γράφει
ο Δημήτριος Γκόγκας
Την
21η Μαρτίου 2020, ημέρα αφιερωμένη στην ποίηση ανά τη γη, η Εθνική
Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών της Κύπρου πραγματοποίησε μια διαδικτυακή εκδήλωση
με αναρτήσεις ποιητών και ανθρώπων που αγαπούν την ποίηση στη σελίδας της σε
ένα χώρο κοινωνικής ηλεκτρονικής συνεύρεσης. Μου αρέσουν ιδιαίτερα αυτοί οι
«σύγχρονοι» ορισμοί...
Στην
δράση αυτή είχα την τιμή να συμμετάσχω και εγώ με ένα ποίημά μου, ανάμεσα σε
ομολογουμένως πολύ αξιόλογα ποιήματα από αναγνωρισμένους και σπουδαίους
ποιητές. Αυτό που όμως που σκέφτηκα είναι ότι δεν αξίζει μια τέτοια σημαντική
πρωτοβουλία να μην γίνει γνωστή σε όλους μέσα από κάποιο ιστολόγιο, μπλοκ ή
ιστοσελίδα, που είναι αφιερωμένη στην εξ ολοκλήρου στην ποίηση. Διότι
διαφορετικά τα ποιήματα που αναρτήθηκαν θα μείνουν θαμμένα και θα θάβονται
ακόμα βαθύτερα, καθώς ο «τοίχος» στο συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο, συνεχώς
ανανεώνεται και καινούργια πράγματα αναρτώνται ενώ τα παλιά φυσιολογικά
χάνονται και εάν δεν αναζητηθούν μπαίνουν στον κατάλογο των … εξαφανίσεων.
Οι
ποιητές που συμμετείχαν, του λογοτεχνικού χώρου του έθνους μας, των οποίων τα
ποιήματα αναρτώνται παρακάτω, θεωρώ πως
θα είναι σύμφωνοι με την ανιδιοτελή αυτή πρωτοβουλία μου. Στην περίπτωση δε που
υπάρχει διαφωνία, ας αποσταλεί ένα απλό μήνυμα και το ποίημά του θα διαγραφεί.
Οι
ποιητές που συμμετείχαν
1.
Πάμπος Αναγιωτός
2.
Ανδρέας Αντωνίου
3.
Γεωργία Αντωνίου
4.
Αλεξάνδρα Γαλανού
5.
Δημήτριος Γκόγκας
6.
Ανδρεανή Ηλιοφώτου
7.
Κατερίνα Ηρακλέους
8.
Μαρία Ιωάννου
9.
Ιωσήφ Ιωσηφίδης
10. Βίκτωρ Καραγιάννης
11. Ανδρέας Καρακόκκινος
12. Έλενα Σάββα – Κιννή
13. Εύα Κουτσουμπά
14. Μέλανι Κουρσάρου
15. Νατάσσα Αθηαινίτου – Κυπριανού
16. Κλεοπάτρα Μακρίδου
17. Έλενα Μαυρομουστάκη
18. Λουίζα Μινά
19. Μαρία Θεοδοσίου – Νικολάου
20. Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου
21. Κώστας Παπαιωάννου
22. Στέλιος Παπαντωνίου
23. Γιώργος Πετούσης
24. Δέσπω Πλατρίτη
25. Στέλιος Στυλιανού
26. Αθηνά Τέμβριου
27. Χρίστος Τσιαήλης
28. Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου
29. Γιώργος Χριστοδουλίδης
***
Πάμπος
Αναγιωτού
ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΚΡΙΕΖΩΤΟΥ
Στον Βάσο Αργυρίδη
Ανηφόριζα την Κριεζώτου
μιαν μέρα ζοφερή και αγχωμένη
ενδεδυμένος τη χειμερινή μου θλίψη.
Αίφνης
ηκούσθησαν
θροΐσματα φτερούγων
ντιντίνισμα θυμιατού
κι εξαπτερύγων γκλίγκλισμα
κι ενεφανίσθη εμπρός μου
δύο μέτρα υπεριπτάμενος της παγερής ασφάλτου
άγγελος-αρχάγγελος και Μέγας Ταξιάρχης
με όλα τα φυσεκλίκια
και τα άρματα ζωσμένος σταυρωτά
που αγλάιζε μες στην απλότητά του.
Μπήκε ανάλαφρος στον ανελκυστήρα
του υπ’ αριθμόν 3 μεγάρου
κι άρχισε να ανεβαίνει ένα ένα τους ορόφους
αόρατος εις τα όμματα του πλήθους
που ψώνιζε συνωστιζόμενο
στην Πανεπιστημίου και στην Ακαδημίας
εναργώς όμως υλοποιημένος
εις τας αισθήσεις των μεμυημένων
που διόπτευαν τη σκηνή από τα αετώματα
του Παρθενώνος και του Θησείου.
Από τον κάθε όροφο ανυψούμενος
τρυγούσε τη γύρη και τον μούστο
του κάλλους και της σοφίας
της μαγκιάς και της μπέσας
και της ανδρείας των ολίγων
που ιερουργώντας σε θυσιαστήρια ερμητικά
ανάδευαν τον θεσπέσιο πολτό
της σάρκας και του πνεύματος
ασκώντας την πανάρχαια
τέχνη των μυστών
των αλχημιστών
και των πεφωτισμένων.
Φτάνοντας στην οροφή
ο θάλαμος συσπείρωσε μεγίστη ρώμη
όπως Κόρη που κυοφορεί
τη νέα ζωή
την ύπαρξη
και την αθανασία
κι εκσφενδονίσθη στο διάστημα
με τον αρχάγγελο πηδαλιούχο.
Άνοιξε τότε διάπλατα
η μήτρα του ουρανού
να τον προϋπαντήσει
μυριάδες ασωμάτων έψαλλαν
το “Χαίρε” των Ελλήνων
κι όλων των καιρών
και των αιώνων οι καθημερινές
γίνανε σχόλες, Κυριακές
κι Ανάστασης ημέρα.
Κάθιδρος
πέταξα από πάνω μου ό,τι με βάραινε
κι έριξα μπρος στα σκαλοπάτια
του μεγάρου ρόιδι την ευχή:
«Να ’χουν οι άνθρωποι κρασί
να ’χουν ψωμί κι ελιά προσφάι
και λίγη τοσηδά υπομονή
και περηφάνια
να βγάλουνε κουτσά-στραβά
και τούτον τον Χειμώνα.»
**
Ανδρέας Αντωνίου
Canto LVI: Evgeniy Onegin (Ipsa Via)
Ποιος είμαι; Τι γυρεύω πια; Τι κάνω; Πού πηγαίνω;
Οι λέξεις μου ακούγονται στο βάθος σαν ηχώ
Ό,τι με έφερε ως εδώ, τώρα μου μοιάζει ξένο
Με άφησε η έμπνευση έρμο και μοναχό
Κι αν τους μεγάλους ποιητές μιμούμαι κι αντιγράφω
Σαν μαυσωλείο οι στίχοι μου που κρύβουν ένα τάφο
Βαδίζοντας σε αλλονών ηρώων την πορεία
Να ζω πάλι απ’ την αρχή την ίδια ιστορία
Την έμπνευση που μου ‘δωσες την έπαιξα στα ζάρια
Την ομορφιά σου έχασα που ‘χα για συντροφιά
Το πρόσωπό σου κρύφτηκε μέσα στην συννεφιά
Εκεί που της θεάς Aelun κρύβονται τα φεγγάρια
Σε μέρη αφανέρωτα απ’ τους θνητούς κρυμμένα
Εκεί που αγάπη και ομορφιά πάντοτε είναι ένα
Το ίδιο ακούω κάλεσμα, τον ίδιο ακούω χτύπο
Η ίδια με καλεί καρδιά, ίδιος ηχεί ο ρυθμός
Ηλύσια και Παράδεισος τον ίδιο έχουν κήπο
Από τον Δάντη ως σήμερα, ένας είναι ο καημός
Όσες πληγές υπέφερα κι όσες φορές πονούσα
Πάντοτε ίδια ήτανε η έμπνευση κι η Μούσα
Κι ο δρόμος που ακολούθησα, που πάντοτε αλλάζει
Είτε δεξιά είτε αριστερά, στο ίδιο τέρμα βγάζει
Κι αν είμαι απλά μια αντιγραφή, χωρίς οστά και σάρκα
Κι αν κάποιον λογοτεχνικό θυμίζω χαρακτήρα
Η ίδια μας γέννησε ψυχή, η ίδια μας δένει μοίρα
Στο πέλαγος της ποίησης η ίδια μας φέρνει βάρκα
Κι είναι η ίδια η ομορφιά που μας καλεί θλιμμένα
Τον Faust. Τον Manfred. Τον Villon. Τον Melmoth. Kαι εμένα.
**
Γεωργία
Αντωνίου
Έρεβος το
μυαλό τ'ανθρώπου,
σκοτάδι βαθύ.
Κι ήρθες εσύ η Γνώση
να το φωτίσεις, να δώσεις ελπίδα ν'ανακαλύψω την απεραντοσύνη του σύμπαντος.
σκοτάδι βαθύ.
Κι ήρθες εσύ η Γνώση
να το φωτίσεις, να δώσεις ελπίδα ν'ανακαλύψω την απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Μωρό στην
αγκαλιά η αγάπη σου
κλαίει, γελάει, ζητά φιλιά και χάδια.
Απαιτεί, δε χαρίζει, αντιστέκεται, αμφισβητεί.
Είναι πάντα εκεί.
Ελιξήριο ψυχής και σώματος.
κλαίει, γελάει, ζητά φιλιά και χάδια.
Απαιτεί, δε χαρίζει, αντιστέκεται, αμφισβητεί.
Είναι πάντα εκεί.
Ελιξήριο ψυχής και σώματος.
**
Αλεξάνδρα
Γαλανού
Σαν η ευχή
δεν προλάβει
ν´ ακολουθήσει το διάττοντα
αστέρα
μέσα απο το χρώμα
της νύχτας αναδύεται
ενα ποίημα
κι έτσι όπως σβήνει
το περίγραμμα
της μέρας
τεντώνει τη σιωπή
μέχρι εκεί που δεν φθάνει
ο ήχος των λέξεων.
δεν προλάβει
ν´ ακολουθήσει το διάττοντα
αστέρα
μέσα απο το χρώμα
της νύχτας αναδύεται
ενα ποίημα
κι έτσι όπως σβήνει
το περίγραμμα
της μέρας
τεντώνει τη σιωπή
μέχρι εκεί που δεν φθάνει
ο ήχος των λέξεων.
Από την ποιητική συλλογή
"Στις γωνιές των λέξεων"
**
Δημήτριος Γκόγκας
ΑΤΑΞΙΑ
Όταν ξεκινά
η περίοδος του κυνηγιού
Τα πουλιά κρύβονται στις φτερούγες τους
Οι άνθρωποι καμώνονται τους ήρωες
Οι σκαντζόχοιροι ντύνονται κάκτοι
Τα πουλιά κρύβονται στις φτερούγες τους
Οι άνθρωποι καμώνονται τους ήρωες
Οι σκαντζόχοιροι ντύνονται κάκτοι
Στο σπίτι
υπάρχει πάντα νερό σε λαγούμια με δηλητήριο
Και τροφή γεμάτη καρφίτσες για τη μάσηση
Ώρες-ώρες ο παρακλητικός φωνάζει τον μέντορα
Κι ο πνευματικός σηκώνει τα χέρια ελέω Θεού
Νίπτοντας τας χείρας επί των υδάτων
Και τροφή γεμάτη καρφίτσες για τη μάσηση
Ώρες-ώρες ο παρακλητικός φωνάζει τον μέντορα
Κι ο πνευματικός σηκώνει τα χέρια ελέω Θεού
Νίπτοντας τας χείρας επί των υδάτων
Τι μέρες και
κείνες, οι μέρες του κυνηγιού
Ο πατέρας λιοντάρι
Η μάνα αλεπού
Οι γέροντες κόρακες
Τα αδέλφια περιπλανώμενες ύαινες
και η πολιτεία
νεκρωμένος ιστός αράχνης από κανόνες και νόμους.
Ο πατέρας λιοντάρι
Η μάνα αλεπού
Οι γέροντες κόρακες
Τα αδέλφια περιπλανώμενες ύαινες
και η πολιτεία
νεκρωμένος ιστός αράχνης από κανόνες και νόμους.
Αταξία
Οι νεκροί με τους ζωντανούς κι αυτοί με τους ανθρώπους.
Οι νεκροί με τους ζωντανούς κι αυτοί με τους ανθρώπους.
**
Ανδρεανή Ηλιοφώτου
Συγχώρεσε με Κύριε
Που θα προσευχηθώ σαν φαρισαίος.
Εσύ γνωρίζεις τα άδηλα και τα κρύφιά μου.
Στις γειτονιές του μόχθου που μεγάλωνα
πληγές πολλές· κι ο πόνος κόμπο κόμπο
νυχτοήμερα να πνίγει την ανάσα.
Τούτο τον πόνο απόσταζα· λέξεις
λιγοστές, π’ ασφυκτιούσαν
να βγουν στο φως να με λυτρώσουν,
να ενσαρκωθούν αγγίζοντας
την νομοτέλεια των πάντων
όσα «εν σοφία εποίησας»
λέξεις κοφτές, εν κάθετες και μετρημένες,
μαζί σου Συνδημιουργός
που είπες και «εγένετο».
Συγχώρεσε με,
χάθηκα
στην λογοπλήμμυρα των ποιητών μας
μάταια ψάχνοντας ουσία
στην αδειανή λεξηλαγνεία.
**
Κατερίνα Ηρακλέους
Ποίηση..
στίχοι που ρέουν σε ωκεανούς που δεν βλέπεις που τελειώνουν!!!
στίχοι που ρέουν σε ωκεανούς που δεν βλέπεις που τελειώνουν!!!
οι στίχοι
της σε ακτές ονείρου!
όμως..
οι στίχοι
της ..
και άδειες θάλασσες
και άδειες φεγγαράδες!
και άδειες θάλασσες
και άδειες φεγγαράδες!
Ποίηση!
ανέλπιστη..
πέννα πρωτόγνωρη
στο κλάμα και στη χαρά!
ανέλπιστη..
πέννα πρωτόγνωρη
στο κλάμα και στη χαρά!
Ω ποίηση..
ψυχής βουνοκορφές!
ψυχής πράσινοι κάμποι!
καρδιές ερωτευμένες!
καρδιές προδομένες!
ψυχής βουνοκορφές!
ψυχής πράσινοι κάμποι!
καρδιές ερωτευμένες!
καρδιές προδομένες!
Την ελπίδα
την έχει φρουρό!
**
Μαρία Ιωάννου
Θα 'ρθουν οι μέρες
Που οι αυλές μας θα μυρίζουν γιασεμί
Θα 'ρθουν οι νύχτες που τα κορμιά γλυκά θα ερωτεύονται
Θα 'ρθουν τα χρόνια
Που στα σπίτια μας θα ακούγονται μόνο χαράς τραγούδια
Που οι αυλές μας θα μυρίζουν γιασεμί
Θα 'ρθουν οι νύχτες που τα κορμιά γλυκά θα ερωτεύονται
Θα 'ρθουν τα χρόνια
Που στα σπίτια μας θα ακούγονται μόνο χαράς τραγούδια
**
Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ
.
Δεν το είδε ως αλεξίπτωτο, η Ανδριανή.¹
Στο νεκρό πυρσοχαίτη² Γερμανό άφησε άνθος,
του πήρε το αλεξίπτωτο και κρύφτηκε στο σπίτι.
Η μάνα τής έμαθε την κρητικιά τέχνη να ξεπλέκει,
ο θείος Ησίοδος³ να πλέκει φορέματα ίνα-την-ίνα,
χώρια οι λευκές απ’ τις πράσινες και τις καφετιές.
Υπομένει μη χάσει τη μάχη της στο βόρειο σκότος
κι αν περιμένει πολύ δεν απομένει ν’ αναμένει πολλά,
έξι μήνες σκυφτή ράβει το μέλλον και σιγοτραγουδά:
‘Αν πολύ δεν μου αργήσεις, όσο ζω θα σε προσμένω’…
ο Δημήτρης της να βγει απ’ τα κάτεργα της Γκεστάπο,
να παντρευτούν, να τους λούζουν ρύζι οι χωριανοί
έκθαμβοι με το νυφικό από μεταξωτές ίνες του πανιού.
.
Με άλλα μάτια είδε το αλεξίπτωτο, η Ανδριανή.
.
.
1. Ανδριανή Χαλκιαδάκη (Κρήτη, 1941). Πηγή: το αμερικανικό περιοδικό “PieceWork”. Άρθρο: «Ένα πλεκτό νυφικό φτιαγμένο από WWII αλεξίπτωτο» της δημοσιογράφου Mimi Seyferth. Στα 97 της
χρόνια δωρίσει το νυφικό της στο Ναυτικό Μουσείο Κρήτης.
.
2. Ξανθοκοκκινομάλλης. Απαντάται σ’ έναν στίχο του ποιητή Βακχυλίδη (περ.
510-450 π.Χ.)
.
3. Ησίοδος (Αρχαίος ποιητής 7ος αιώνας π.Χ.) ‘Ει γαρ κεν και σμικρόν επί
σμικρώ καταθείο και θαμά τούτ᾽ έρδοις, τάχα κεν μέγα και το γένοιτο’, Έργα και Ημέραι -361
**
Βίκτωρ
Καραγιάννης
ΑΝΟΙΞΗ!
Ο χειμώνας έφυγε και μαζί του τα χιόνια
μας ήρθε η άνοιξη με τα χελιδόνια
την πλάση στολίζουν πολύχρωμα λουλούδια
τα πουλιά κελαηδούν χαρούμενα τραγούδια.
Κοιτάξτε γύρω σας την
ομορφιά στη φύση
την καρδιά σας ανοίξτε με χαρά να γεμίσει
βγείτε απ’ την νάρκη σας και διώξτε την θλίψη
πέπλο ευτυχίας την ψυχή σας να καλύψει.
την καρδιά σας ανοίξτε με χαρά να γεμίσει
βγείτε απ’ την νάρκη σας και διώξτε την θλίψη
πέπλο ευτυχίας την ψυχή σας να καλύψει.
Αγάπης φωλιά την ψυχή μας
ας κάνουμε
αγάπη να δώσουμε, μα και να πάρουμε
την καρδιά στους γύρω μας να την ανοίξουμε
με χαρά και ευτυχία να τους γεμίσουμε.
αγάπη να δώσουμε, μα και να πάρουμε
την καρδιά στους γύρω μας να την ανοίξουμε
με χαρά και ευτυχία να τους γεμίσουμε.
Την αγάπη μας ποτέ μην την
διώξουμε
βαθιά στην καρδιά να την νοιώθουμε,
καρδιοχτύπι δυνατό στη ψυχή μας
παντοτινή ομορφιά στη ζωή μας.
βαθιά στην καρδιά να την νοιώθουμε,
καρδιοχτύπι δυνατό στη ψυχή μας
παντοτινή ομορφιά στη ζωή μας.
**
Ανδρέας Καρακόκκινος
ΜΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Τυλιγμένη
στη βυσσινή σου σάρπα
ταξιδεύεις
στη πλώρη της ποίησης
με
κόκκινους στίχους στα μάγουλα
και
βλέμμα καρφωμένο στις λέξεις.
Οι αναγνώσεις απαλό κυμάτισμα φωνών
σε ταξιδεύουν με τα λόγια των ποιητών
και στη γαλήνη της βραδιάς αντιφεγγίζει
ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη σου.
**
Έλενα Σάββα - Κιννή
ΑΛΛΟΚΟΤΑ
ΜΟΙΡΑΣΜΑΤΑ
Σήμερα
βρέχει
και πέρσι έβρεχε
Απ ότι θυμάμαι και παλιά
σκουριάσανε τα χρόνια.
Ίσως να πεις πως προσκηνήσαν τα βουνά
και σάπισαν οι θάλασσες
και ξεδιψάσαν αγκαλιές
που ασπάστηκαν Χειμώνες.
Πες πως ακόμα μπλέκονται δειλά
φλεγόμενα χιλιόμετρα
φραγμένα Καλοκαίρια
και πέρσι έβρεχε
Απ ότι θυμάμαι και παλιά
σκουριάσανε τα χρόνια.
Ίσως να πεις πως προσκηνήσαν τα βουνά
και σάπισαν οι θάλασσες
και ξεδιψάσαν αγκαλιές
που ασπάστηκαν Χειμώνες.
Πες πως ακόμα μπλέκονται δειλά
φλεγόμενα χιλιόμετρα
φραγμένα Καλοκαίρια
Πως
καταφέρνουν
κι αφυδατώνονται
οι ψυχές;
κι αφυδατώνονται
οι ψυχές;
**
Μελανί Κουρσάρου
ΕΙΜΑΙ ΤΥΧΑΡΗ
Εχω γεμάτη
καρδιά από υποψίες αγάπη
τραύματα γαλήνης με ταξιδεύουν
στεκω στα πόδια μου αναποδα
Και η χαρά μου κρατάει το χέρι.
Είμαι τυχερή.
Αποχαιρέτησα τις νυκτωδιες.
Η βροχή τις καταβροχθισε επιδεξια
εκλεισε τους δρόμους της ενοχης
κι έμεινα να κοιτάω τον καθρεφτη
εκπληκτη.
Είμαι τυχερή.
Θα δώσω συνέντευξη στον ουρανό.
Ο άγγελος μου κλείνει το ματι
χαίρεται για την χειραψια
κι εγώ πετάω μπαλόνια
για την Ανάσταση.
τραύματα γαλήνης με ταξιδεύουν
στεκω στα πόδια μου αναποδα
Και η χαρά μου κρατάει το χέρι.
Είμαι τυχερή.
Αποχαιρέτησα τις νυκτωδιες.
Η βροχή τις καταβροχθισε επιδεξια
εκλεισε τους δρόμους της ενοχης
κι έμεινα να κοιτάω τον καθρεφτη
εκπληκτη.
Είμαι τυχερή.
Θα δώσω συνέντευξη στον ουρανό.
Ο άγγελος μου κλείνει το ματι
χαίρεται για την χειραψια
κι εγώ πετάω μπαλόνια
για την Ανάσταση.
**
Εύα Κουτσουμπά
Ζηλεύω τα πουλιά, τα γατιά, τα σύννεφα..
το αεράκι που χορεύει με τις κουρτίνες... τους ανθούς της λεμονιάς που επέζησαν της καταιγίδας...
ζηλεύω την άνοιξη που επιμένει ερήμην μας...
ζηλεύω τη ζωή που μας διαφεύγει...
το αεράκι που χορεύει με τις κουρτίνες... τους ανθούς της λεμονιάς που επέζησαν της καταιγίδας...
ζηλεύω την άνοιξη που επιμένει ερήμην μας...
ζηλεύω τη ζωή που μας διαφεύγει...
**
Νατάσα Αθηαινίτου- Κυπριανού
ΕΝ ΜΕΣΩ
ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ
Λαθρεπιβάτες
στους δρόμους μιας άδειας πόλης
την ώρα που θεριεύει
ο φόβος
σαν αγρίμια που βγαίνουνε από κλουβί
αναλογιζόμαστε
πόσο πολύ υποτιμήσαμε
τη φτώχεια.
Τα πανωφόρια στο ντουλάπι ακίνητα.
Τα αρώματα και τα κραγιόν πεταμένα.
Το σαλόνι με τις πορσελάνες σχεδόν
προκλητικό.
Τώρα που ζούμε σαν πουλιά
φυλακισμένα
χαιρόμαστε τον ήλιο στα μπαλκόνια
κελαηδώντας.
Προσοχή!
Εκτός από τις εξόδους απαγορεύονται ρητά οι αγκαλιές
και όλων των ειδών οι συνευρέσεις.
Όσες δε γίνονται, πάντα με μάσκες
και γάντια πλαστικά για να συνάδουν με τις αισθήσεις μας.
Είναι όμως θαρρώ καλύτερη
η πιο τυφλή αφή μας
η πιο γυμνή, μοναχική μας λέξη
κι ακόμη περισσότερο
η κάθε ταπεινή μας σκέψη
από αντικείμενα πολλά και φλύαρα συναθροίσεις και κουβέντες ανώφελες.
Περπατάμε στην πεδιάδα μιας μισοανθισμένης άνοιξης
κι ό,τι πια αξίζει
μας συντροφεύει.
Το πιο εύφορο έδαφος, άλλωστε
θα είναι πάντα οι ζωές μας.
την ώρα που θεριεύει
ο φόβος
σαν αγρίμια που βγαίνουνε από κλουβί
αναλογιζόμαστε
πόσο πολύ υποτιμήσαμε
τη φτώχεια.
Τα πανωφόρια στο ντουλάπι ακίνητα.
Τα αρώματα και τα κραγιόν πεταμένα.
Το σαλόνι με τις πορσελάνες σχεδόν
προκλητικό.
Τώρα που ζούμε σαν πουλιά
φυλακισμένα
χαιρόμαστε τον ήλιο στα μπαλκόνια
κελαηδώντας.
Προσοχή!
Εκτός από τις εξόδους απαγορεύονται ρητά οι αγκαλιές
και όλων των ειδών οι συνευρέσεις.
Όσες δε γίνονται, πάντα με μάσκες
και γάντια πλαστικά για να συνάδουν με τις αισθήσεις μας.
Είναι όμως θαρρώ καλύτερη
η πιο τυφλή αφή μας
η πιο γυμνή, μοναχική μας λέξη
κι ακόμη περισσότερο
η κάθε ταπεινή μας σκέψη
από αντικείμενα πολλά και φλύαρα συναθροίσεις και κουβέντες ανώφελες.
Περπατάμε στην πεδιάδα μιας μισοανθισμένης άνοιξης
κι ό,τι πια αξίζει
μας συντροφεύει.
Το πιο εύφορο έδαφος, άλλωστε
θα είναι πάντα οι ζωές μας.
**
Κλεοπάτρα Μακρίδου
Κοίταξε τον κόσμο
Κοίταξε τον κόσμο
σʹενα κοχύλι
και την Ζωή σʹένα δέντρο ελιάς
Κράτησε το Σύμπαν στην παλάμη σου
και την Αιωνιότητα σε μια στιγμή!
σʹενα κοχύλι
και την Ζωή σʹένα δέντρο ελιάς
Κράτησε το Σύμπαν στην παλάμη σου
και την Αιωνιότητα σε μια στιγμή!
Κι εσύ Θεέ μου τι συμπονείς
αυτόν που μόνο θέρισε τα στάχυα
που οι σκλάβοι έχουν φυτέψει
μές στα χαλύκια ;
Γιατί οικτίρεσαι τον αλαζώνα
που πέρασε λαμπρός σαν Ποσειδώνας
ρίχνοντας λάσπη στα μάτια των θνητών ;
αυτόν που μόνο θέρισε τα στάχυα
που οι σκλάβοι έχουν φυτέψει
μές στα χαλύκια ;
Γιατί οικτίρεσαι τον αλαζώνα
που πέρασε λαμπρός σαν Ποσειδώνας
ρίχνοντας λάσπη στα μάτια των θνητών ;
Όσα ονόματα κι αν αλλάξει ο Χρόνος
θα φέρνει πάντα τον στεναγμό του Κόσμου
μπροστά μου
τους έρωτες της Μοίρας να καλπάζουν αγίνωτοι καρποί
τον θάνατο να δέρνεται σκορπίζοντας
τις στάχτες που ανακάτευε του Χθες ...
θα φέρνει πάντα τον στεναγμό του Κόσμου
μπροστά μου
τους έρωτες της Μοίρας να καλπάζουν αγίνωτοι καρποί
τον θάνατο να δέρνεται σκορπίζοντας
τις στάχτες που ανακάτευε του Χθες ...
**
Έλενα Μαυρομουστάκη
Η ΑΠΟΥΣΙΑ
Δαντελένιο
ύψος .
Μοναξιά .
Αχανής η θέα .
Στρέφω το βλέμμα
και τα χάνω .
Όπως τότε που μικρά
πηδούσαμε να φτάσουμε τ ' άστρα
απ ' τα κάστρα
κρύπτες του μυαλού.
Αφροδίτη με είπες
κι άστραψα .
Η φωνή σου ανάμνηση ηχούς.
Πάγωσε η ματιά
σαν πρωϊνή πάχνη στην ανηφόρα του χωριού
όπου γλυστρούσε η αφηρημάδα
κι έπιανα ένα κλαδί μην και σωθώ
στην προσμονή της απουσίας.
Μοναξιά .
Αχανής η θέα .
Στρέφω το βλέμμα
και τα χάνω .
Όπως τότε που μικρά
πηδούσαμε να φτάσουμε τ ' άστρα
απ ' τα κάστρα
κρύπτες του μυαλού.
Αφροδίτη με είπες
κι άστραψα .
Η φωνή σου ανάμνηση ηχούς.
Πάγωσε η ματιά
σαν πρωϊνή πάχνη στην ανηφόρα του χωριού
όπου γλυστρούσε η αφηρημάδα
κι έπιανα ένα κλαδί μην και σωθώ
στην προσμονή της απουσίας.
**
Λουΐζα Μηνά
ΑΓΓΕΛΙΑ ΛΥΤΡΩΣΗΣ
Κι άμα σταυρώσαμε τις ψυχές μας
Το αίμα κύλησε σαν δάκρυ
αιωνόβια αυταπάτη
ξεχάσαμε στις πλάτες μας τις ενοχές μας
Φορτία ανήμερα
Φορτία ανήμερα
Θηρία ασήκωτα
που τίποτα δεν συγχωρούν
τίποτα δεν λένε μα καθάρια μιλούν
Κι άμα πληγώσαμε το είναι μας
σβήσαμε τη δίψα μας με κρασί
Λάβαμε το σώμα και το αίμα
σαν να ʼχαμε ανάγκη
από βροχή
Μια βροχή που εξιλεώνει
όξινο χιόνι που παράλληλα διαβρώνει
σαν γυάλινη συνείδηση τα ενδόμυχα ματώνει
Κι όσα θελήσαμε να σβήσουμε απ’ τα κιτάπια μας
βρήκαμε πάλι μπροστά στα μάτια μας
Να διαψεύδουν προσδοκίες και θέλω
Να ισοπεδώνουν μπορώ και αγαπώ
Τουλάχιστον προσπαθήσαμε
Ζωή και θάνατο σαν ακροβάτες στοιχηματίσαμε
τα χέρια σε ουρανό θρυψάλων πώς ματώσαμε…
μια δυνατότητα αλήθειας στα όνειρα προσδώσαμε
κι ύστερα… ύστερα τα προδώσαμε
Πάλι θα πω:
«τουλάχιστον προσπαθήσαμε»
Μα – για δες – αργήσαμε…
Μαραθωνοδρόμοι σε διαδρομή χωρίς τέρμα·
μονάχα τέλμα
Τώρα θα πω: «Δεν προλάβαμε»
μας πρόλαβε η αλήθεια
Τούτη η αλήθεια
που δεν κυβεύει συναισθήματα
ανατρέπει μέτρα, σταθμά, σίγουρα στοιχήματα
Στέκεται χωρίς μακιγιάζ, χωρίς φτιασίδια
πάντα διαφορετική μα και πάντα ίδια
Τούτη η αλήθεια
που «ΖΗΤΕΙΤΑΙ» σε κάθε ρανίδα της απαίτησής μας
τυπώνοντας την αγγελία της λύτρωσής μας
**
Μαρία Θεοδοσίου - Νικολάου
ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Μέσα απ'τα
χαλάσματα
καθισμένη στην πέτρα
αχνοφέγγει η νύχτα.
Έξω ο δρόμος με καλεί
συστήνεται χωρίς φωνή
κι έχω να περπατήσω πολύ ακόμα.
Είναι κι αυτός ο άγνωστος
που κουβαλώ
καθισμένη στην πέτρα
αχνοφέγγει η νύχτα.
Έξω ο δρόμος με καλεί
συστήνεται χωρίς φωνή
κι έχω να περπατήσω πολύ ακόμα.
Είναι κι αυτός ο άγνωστος
που κουβαλώ
βρέχει
και δεν βλέπω καλά
και δεν βλέπω καλά
ξεκίνησα
όμως.
**
Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου
ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Μεν της πιστέψεις τζ εν φελά,
θκιαβάζει μας τζ αναελά
τζας έτσι να της πιστευτείς τζας
έτσι να της γυρευτείς
ξηφκάλλει πουκουππίζει σε,
μπαίνει βαθκιά πορπίζει σε
εν ημπορείς να της κρυφτείς,
ξηφανερώνει σε ευτύς
Ούσσου λαλώ της κόρη, τραβά με
κατηφόριν
Λαλώ της λοβαρκασμένα, γυρεύκεις
τζαι πο μέναν;
Γελά μου κάμνει χάζιν, ρίφκει που
πάνω μου χαλάζιν
πιάννω τους δρόμους με βροσιήν,
φήννει με μανισιήν
Όσα να της πιερώσαμεν, όσα να της
πιστώσαμεν
βρίσκει μας πάντα χρεωμένους,
τέλια νεοφερμένους
Θέλει η ποίηση λεβενκιάν
Θέλει η τέχνη της γηθκειάν
Τζ ο στίχος, να μεθκιά
Ανόρπιστα επροχώρεν τζει που
σκαφτεν εθώρεν
που πίσω ποιητές πολλούς, λαλεί
μου δείκλα τζαι σου να δεις πελλούς
Δίκλα να δεις το χάλιν τους, ο
κόσμος νείεν εν μάλιν τους
θαρκούνται εν να τον αλλάξουν,
θωρώ το που πασκίζουν
αης τους να νομίζουν
Είνταν το χάλιν μου λαλείς, δαμαί
εν το χάνιν της πελλής
Ρωτώ της να ορπίσω, κόψε λαλεί
μου πίσω
Μεγάλοι ήτουν οι άλλοι, που
Μόντην ως τον Κράλην
Τζ ακόμα παράπισω γροικώ,
Χρυσάνθης Λυσιώτης, Μηχανικός
Καθένας τους ήτουν ένας ένας,
τζαι μοναδικός
Τζαι κομα που προμπίττερα,
Μιχαηλίδης Λιασίδης, Λυπέρτης
εσού ήντα να έρτεις;
Τούτοι εμιαλύνασιν πολλά,
λοβάρκασε εν μια γειτονιά
εφκάλαν ρίζες τζαι κλωνιά,
πέμπουν που πάνω στίχους
που ρίφκουν κόμα τοίχους
Εθεν να σου τανύσουν, δική τους
τζαι σου αν ήσουν
τζείνοι εν ποταμός κρυφός τζ η
ποίηση τους εν φως
Εσύ είντα γυρεύκεις τζαι ΄κόμα
νεκουτρεύκεις;
Είπεν τζ εχάθην αστραπή, λαλώ της
δίχα αντροπήν
θα ξαναδοκιμάσω, πέρκιμον σε
δαμάσω
Έπιασεν το γελούιν, φωνάζει ρε
κοπελλούιν
Άφης με να ορπίσω, στράφου λαλώ
της πίσω
Ότι έκαμε να φύει. θερκόν που με
τυλίει
χάννω τον ύπνο τέλια τζαι τζείνη
μες τα γέλια
Γιατί γελά μου αρωτώ, γυρεύκεις
κόμα να πιάσεις τον ατόν;
Κανεί σε κόρη ποίηση, που μ
έκαμες για λύπησην
πιάε λαλώ σου πάνταν, δως μου
λλίην αμάνταν
Παίζει ο στοίχος πας τα σιείλη,
κρατεί μου το μαντήλιν
τον νου μου δε παιδεύκει, σαν
χάννεται γυρεύκει
να βάλει τάξη που γυρόν τζαι γιώ πκιόν
όπως το μωρόν
κρατεί με στην αγκάλην, δίκλα Θεέ
μου χάλιν
Ούλλην την νύχτα πάλιωμαν,
φωνάζει εν τ ανάγιωμαν
που φταίει τζ εν τραβάς πανιά,
άλλη τζαινούρκα αβανιά
Τζαι γιώ τερκάζω να της πω,
περίτου πως την αγαπώ
Ο στίχος της πογύριν, νώθω τον θα
με φύρει
θωρεί με πως παθκιάζω, λαλεί μου
εγιώ νυστάζω
Ο πιο γλυτζύς της στίχος, τσιλλά
με πάντα δίχως
ποτέ της να με αρωτά, αν
καύκουμαι του έρωτα
Την ώρα που νυστάζω, την ώρα που
μοιράζω
αλλού την σκέψην την καρκιάν, να
συμπουρκά μιαν ομορκιάν
Μέσα μου καλοκάθεται, πιάνει
πηλόν τζαι πλάθεται
τωρά που εγιώ νυστάζω, να μεν την
λοβαρκάζω
Λαλώ της ξανάλα που το πρωίν
μα τζείνη θυμωμένη, γιατί εν
αππωμένη
τρώει την η αζούλα, δικά της νύεν
ούλα
Εν έρκεται πίσω ξανά τζαι τζείνα
που ετσιάττισα χαμνά
αγκρίσκει πάει χάννεται τζ ως να
ξανανεφάνει
σβήννει
το πυροφάνιν
**
Κώστας Παπαϊωάννου
ΕΙΣΑΙ ΒΙΟΛΙ ΑΓΓΕΛΙΚΟ
Είσαι βιολί αγγελικό
κι’ εγώ φτωχό δοξάρι
σου χαϊδεύω τις χορδές
και μου μιλάς με χάρη.
Μου λες τραγούδι ερωτικό
που την καρδιά μου αγγίζει
μου σαγηνεύει το μυαλό
και με αποκοιμίζει.
Ούτε φαί, ούτε νερό,
ζητώ απ’ τον Θεό μου.
Ν’ ακούω το τραγούδι σου
να σ’ έχω στο πλευρό μου.
Σου δίνω αγάπη στο φιλί
στοργή στο κάθε χάδι
για σένα κάθε ανάσα μου
κάθε μου χτυποκάρδι.
Σε μάζεψα σαν όνειρο
κι’ άνθισες σαν λουλούδι
είσαι σφραγίδα στην καρδιά
στα χείλη μου τραγούδι.
Να μ’ αγαπάς να ‘χω ζωή
να με φιλάς ν’ αντέχω
φρουρός σου να΄ μαι θεριακλής,
και ρήγαινα, να σ’ έχω.
Κρατώντας σε στον ουρανό,
χορεύοντας να λέω,
«για δέστε αυτήν που αγαπώ,
για ποια γελώ και κλαίω».
**
Στέλιος Παπαντωνίου
ΤΗΣ
ΠΟΙΗΣΗΣ
Με την ευλογημένη του κεραία
διαισθάνεται την ευαισθησία των πουλιών, ανοίγει τις αγκάλες, τα περιθάλπει,
χαϊδεύει το κεφαλάκι, τα ματάκια ανοιγοκλείνουν, εισχωρεί στο φύλλωμα των
δέντρων στην αυλή, μυρουδιές της άνοιξης, κι ένα μοναδικό γλυκοχάραμα, τέτοιες
μέρες, ανοιξιάτικες, όσο κι αν ο χειμώνας πασχίζει να καταπατήσει τη φραγή,
κάποτε τον αφήνει για την απόλαυση του χιονιού, την ασπράδα της στέγης, το
παγερό αέρι που του θυμίζει Πενταδάχτυλο.
Είναι και
κάποια πετούμενα
πλαστικά, τώρα τελευταία γέμισε η αγορά, κατασκευάζονται με ωραία μπιχλιμπίδια,
κατέρχεται από τις βιβλιοθήκες ο κύριος καθηγητής, τους υπαγορεύει λεξιλόγιο,
συνώνυμα κι αντίθετα, ένα σταυρόλεξο, κι ο λαβύρινθος τον περιμένει εκεί,
βρυχάται εντός ο μινώταυρος, παίρνει το κουβάρι, το ξετυλίγει, στο βάθος ένα
ψεύδος, της αποκριάς.
Λοιπόν, η καρδιά έχει τη δική της
λογική, αυτή εξορίζεται στα άνω διαμερίσματα, μα όταν κατεβαίνει στη ζεστασιά
της εστίας, εκεί όλο το αίμα, εκεί οι φίλοι από αρχαιοτάτων χρόνων τον
περιμένουν, με την παιδική αθωότητα, το χαμογέλιο, τις ανοιχτές αγκάλες, εκεί,
που βασιλεύει μια άλλη αλήθεια, μια πραγματική αγάπη, που αγκαλιάζει και τους
ποιητές και την ποίηση, που σήμερα γιορτάζει, αιώνια ροδαλή.
**
Μιχάλης Πέρρας
Εξ απίης
γαίης*
Είπα ξανά με
τον σιρόκο να φύγω.
Στην νοσταλγία μιάς άλλης θάλασσας.
Μακρυά απ’τους μικρούς, σε δρόμους ενυπνίων κάθε νύχτα,
δοκιμαστικούς θανάτους,
όπου ψέμματα και αλήθειες φυλλοροούν
σε χειμώνες φεγγαρίσιας σιωπής
κι’ένα τ’όνομά μου πήγαινε-έλα κυμάτων σβήνει ,
κάθε που στην αμμούδα της λήθης προσπαθώ να το γράψω..
Στην νοσταλγία μιάς άλλης θάλασσας.
Μακρυά απ’τους μικρούς, σε δρόμους ενυπνίων κάθε νύχτα,
δοκιμαστικούς θανάτους,
όπου ψέμματα και αλήθειες φυλλοροούν
σε χειμώνες φεγγαρίσιας σιωπής
κι’ένα τ’όνομά μου πήγαινε-έλα κυμάτων σβήνει ,
κάθε που στην αμμούδα της λήθης προσπαθώ να το γράψω..
Είπα ξανά με
αυτόν που είμαι
- που ποτέ δεν γνώρισα ή θα γνωρίσω-
να φύγω.
Ονειροκάραβο μπαρκάροντας,
μέσ’σε βροχή δακρύων άξαφνα κι’αδικαιολόγητα
ορφανεμένων εννοιών και πραγμάτων,
κατά τον ορίζοντα που γεννιέται το φως…
και μόνο’κείνος γνωρίζει..
- που ποτέ δεν γνώρισα ή θα γνωρίσω-
να φύγω.
Ονειροκάραβο μπαρκάροντας,
μέσ’σε βροχή δακρύων άξαφνα κι’αδικαιολόγητα
ορφανεμένων εννοιών και πραγμάτων,
κατά τον ορίζοντα που γεννιέται το φως…
και μόνο’κείνος γνωρίζει..
Είπα..μα
στάθηκε αδύνατο.
Όσο κι’αν ενεστώς ενιστάμενος
σ’όλα τα δικαστήρια τ’ουρανού ισχυρίστηκα
πως μακρύς ο δρόμος μου στην ανεμόσκαλα των πτώσεων,
από την χώρα των ψιθύρων ως τα μουρμουρητά της αγάπης
και τον προθάλαμο αναμονής του ‘Ελθέ!’
της κλητικής του Αγνώστου..
Όσο κι’αν ενεστώς ενιστάμενος
σ’όλα τα δικαστήρια τ’ουρανού ισχυρίστηκα
πως μακρύς ο δρόμος μου στην ανεμόσκαλα των πτώσεων,
από την χώρα των ψιθύρων ως τα μουρμουρητά της αγάπης
και τον προθάλαμο αναμονής του ‘Ελθέ!’
της κλητικής του Αγνώστου..
Αδύνατο..
Όσο κι’αν δρόμους ,
που με ονομάτισαν κι’ονομάτισα ,
που ‘εξ απίης γαίης’ εδώ μ’έφεραν,
καλούσα απελπισμένα να μου εξηγήσουν,
γιατί τον μέλλοντα καιρό στοιχειώνουν
τα παρακείμενα γεγονότα
κι’επίμονα μας διεκδικεί στις λόχμες ελλοχεύοντας
των λειμώνων του ήλιου η νύχτα.
Όσο κι’αν δρόμους ,
που με ονομάτισαν κι’ονομάτισα ,
που ‘εξ απίης γαίης’ εδώ μ’έφεραν,
καλούσα απελπισμένα να μου εξηγήσουν,
γιατί τον μέλλοντα καιρό στοιχειώνουν
τα παρακείμενα γεγονότα
κι’επίμονα μας διεκδικεί στις λόχμες ελλοχεύοντας
των λειμώνων του ήλιου η νύχτα.
Κανείς δεν
απάντησε..
ένα κυματάκι ήρθε ξεψύχησε στα πόδια μου..
ένα κορίτσι στο παραδίπλα παγκάκι
αγκάλιαζε με εμπιστοσύνη τ’αγόρι του..
και μπροστά, την άλλη πυρκαγιά φεύγοντας,
τραβούσε η αγάπη,
κατά άνοιξες μυροφόρες
που νέες γράφαν σελίδες διηγήσεων
για αρχαία ποτάμια και ρυάκια που κύλησαν
κι’έσβησαν
και για τ’αρίφνητα πρόσωπα που μηχανεύεται
να στερηώσει το πρόσωπό του ο καιρός..
ένα κυματάκι ήρθε ξεψύχησε στα πόδια μου..
ένα κορίτσι στο παραδίπλα παγκάκι
αγκάλιαζε με εμπιστοσύνη τ’αγόρι του..
και μπροστά, την άλλη πυρκαγιά φεύγοντας,
τραβούσε η αγάπη,
κατά άνοιξες μυροφόρες
που νέες γράφαν σελίδες διηγήσεων
για αρχαία ποτάμια και ρυάκια που κύλησαν
κι’έσβησαν
και για τ’αρίφνητα πρόσωπα που μηχανεύεται
να στερηώσει το πρόσωπό του ο καιρός..
Είπα ξανά με
τον σιρόκο να φύγω..
Στην όχθη μιάς αστροσυρμής
που συχνά ονειρεύομαι την μάνα μου
τα ταπεινά της να ονειρεύεται όνειρα πως ταξειδεύω.
Κι’ας τόσα έτη φωτός και…ταξείδι ανεμώλιο**..-
Στην όχθη μιάς αστροσυρμής
που συχνά ονειρεύομαι την μάνα μου
τα ταπεινά της να ονειρεύεται όνειρα πως ταξειδεύω.
Κι’ας τόσα έτη φωτός και…ταξείδι ανεμώλιο**..-
* από μακρυνή χώρα
**μάταιο
**μάταιο
**
Γιώργος Πετούσης
ΑΗΔΟΝΙΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΑΗΣ ΦΩΝΗΣ
Ποιητικός Οκτώβρης στο Σνεντέρεβο
Τη νύχτα βροχή
ασταμάτητη έπεφτε στις στέγες.
Σχεδόν δεν μ’ άφησε
να κλείσω μάτι.
Τραγουδούσε η βροχή.
Κατάφερε κι έριξε καταγής
από τους πλάτανους
χρυσά
τα τελευταία τους φύλλα.
Στις όχθες του μεγάλου Δούναβη
με τα παρόχθια κι ιστορικά της τείχη
μια άλλη πόλη το Μεντέρεβο.
Μαζεύει
κάθε Φθινόπωρο,
πουλιά διαβατάρικα,
τους ποιητές του κόσμου.
Κι ακούς,
σ’ αυτό το δέντρο,
φωνές από την Κίνα, την Ευρώπη,
την Αμερική
και γίνεσαι κι εσύ
μαζί τους ένα.
Σμενέρεβο – Σερβία 15 Οκτώβρη 2013.
Από την ανέκδοτη συλλογή "Επανεμφάνιση
δεύτερη"
**
Δέσπω Ζ. Πλατρίτη
Όταν ό,τι
περιμένεις δεν βρίσκει
το μονοπάτι της ψυχής σου
κι εσύ έτσι κρυμμένη
μέσα σε πυκνές φυλλωσιές
αναφυλλητών
αξιοπρεπώς χαμένη από τα μάτια
περιφερόμενων συνειδήσεων
αυστηρών κριτών
στου μισού χαμογέλιου το στρίψιμο
καραδοκείς
το ξαπλωμένο μισοφέγγαρο να συμπληρωθεί
το στόμα ν ανοίξει αμύγδαλο
και ήρεμα λέξεις
αβρές ανήκουστες ποιητικές
ν’ αχνοφανούν
-ας ειν αόρατες και άηχες-
μια απλή παραφωνία
στην κοινωνία των πράξεων
παραμένεις
ενώ παίρνει και φέρνει ο καιρός ό,τι εσύ δεν περιμένεις.
το μονοπάτι της ψυχής σου
κι εσύ έτσι κρυμμένη
μέσα σε πυκνές φυλλωσιές
αναφυλλητών
αξιοπρεπώς χαμένη από τα μάτια
περιφερόμενων συνειδήσεων
αυστηρών κριτών
στου μισού χαμογέλιου το στρίψιμο
καραδοκείς
το ξαπλωμένο μισοφέγγαρο να συμπληρωθεί
το στόμα ν ανοίξει αμύγδαλο
και ήρεμα λέξεις
αβρές ανήκουστες ποιητικές
ν’ αχνοφανούν
-ας ειν αόρατες και άηχες-
μια απλή παραφωνία
στην κοινωνία των πράξεων
παραμένεις
ενώ παίρνει και φέρνει ο καιρός ό,τι εσύ δεν περιμένεις.
**
"Γέφυρες,
γέφυρες, γέφυρες...
οι σκέψεις
μα κι οι πράξεις
ο χρόνος
μα πάνω απ΄ όλα η αγάπη
Και κάπου εκεί
εσύ
να ενώνεις τα πάντα
Κάθε λέξη με βουρκώνει
που πάει να πει
πως βρήκα τον δρόμο"
οι σκέψεις
μα κι οι πράξεις
ο χρόνος
μα πάνω απ΄ όλα η αγάπη
Και κάπου εκεί
εσύ
να ενώνεις τα πάντα
Κάθε λέξη με βουρκώνει
που πάει να πει
πως βρήκα τον δρόμο"
Από την ποιητική Συλλογή:"Ελένη"
**
Αθηνά
Τέμβριου
ΝΥΧΤΑ
Πως να μεγαλουργήσεις μια τέτοια νύχτα;
Ατέλειωτος ουρανός κι ένα φεγγάρι
μια θάλασσα αστείρευτη να σαλπάρεις.
Μια νύχτα πεμπτουσίας ακόμα και το φεγγάρι
έχει τον στίχο αγκαλιά και ερωτεύεται.
Κρίμα, δεν μεταδίδονται χρώματα λεκτικά.
Ήχοι ασύλληπτοι χάνονται γύρω σου σαν σκιές.
Η ποίηση σφίγγει σαν θηλιά
ώσπου να πάρεις ανάσα.
Οι λευκές αναμνήσεις της γης
δεν έχουν πρόσταγμα να κρυφτούν,
να γεννηθεί ο κόσμος. Η ζωή θέλει πρώτα θάνατο.
Πλάθονται μόνο οι σκέψεις με τον οίστρο αμείλικτα
να πλανιέται κυνηγημένος, έκθαμβος.
Η αγάπη μιας λέξης δεν έχει ουσία
αν δεν την κάνεις στίχο, στροφή, ποίημα,
αν δεν ασπαστείς το τελευταίο άκουσμα
της μουσικής ενός σύμπαντος, που ακόμα
δεν αγαπήσαμε ώστε να αφουγκραστούμε.
Περιμένεις ένα απρόσμενο φίλημα στο μεταίχμιο
της αρχής και του τέλους, δίχως ακόμα να αντιληφθείς
πως κινείσαι ανείπωτα σ’ ένα κύκλο σαν την σελήνη,
σ’ απρόσμενη δίνη σ’ ένα χορευτικό.
Η ποίηση είναι χορός.
Αν δεν ξέρεις να στροβιλίζεσαι σ’ ένα ταγκό
αποκάλεσε το φεγγάρι σελήνη.
Είναι ένας τρόπος να γεννηθεί ο έρωτας
σαν οι λέξεις, νιογέννητοι ζωγράφοι
ασημοβάφουν ψυχές στον αστερισμό της ζωής.
Στο σεληνόφως η προσμονή,
μέχρι να γίνει ο στίχος αερικό στη ψυχή
να σε ταξιδέψει, είναι μοιραία.
Αγγίζει τους στοχασμούς που κρύβουν
απρόσμενα οι ψυχές όταν ελπίζουν,
όταν οι ποιητές λογοφέρνουν τ’ όνειρο
όταν λογοδοτούν ακόμα και οι πέτρες
σαν ψιθυρίζουν μυστικούς στίχους, ηφαιστειακούς.
Από την ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους Ήχους
Πως να μεγαλουργήσεις μια τέτοια νύχτα;
Ατέλειωτος ουρανός κι ένα φεγγάρι
μια θάλασσα αστείρευτη να σαλπάρεις.
Μια νύχτα πεμπτουσίας ακόμα και το φεγγάρι
έχει τον στίχο αγκαλιά και ερωτεύεται.
Κρίμα, δεν μεταδίδονται χρώματα λεκτικά.
Ήχοι ασύλληπτοι χάνονται γύρω σου σαν σκιές.
Η ποίηση σφίγγει σαν θηλιά
ώσπου να πάρεις ανάσα.
Οι λευκές αναμνήσεις της γης
δεν έχουν πρόσταγμα να κρυφτούν,
να γεννηθεί ο κόσμος. Η ζωή θέλει πρώτα θάνατο.
Πλάθονται μόνο οι σκέψεις με τον οίστρο αμείλικτα
να πλανιέται κυνηγημένος, έκθαμβος.
Η αγάπη μιας λέξης δεν έχει ουσία
αν δεν την κάνεις στίχο, στροφή, ποίημα,
αν δεν ασπαστείς το τελευταίο άκουσμα
της μουσικής ενός σύμπαντος, που ακόμα
δεν αγαπήσαμε ώστε να αφουγκραστούμε.
Περιμένεις ένα απρόσμενο φίλημα στο μεταίχμιο
της αρχής και του τέλους, δίχως ακόμα να αντιληφθείς
πως κινείσαι ανείπωτα σ’ ένα κύκλο σαν την σελήνη,
σ’ απρόσμενη δίνη σ’ ένα χορευτικό.
