ΑΝΑΛΩΣΙΜΟ
Η Αύρα, η Λαύρα και η Λάβα έλεγαν χρώματα,
γελούσαν κατακόρυφα, γεννούσαν κιγκλιδώματα.
Μπροστά η βασίλισσα, ο Δούρειος Ίππος, ο τραγουδοποιός.
Μέσα στο πλήθος η Αλικαρνασσώ, η Χρυσόθεμις,
η Σαλώμη — μορφές υπαρκτές.
Τ’ απόγευμα γέμιζαν τις τσέπες με χρησμούς,
στους κήπους κατέβαιναν με τα χρυσάνθεμα.
Κάθε που νύκτωνε, η Χρυσόθεμις ξάπλωνε
στη γαλήνη του προσώπου, άφηνε τον ύπνο να σκεπάσει
το ερυθρόμορφο κορμί.
Δεν ξέρω αν το ποτήρι ήταν άδειο και η κλεψύδρα της μισή,
όμως η αύρα της ψυχής της είχε ένα χρώμα θαλασσί.
**
ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Η Ευρώπη μ’ άσπρο νυφικό
παραπατάει ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια
ξαναβαμμένης αθυροστομίας.
Κάθε Κυριακή (μέρα γενικού καθαρισμού)
ξεσκονίζει επιμελώς το εφήβαιο,
ξεπλένει αμαρτίες με νερό θαλασσινό,
ενδύεται την απουσία της.
Δευτέρα θυμώνει με τα όνειρα,
Τρίτη καταριέται τους ανθρώπους.
Τετάρτη πηγαίνει σινεμά με φίλες κολλητές,
Πέμπτη σοδομίζεται μπροστά σ’ έναν καθρέφτη.
Παρασκευές πετάγεται ως το ταχυδρομείο,
παραλαμβάνει δέμα με συστημένη βόμβα,
που δεν εκρήγνυται ούτε και τώρα.
Τα βράδια περιοδεύουσες παραλίες
μεταναστεύουν στον οίκο ανοχής της·
με το πρώτο φως της μέρας πάει στον φούρνο για ψωμί.
**
ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Τετραγωνίζεις τον κύκλο της πατρίδας,
παίρνεις γομολάστιχα,
σβήνεις κόκκους απ’ το κορμί της·
αυτή μονολογεί πως δεν υπάρχουν χυδαίοι πολίτες,
μόνο αισχρές πατρίδες.
Δημόσιος χώρος άγνωστου πατρός,
δημόσιος πόνος αγνώστου μητρός,
στα χαλάσματα λείψανα ανώνυμων παιδιών.
Καλογυαλισμένες ιαχές, γυαλιστερά δρεπάνια,
άρματα μάχης στα δόντια περιούσιου λαού.
Σκοτάδι με γυμνασμένους προσαγωγούς,
ιδεολογίες με τακούνια και κόκκινα κραγιόν,
πολύγλωσσος θάνατος, ανέσπερο φως σε ρηγματώσεις,
αλμυρή θάλασσα, μύθοι και πτυχώσεις.
Πατρίδα οι αισθήσεις και το ύφος σου,
καΐκι σε κελεύσματα διαιτητών,
ήλιος που εισέρχεται από τη χαραμάδα,
κύμα στο μαξιλάρι.
Πλεονάζον προσωπικό
οι διαβάτες που οχλαγωγούν ποικιλοτρόπως.
Κύκλωπες Πολύφημοι κυκλοφορούν στους δρόμους.
Στο Μεταγωγών πλειστηριασμός ανθρώπων,
πολυφωνικό τραγούδι οι σιωπές τους.
Ιερόδουλες μέρες εσώκλειστες σε παρθεναγωγεία,
νυχθημερόν ο Ηρώδης παίζει Play Station.
Πλανόδιος θίασος στα πέριξ των ατμών
συντάσσει περιγράμματα συνόρων,
μνήμη πεζεύει τ’ άλογό της.
Κι όταν ηχούν σειρήνες του πολέμου,
ξεχνά τα κουβαδάκια της στην άμμο.
Στο πίσω μέρος της αυλής ανάσκελα οι νεκροί
κι εσύ να ψιθυρίζεις:
«Δώσε μου, λίγο δυόσμο απ’ τα μάτια σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου