ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟ ΚΥΠΡΟ Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ
που έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά την Τούρκικη εισβολή στον Τράχωνα στις 22.7.1974
Απόσπασμα
....
Ό,τι ζήσαμε, να ξέρεις,
χάνεται
γκρεμίζεται μέσα στο χρόνο.
Όσα δεν ζήσαμε είναι
που μας ανήκουν...
Εσύ που δεν έζησες πολύ
Έκανες τη ζωή σου Αθάνατη
έτσι που κι ο ήλιος απάνω της
έχει κάψει τα φτερά του...
IV
Κι ενώ έβλεπες τον Εφιάλτη
να βαδίζει δίπλα σου
η οργή σου κτυπούσε
ώς τις φτέρνες πολυβόλα
Θερμοπύλες να φυλάξει
Καθώς δειλοί αρχηγοί
τα πεδία μαχών εγκατέλειπαν
λιποτάχτες του Χρέους
Εσύ Λεωνίδας
τραγούδι Πατρίδας εκάλπαζες
χωρίς τους τριακοσίους σου
και κόψη σπαθιού ακόνιζες
τους Μήδους ν' αποτρέψεις
μην διαβούνε...
Πριν γείρει το κορμί σου
στάθηκες βράχος
μπροστά στα παλληκάρια σου!
Καλύπτοντάς τα με το πολυβόλο σου
οπισθοχώρησαν ένας ένας
προς την Ομορφίτα...
Στο λόφο του Χοιροστασίου
πυροδοτούσες
Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος
Πατρίδας πολιορκημένης
κι Αλέξανδρος Φιλίππου ...
αντιβιώνοντας την ανδρεία σου ...
Κατάξερος ο λόφος
δεν είχε τόπο να σταθείς
δέντρο να ξαποστάσεις
νερό να ξεδιψάσεις.
Φωτιά και μπαρούτι
Και τα κουφάρια των τούρκων αλεξιπτωτιστών
κατά γης...
Σε είδε ο Δίας μια στιγμή
ν' απαγκιστρώνεσαι τελευταίος
προς το νεκροταφείο
κι ύστερα έρποντας
προς στα σπίτια των «Ματσικοριθκιών»
..........................
Από τα εγκαταλελειμμένα φυλάκιά σας
ο Τούρκος δήμιός σου σε παραμόνευε
και μια βολή στο τέλος
σε γονάτισε…
Στο χώμα μια στιγμή
κινήθηκαν τα φίδια
μα άλλαξαν δρόμο
μην σου μολύνουν την ψυχή!
Καμπάνα δεν ακούστηκε
ούτ’ ήρθε μαντατοφόρος
κι έμεινες μόνος
ριζωμένος στο χώμα
ώσπου σ’ αφουγκράστηκε ο Πενταδάκτυλος
και γονατίζοντας
σε πήρε στην αγκαλιά του!
που έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά την Τούρκικη εισβολή στον Τράχωνα στις 22.7.1974
Απόσπασμα
....
Ό,τι ζήσαμε, να ξέρεις,
χάνεται
γκρεμίζεται μέσα στο χρόνο.
Όσα δεν ζήσαμε είναι
που μας ανήκουν...
Εσύ που δεν έζησες πολύ
Έκανες τη ζωή σου Αθάνατη
έτσι που κι ο ήλιος απάνω της
έχει κάψει τα φτερά του...
IV
Κι ενώ έβλεπες τον Εφιάλτη
να βαδίζει δίπλα σου
η οργή σου κτυπούσε
ώς τις φτέρνες πολυβόλα
Θερμοπύλες να φυλάξει
Καθώς δειλοί αρχηγοί
τα πεδία μαχών εγκατέλειπαν
λιποτάχτες του Χρέους
Εσύ Λεωνίδας
τραγούδι Πατρίδας εκάλπαζες
χωρίς τους τριακοσίους σου
και κόψη σπαθιού ακόνιζες
τους Μήδους ν' αποτρέψεις
μην διαβούνε...
Πριν γείρει το κορμί σου
στάθηκες βράχος
μπροστά στα παλληκάρια σου!
Καλύπτοντάς τα με το πολυβόλο σου
οπισθοχώρησαν ένας ένας
προς την Ομορφίτα...
Στο λόφο του Χοιροστασίου
πυροδοτούσες
Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος
Πατρίδας πολιορκημένης
κι Αλέξανδρος Φιλίππου ...
αντιβιώνοντας την ανδρεία σου ...
Κατάξερος ο λόφος
δεν είχε τόπο να σταθείς
δέντρο να ξαποστάσεις
νερό να ξεδιψάσεις.
Φωτιά και μπαρούτι
Και τα κουφάρια των τούρκων αλεξιπτωτιστών
κατά γης...
Σε είδε ο Δίας μια στιγμή
ν' απαγκιστρώνεσαι τελευταίος
προς το νεκροταφείο
κι ύστερα έρποντας
προς στα σπίτια των «Ματσικοριθκιών»
..........................
Από τα εγκαταλελειμμένα φυλάκιά σας
ο Τούρκος δήμιός σου σε παραμόνευε
και μια βολή στο τέλος
σε γονάτισε…
Στο χώμα μια στιγμή
κινήθηκαν τα φίδια
μα άλλαξαν δρόμο
μην σου μολύνουν την ψυχή!
Καμπάνα δεν ακούστηκε
ούτ’ ήρθε μαντατοφόρος
κι έμεινες μόνος
ριζωμένος στο χώμα
ώσπου σ’ αφουγκράστηκε ο Πενταδάκτυλος
και γονατίζοντας
σε πήρε στην αγκαλιά του!
***
Bιώματα της άλλης ζωής σου
της πιο ωραίας
της φανταστικής
που κράτησες στα χέρια σου
όσο μπορούσες
ενώ όλα δείχνανε
να στενάζει δίπλα σου
το ανεκπλήρωτο.
Στιγμές που τα πράγματα μέσα
στα χέρια σου γλιστρούσαν
σαν τα ψάρια
προδώνοντας την απουσία σου
από τον κόσμο τούτο.
Tα μεγάλα γεγονότα χάθηκαν
από τα χέρια σου
μες τη συντομία των ημερών
κι έμεινες μόνος
με τις υπέροχες ιδέες
και τα δάκρυά σου
την ώρα που η ανάμνηση
εκείνων που σε πρόδωσαν
ράβδιζε το κεφάλι σου.
Mακρινά από τον κόσμο πράγματα
που δεν θα γνωρίσεις ποτέ
μα που έδιναν το νόημα
της ζωής σου.
Λόγια που δεν κατάλαβες
παρά όταν ήταν πια αργά
και τόσος κόπος, τόσα δάκρυα
για μεγάλα ταξίδια που έκανες
χωρίς να φτάσεις πουθενά
για να χαθείς ύστερα σ’ ένα δρομάκι
της γειτονιάς
κλαίγοντας σιωπηλά
για πράγματα ξεχασμένα από όλους.
Γεγονότα συνταρακτικά
που κανείς δεν προσέχει
ενώ τα χειρόγραφα πάνω στο τραπέζι
τ΄ ανεμίζει ο άνεμος της λησμονιάς
την ώρα που τα παιδιά σου
αναρωτιώνται ποια η χρησιμότητά τους.
O κόσμος ένα παιγνίδι
που έχασες.
Θυμήσου καλύτερα το απόμακρο
άρωμα των γιασεμιών
ή λίγους στίχους του Σεφέρη.
Tα βράδια να πίνεις με τους
πεθαμένους
ενώ η σύντροφός σου που αγάπησες
σ’ εγκατέλειψε
γιατί είχε την κακή τύχη
να ήταν κι αυτή θνητή.
Mιά ζωή να νοσταλγείς
αυτό που ποτέ δεν έζησες
παρά στα όνειρά σου
κι όμως αυτό ήταν όλη σου η ζωή...
της πιο ωραίας
της φανταστικής
που κράτησες στα χέρια σου
όσο μπορούσες
ενώ όλα δείχνανε
να στενάζει δίπλα σου
το ανεκπλήρωτο.
Στιγμές που τα πράγματα μέσα
στα χέρια σου γλιστρούσαν
σαν τα ψάρια
προδώνοντας την απουσία σου
από τον κόσμο τούτο.
Tα μεγάλα γεγονότα χάθηκαν
από τα χέρια σου
μες τη συντομία των ημερών
κι έμεινες μόνος
με τις υπέροχες ιδέες
και τα δάκρυά σου
την ώρα που η ανάμνηση
εκείνων που σε πρόδωσαν
ράβδιζε το κεφάλι σου.
Mακρινά από τον κόσμο πράγματα
που δεν θα γνωρίσεις ποτέ
μα που έδιναν το νόημα
της ζωής σου.
Λόγια που δεν κατάλαβες
παρά όταν ήταν πια αργά
και τόσος κόπος, τόσα δάκρυα
για μεγάλα ταξίδια που έκανες
χωρίς να φτάσεις πουθενά
για να χαθείς ύστερα σ’ ένα δρομάκι
της γειτονιάς
κλαίγοντας σιωπηλά
για πράγματα ξεχασμένα από όλους.
Γεγονότα συνταρακτικά
που κανείς δεν προσέχει
ενώ τα χειρόγραφα πάνω στο τραπέζι
τ΄ ανεμίζει ο άνεμος της λησμονιάς
την ώρα που τα παιδιά σου
αναρωτιώνται ποια η χρησιμότητά τους.
O κόσμος ένα παιγνίδι
που έχασες.
Θυμήσου καλύτερα το απόμακρο
άρωμα των γιασεμιών
ή λίγους στίχους του Σεφέρη.
Tα βράδια να πίνεις με τους
πεθαμένους
ενώ η σύντροφός σου που αγάπησες
σ’ εγκατέλειψε
γιατί είχε την κακή τύχη
να ήταν κι αυτή θνητή.
Mιά ζωή να νοσταλγείς
αυτό που ποτέ δεν έζησες
παρά στα όνειρά σου
κι όμως αυτό ήταν όλη σου η ζωή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου