
αλλ” ομως εν πειράζει.
Πο δα τζιαι δα εν παω καθόλου στο σχολείον
τζι οτι λος πλάσμα  με ρωτά,
να του λαλώ για έρωταν
δικόν σου που “ννα φύω .
Αλλα να “ν εις την έννοιαν σου, όποτε ξησκολήσεις
τους πάτσους που φαα για σε, να μου τους ενθυμίσεις.
Λαλώ της, έν τζιαι κρώννουμαι τα λόγια τα δικά σου,
αν μ” ορκιστεις πως μ” αγαπας ετσι με τα καλά σου
φεύκω που τα τωρά τζι” εγιω,
με πλάκαν θέλω με κρογίον,
περνώ με τα φιλία σου.
Πα” στα νιννία των αμμαδκίων, που μπλέπει όρκισα την
τζι αμα τζι εδέχτην, είπεν μου τζιαι πρωτοφίλησα την.
Αμα τζιαι φεύκει που τζιαμαί, εχάθην ο μυαλός μου,
τα γράμματα τουν σκούντρα μου, ο δάσκαλος εχθρός μου.
Μα “ν ήτουν πλάσμαν του θεού, με κόρη με γισάφιν,
ορκίζουμαι το βάρος της αξίζει το χρυσάφιν.
Έσιη δκύο μάθκια, αθασωτά  τζιαι τζεί που εννα δικλήσει ,
η πέτρα σπάζει τζιαι γεννά
νερόν τζι όποιος το πιεί εν γερνά
σκεφτείτε ήντα βρύση.
Οι βούτσιες της εν συννεφκία που βαροπουμπουρίζει,
όσοι την δουν στοισιηματούν ,
έσσω της πάσιν τζιαι ρωτούν,
ήντα τες πογίατιζει.
Τζιαι τζείνη περιπαίξιμο, λαλεί τους με κιρμίζιν .
Τα στήθη της εν” λεμονία άμα να πρωτανθίζει,
τζι κόξα της Αγία Σοφκία,
να κρώννουνται οσ” εχουν φκία,
να πούσιν πόσο αξίζει.
Αξίζει έναν βασίλειο η μια της η παλάμη,
να κάμνει κοντομάνικα,
να φαίνετ” εξω τακτικά
τουτ΄εννα φκάλλει νάμι .
Με λλία λόγια να το πω, εν πάντα της λουμένη ,
αφρογαλατοπούρεκκον, ζαχαρομελωμένη.
Τζι” αμα τζι ερτώθηκεν φτωσίη.
γρουσά τζιαι ρούχα εν έσιει
την νιότη της να σάσει.
Αλλα να κάμουν έκθεσην,
ούλες γερές, τζίνη μισή
παλ” εννα τες χασκίασει.
Άμα μ” ορκίστην τζι είπεν μου εμέν πως εν τα ξέρει,
εξέβηκα που το σχολείον
τζι έκαμνα μόδαν των μαλλίων,
έπιασα τζιαι δευτέρι
τζι έγραψα πλήξες τζιαι καμούς,
που πήαιννα εις τους βραμούς
τζιαι μέρα μεσομέριν.
Αμα τζιαι γίνηκα τζι εγίω, σιειρόττερα που τζείνην,
εζήτησα την τζι είπεν μου να μείνει να μιαλύνει.
Λαλώ της, εν θα “ρτεις μ” εμεν, μα σαι τζι εσου χαμένη,
που τα νιννία των αμμαθκίων έχω σε κρατημένη.
Τζι αν βουληθείς να μ” αρνηθείς,
προσέχτου τζι εννα στραωθείς,
γιατ” είσαι ορκισμένη..

πηγή: http://new.ledras.net/?p=76#identifier_39_76

Ποίημα του Ιωάννη Περδίου

Τι κρίμα που δεν έζησες ακόμα λίγο χρόνο
Να δεις τον γαύρον Κάιζερ σκυφτός να σε κοιτά
Και στο σπαθί σου δίνοντας κάθε τής δάφνης κλώνο
Ελιάς κλωνάριν από σε μονάχα να ζητά!

Ήθελα, Κίτσενερ, να δεις τον κόκκινον Αττίλα
Με τους αγρίους Ούννους του στα πόδια σου να ‘λθεί,
Και νικημένος να θωρεί της δάφνης σου τα φύλλα
Και να του πάρεις πρώτος συ τ’ ολέθριο σπαθί!

Σήμερα που γονάτισεν ο Μέγας δολοφόνος
Και θα τον δούμε στου Βερντέν την γη να σωριασθεί,
Έπρεπε να ‘σαι στο πλευρό και συ της Αλβιόνος
Και με του Ζορφ κι η βροντερή φωνή σου ν’ ακουσθεί!

Εσύ που τόσο πάλαισες το Τέρας να συντρίψεις
Που ‘θελε Κοιμητήριον να κάμει τον Ντουνιά
Απ’ την Μεγάλη Πασχαλιά δεν έπρεπε να λείψεις
Και πρόωρα να βυθισθείς σε τάφου σκοτεινιά!

Αν η Μεγάλη Μάνα σου πενήντα θωρηκτά της
Έβλεπε μες στα πέλαγα να καταποντισθούν
Τόσο δεν θα κοκκίνιζαν τα μάτια τα γλαυκά της
Όσο για σένα, Κίτσενερ, που τώρα σε πενθούν!

Κι η Κύπρος που σε ξένιζε σε χρόνια περασμένα
Κι ίδρωσες για τον χάρτη της εσύ τόσον καιρό,
Καθώς παιδί της σε θρηνεί με μάτια βουρκωμένα
Που δολοφόνοι σ’ έρριψαν σε μνήμα παγερό!

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ / Πάτσαλος Ξενής (Ποιητάρης)







Άδρωπε, βασιλιά της γης που ζεις τζιαι βασιλεύκεις
να τ' αγαπήσεις τα δεντρά, παντού να τα φυτεύκεις.
Τζει μέσα να δκιανεύκεσαι, τζει μέσα να δουλεύκεις,
 τούτη εν η παράδεισος τζΙ άλλην να μεν γυρεύκεις.
Τα δέντρα εν παράδεισος τζει που 'ναι φυτεμένα
γιατί λογής λογιών πουλιά εν πάνω φουλιεμένα.
Τα δέντρα όπου φυτευτούν τζ' ο τόπος πρασινίσει
τζει μέσα να δκιανεύκεται το πλάσμαν θεραπεύκεται μακάριν να 'σιει φθίσην.
Πο’  'σέν το άψυχο δεντρόν τ’  αθώον νιωμένον
πο’ 'σέν εκάμαν το σταυρόν τον τρισμακαρισμένον,
τζείνον που βάσταν το Χριστόν πάνω του σταυρωμένον.

Ξενής  Πάτσαλος 

Παπαχαραλάμπους Φίλιππος (αναφορά)

Παπαχαραλάμπους Φίλιππος: Λαικός Ποιητής από την  Επισκοπή Πάφου 

Παρασκευά Ζαχαρούλα (μικρή αναφορά)

Παρασκευά Ζαχαρούλα : Λαική Ποιήτρια της Κύπρου. Γεννήθηκε στην  Αραδίππου το  1896 και απεβίωσε το 1966

Παπαζαχαρία Κωνσταντής (βιογραφικό)



Γεννήθηκε στην Ξυλοτύμβου στις 20 Φεβρουαρίου 1881 και πέθανε το 1972.  Ήταν γιος Ιερέα από τον οποίο έμαθε και τα γράμμτα. Διακρίθηκε για την απλότητα της ποίησής του, που κινείται έντεχνα στο χώρο της ηθογραφίας. Ποιήματά του βραβεύτηκαν σε ποιητικούς διαγωνισμούς της Κύπρου. 

ΟΥΛΛΟΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ


Χαράν πο’ ‘ν είδεν του παππού ωσπο’ ‘ζιεν η καρκιά του
τωρά ‘ννα δουν τ’αγγόνια του τζιαι τα δισάγγονά του.
Τέθκοιαν εκαρτερούσαμεν μέραν να ξημερώσει
την Τζιύπρουν την αλύτρωτην να την ελευτερώσει.
Η σκλάβα πο’ ‘ζησεν τζιαιρούς, στους ξένους που εβρέθην,
πόσον τζιαιρόν στα σίδερα κανεί πκιον, εβαρέθην.
Όσον τζιαν εν’ αρκόντισσα η μητριά της μιάλη,
μμα ‘ν’ άλλον πράμαν μεμ μου πεις της μάνας η αγκάλη.
Όσον τζιαν δείγν’ η μητριά καλόκαρτη πως ένι,
όπως τη μάνα δεν πονεί, γιατί εν’ γέννα ξένη.
Το γέλιος της διά ζωήν της μάνας τζιαι το δειν της!
Τζι έσιει τζιαι θάρρος περισσόν κοντά της το παιδίν της.
Τζι άμα ξυπνήσει την αυκήν, το φως που ‘ννα χαράξει
τζιαι τζιείνου πρώτη λέξη του: Μάνα εννά φωνάξει.
Σγιον είναι μες στην κούνιαν του που κλαίει άμαν πεινάσει,
την μάναν εν’ που καρτερά να πα να το βυζάσει.
Έτσι τζι η κόρη σήμερα την ώραν περιμένει
να την καλέσ’ η μάνα της τζι η ξένη εν’ πάντα ξένη.
Ούλλοι στο δημοψήφισμα, στον μυστικόν τον δείπνον,
τζι έγινεν νεκρανάστασις. Ξυπνάτε που τον ύπνον.

                                                                            ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ

Παπαζαβού Προκόπιος Η. Μηλικούρι

Παπαζαβού Προκόπιος Η. : Λαικός Ποιητής της Κύπρου από τη Κοινότητα :  Μηλικούρι Λευκωσίας