Η ποίηση είναι χορός.
Αν δεν ξέρεις να στροβιλίζεσαι σ’ ένα ταγκό
αποκάλεσε το φεγγάρι σελήνη.
Είναι ένας τρόπος να γεννηθεί ο έρωτας
σαν οι λέξεις, νιογέννητοι ζωγράφοι
ασημοβάφουν ψυχές στον αστερισμό της ζωής.
Στο σεληνόφως η προσμονή,
μέχρι να γίνει ο στίχος αερικό στη ψυχή
να σε ταξιδέψει, είναι μοιραία.
Αγγίζει τους στοχασμούς που κρύβουν
απρόσμενα οι ψυχές όταν ελπίζουν,
όταν οι ποιητές λογοφέρνουν τ’ όνειρο
όταν λογοδοτούν ακόμα και οι πέτρες
σαν ψιθυρίζουν μυστικούς στίχους, ηφαιστειακούς.
Από την ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους Ήχους
**
Χρίστου Ρ.
Τσιαήλη
Γιατί Σκέφτεσαι σε Τετράγωνα, Ιωσήφ;
[Το μόνο πρόβλημα στον τόπο μου που
σκέφτονται όλοι σε τετράγωνα]
Το τέσσερα είναι πια ο συνήθης γνώμονας στην περισυλλογή μας
οι εποχές τετράμηνες
η αξιολόγηση τετράμηνη
τετράγωνα οικόπεδα στη θάλασσα
τετράγωνο οικόπεδο το σπίτι
τετράγωνα τα δωμάτια
τετράγωνα τα κρεβάτια μας
τετράγωνα τα πάρκα.
Κρατάω το ταφ με φάδι ενσωματωμένο
κι ισορροπώ το βήμα μου
και την ορθοστασιά μου
σαν αποχαυνωμένος, σίγουρος κάβουρας,
περνάω τις πλατείες
κτήρια κυβερνητικά
δημόσιες υπηρεσίες.
Στα τέσσερα ο πληθυσμός
στα τέσσερα η διαίρεση του ουρανού
με τα σημεία του ορίζοντα
αμετανόητα να ορίζουν
τη ρότα, τα ταρό, στον άρτο τον σταυρό.
Τετράγωνα τα βιβλία
και τα αμάξια τετράγωνα
στου δρόμου τις λωρίδες να χωράν.
Αν στρογγυλά έκοβαν τα οικόπεδα
να τέμνονται με έδαφος κοινό
κι εκεί να καλλιεργώ με τη γειτόνισσα,
ένα κοινό δωμάτιο οβάλ σαν μάτι
τα σπίτια μας να ενώνει,
ενώ σε στρόγγυλη κουζίνα θα μαγειρεύω.
Όλος ο κόσμος να σκεφτότανε πιο στρογγυλά
να βλέπανε του εδάφους την καμπύλη στον ορίζοντα,
όταν προεκτείνεται στις πέρα χώρες
να βλέπανε πόσο η ίδια η γη
με τις οξείες γωνίες μας υποφέρει.
Στον κύκλο όλοι να στρεφόμασταν
τέλειοι κύλινδροι τα σπίτια μας
σφαίρες κυλιόμενες τα αμάξια,
-να προλάβουμε-
εγκαίρως πριν αρχίσουνε τα τρίγωνα
στη μέση τα τετράγωνα να κόβουν
κι η νόηση πιότερο στριμωχτεί
-να προλάβουμε-
πριν η Τριάς πολεμηθείσα σφόδρα
ασυναγώνιστη κι αμείλικτη
στα σχήματα όλα τα άλλα
αντεπιτεθεί.
Σ’ ένα ταγκό για τρεις
ο Πυθαγόρας, ο Ευκλείδης και ο Πλάτωνας,
ίσως καινούρια σχήματα επινοούν,
ίσως απλά χορεύουν.
**
Ελένη Αρτεμίου - Φωτιάδου
ΕΡΩΣ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ
Ι
Αυτό το σπίτι μεγαλώνει με γκρίζα μαλλιά στα κεραμίδια
Ρυτίδες πάνω απ΄τα παράθυρα
Ρόζους στα πόμολα των πόρτων
Γερνάει σαν αδιέξοδος έρωτας
Με ανίατες παθήσεις
Στις αρθρώσεις των λόγων και των έργων
Εκεί κρύβεσαι προτού ακόμα σε γνωρίσω
Προτού ακόμα μάθεις πως με λένε Μοίρα
Κάποιοι έρωτες γεννιούνται
Για να πεθάνουν από έλλειψη
Κι είναι η αγάπη που πολύ ποθήσαμε
Γριά πλέον ξεδοντιάρα που μας περιγελάει
Για τις φωτογραφίες που δεν έγιναν ζωή
Κι όλο με διώχνει από το σπίτι
Ανήμπορη να θρέψει τόση πείνα της καρδιάς
Τώρα θαρρώ πως είναι οριστικό
Δεν προλαβαίνω να χώσω πετραδάκια μες στην τσέπη
ΙΙ
Δεν κοιμήθηκα, δεν έχω πεθάνει
Τεχνητό μάλλον κώμα με κρατάει πρίγκιπα
Σ΄αναμονή του γενεσιουργού φιλιού σου
Αλλιώς θα με είχα ήδη σκοτώσει
Σε μια ευθανασία των αγίνωτων καρπών
Εσύ καλπάζεις με ένα άλογο κουτσό
Με πανοπλία τρύπια από τον άνεμο
Που θέλει να κουρδίσει τα φυλλώματα
Λίγο να παίξουνε τον καλπασμό σου
Την ώρα που τα βήματά σου σβήνουνε στην έρημο
Αντικατοπτρισμός
Με παρ-αισθήσεις δεν αισθάνομαι Χιονάτη
III
Μαζεύει στάχτη ο ουρανός
Ρίχνει τις τούφες του στο χώμα
Τρέχω σαν Σταχτοπούτα να νοικοκυρέψω τόσες πτώσεις
Με έμαθε η μάνα μου λίγο προτού μού γίνει μητριά
Παστρική να είναι η μέρα μου
Νοικοκυρεμένη η πλήξη μου
Σε ακριβά κιλίμια να πατάνε η τιμή και η υπόληψή μου
Πέρασαν άρχοντες πολλοί απ΄το κατώφλι μου
Δεν ξέρω αν με γλυκοκοίταξαν
Αν μου κρατούσαν το χαμένο μου γοβάκι
Ποτέ δε σήκωσα τον πόθο μου στα μάτια τους
Ποτέ τα μάτια τους δεν έψαξαν
Τη σπίθα κάτω από τις στάχτες
Κάθε βράδυ
Στις δώδεκα ακριβώς
Κομματιάζω κολοκύθες που αρνήθηκαν τα μάγια
Από την ποιητική συλλογή
« Φωνήεντα σε περίπτερο»
Εκδόσεις
Μανδραγόρας, Αθήνα 2016
**
Γιώργος Χριστοδουλίδης
ΘΡΥΜΜΑΤΑ
Eκείνη τη στιγμή
που το φλιτζάνι πέφτει
στο πάτωμα
και θρυμματίζεται σε
εκατό κομμάτια
καταλαβαίνεις τη
σημασία
της
ακεραιότητας
ότι αυτό που λέμε
ακέραιο
είναι αυτό που αντιστέκεται
να μην σπάσει
αυτό που δεν αφήνεται
να πέσει
και να γίνει εκατό
κομμάτια
αλλά επιμένει να
συγκρατεί
ό,τι το αποτελεί
αποφασισμένο να μην
δείξει
ότι είναι τόσο
εύθραυστο
όσο ένα φλιτζάνι
ότι είναι
ακριβώς αυτό:
Eκατό κομμάτια που
κρατιούνται γερά
μεταξύ τους για να δείχνουν ένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου