Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021
Η ποίηση του Άθου Χατζηματθαίου από το Νίκο Πενταρά
Ήρωας Ιστορίας / Γιώργος Χατζηγεωργίου
ΞΕΠΡΟΒOΔΙΣΜΑ / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου
΄Ηταν αμέτρητα τα ποτάμια που
σε συνόδευσαν στην τελευταία σου κατοικία
Αμέτρητα τα πουλιά, που κάθησαν
Να ξεθυμάνουν την πίκρα τους
Απέραντο το δάσος π΄ αναρρίγησε
μέχρι τα φυλλοκάρδια του
Δεν ήξερα που τόσο πολύ ρίζωσες
στο χώμα, τόσο πολύ που το χώμα
ρίζωσε στο κορμί σου
δεν ήξερα που τα βουνά τόσο βαθειά
μπορούσαν να βογγήξουν για το χαμό σου
τα πουλιά τόσο μελωδικά να θρηνήσουν
την αναχώρησή σου
τα ποτάμια τόσο μακρυά να ξεπροβοδήσουν το ταξίδι σου
τα φύλλα με τόσους στεναγμούς
να θροϊσουν τη φυγή σου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΝΕΚΡΟΛΟΓΟΙ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ : 1983
Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021
Δέκα [10] μικρά ταξίδια του Δημητρίου Γκόγκα
αναζητώ την ύπαρξή μου.
Σου υποσχέθηκα λουλούδια
κι ακόμα τα βράδια κλέβω τριαντάφυλλα.
η αυγή έχει κουρνιάσει στις ρυτίδες μου.
Για να ξεπλυθώ αναζητώ
ματαίως τις ακτίνες του ήλιου.
Μα τα φτερά είχαν κοπεί από τις ρίζες.
Φυτρώσανε βρύα και λειχήνες.
Νίκησε με ορμή ξεροπόταμος.
γι αυτό και σε παρακαλώ μη στρέφεις το κεφάλι
ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Κλυδωνίζεται ο κόσμος μου.
Εννοείς στην «άβυσσο» του ποιητή;
Σοφιστεία έλεγα.
Μα σαν άκουσα
τη σιωπή μιας μάνας που έχασε το παιδί της.
Τράπηκα σε φυγή.
αυτή που κατοικούν οι βάρβαροι.
Μέχρι να λαξευτεί το όνειρο
μην αφεθείς στη κατάκτησή τους.
Αλλάζει χρώματα κατά βούληση
αψηφώντας τον κανόνα της αγάπης.
Της καρδιάς και του φλόγιστρου.
Από δω ως εκεί.
Ξεκινά με μοναξιά,
καταλήγει στη σιωπή.
Κλείνω τα μάτια,
σφαλίζω τα χείλη,
σταυρώνω τα χέρια.
Μια θάλασσα μέσα μου.
Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021
Η Γαλλοπούλα ή, κατά συγκοπή, και Γαλοπούλα / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου
είναι Γαλλοτραφής! μιλάει απταίστως τα Γαλλικά
με έντονη προφορά του γ αντί του ρ∙
είναι φινετσάτη και φιλάρεσκη,
με λεπτότητα στην έκφραση των συναισθημάτων της.
Μόλο που είναι απόφοιτος της Σχολής Καλογραιών
δε φαίνεται να είναι τόσο μυγιάγγιχτη
ούτε προπάντων εσωστρεφής.
Αντίθετα δείχνει πολύ σίγουρη με τον εαυτό της∙
χαίρεται με τη ζωή της, οπωσδήποτε καπνίζει δημοσίως
και μάλιστα κατά τρόπο που φαίνεται
να προκαλεί τους Γάλ(λ)ους
των περιχώρων και των προαστίων.
Τα γλου γλου της κάνουν τις Γαλ(λ)οπούλες της γειτονιάς
να τα φορούνε και να μη την ανέχονται
‘’σου είναι μια’’, λένε μεταξύ τους,’’
‘’θου Κύριε φυλακήν τω στόματι μου’’
και κρύβονται πίσω από τις κουρτίνες.
Η Γαλλοπούλα ,κατά συγκοπή και Γαλοπούλα
όπου καθίσει και όπου σταθεί αρέσκεται
να κοιτάζεται στο καθρεφτάκι της και όλο να το ρωτάει
‘’καθρέφτη, καθρεφτάκι μου υπάρχει ωραιότερη από μένα;’’
Βέβαια δεν περιμένει να πάρει απάντηση
από το καθρέφτη ή το καθρεφτάκι της
γι αυτό και σπεύδει να δώσει η ίδια την απάντηση
στον εαυτό της
‘’Μα και βέβαια όχι!’’
Μετά από αυτή την πανηγυρική αυτοεπιβεβαίωση
μπορεί να προκαλέσει τους σερνικούς Γάλ(λ)ους
όσο επιθυμεί η ψυχή της.
Οι Γάλ(λ)οι κάνουν υπομονή∙
δε την ανέχονται βέβαια στις συναναστροφές
και τα στέκια τους
‘’σπούδασε και αυτή μια ξένη γλώσσα’’
λένε δυνατά μεταξύ τους ,έτσι για να το ακούει
‘’και νομίζει πως έγινε και καμιά σπουδαία∙
Να φτάσει η Πρωτοχρονιά και τότε να δούμε
αν εξακολουθήσει να επιδεικνύεται
με τον ίδιο τρόπο∙
και αφήνουν ένα περίεργο σαρδόνιο
Γγλιο από πίσω τους.
Η Γαλλοπούλα , κατά συγκοπή και Γαλοπούλα
μόλο που άκουσε τον προειδοποιητικό
υπαινιγμό δεν έδειξε να ενοχλείται∙
συνέχισε το ίδιο επιθετικά να κατέρχεται
στα πιο προβεβλημένα κέντρα της πόλης
και να διασκορπίζει το καπνό του τσιγάρου της
στα μούτρα των σαλιαριζόντων Γάλ(λ)λων
Αφήνοντας τους πάντα στα κρύα του λουτρού
Κάποτε έφτασε και η Πρωτοχρονιά∙
η πόλη φωτίστηκε στήθηκε και το μεγάλο δέντρο
στο πιο επίκαιρο σημείο με τα λαμπιόνια να δίνουν
ένα γιορταστικό ρυθμό σε όλους και σε όλα.
Όλα τα σπίτια σπεύσαν εγκαίρως να προμηθευτούν
την απαραίτητη γαλοπούλα τους.
‘’Είναι το έθιμο’’, λένε μεταξύ τους
‘’κάθε Πρωτοχρονιά συνηθίζουμε να σερβίρουμε
Σσο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μας
τη καθιερωμένη γαλοπούλα μας∙
είναι ευλογημένη ,ξέρετε,και από την εκκλησία μας
όχι μόνο εμάς των Καθολικών αλλά και των υπόλοιπων
Χριστιανών∙
το κάνουμε εις ανάμνηση της σφαγής των νηπίων∙
ξέρετε, με τον Ηρώδη και τα γνωστά∙
ευτυχώς σε μας, τους πολιτισμένους,
παύσαμε προ καιρού να σφάζουμε νήπια∙
προτιμούμε αντ’ αυτών τις πιο παραγεμισμένες
γαλοπούλες∙
είναι και πιο νόστιμες, ξέρετε, και σου γεμίζουν
και καλύτερα το μάτι.
Η Γαλλλοπούλα, κατά συγκοπή και Γαλοπούλα
είναι αλήθεια ποτέ δεν αισθάνθηκε όμορφα
με αυτό το βάρβαρο έθιμο∙
δεν απέφευγε όμως και τον πειρασμό
να δοκιμάσει έστω και ένα κομματάκι
από τη καλοψημένη και καλοσερβιρισμένη
γαλοπούλα του δικού της Πρωτοχρονιάτικου
τραπεζιού.
Εκείνο όμως που ποτέ δε μπορούσε να φανταστεί
όλως παραδόξως και εντελώς παράλογα
συνέβη σε αυτή την ίδια εκείνη τη χρονιά.
Ήταν το πρωτάκουστο και πάντως ανεκδιήγητο
να μπλέξουν αυτή, μια καθαρόαιμη Γαλλοπούλα
με μια κοινή Γαλοπούλα της Αγοράς!
Και όμως η παρεξήγηση έγινε∙
πέσαν οι άγριοι Γάλ(λ)οι πάνω της,
τη στρώσαν κάτω τη βίασαν κανονικά
και ανωμάλως, τη σύραν μετά στο σφαγείο,
της κόψαν το κεφάλι
και τη κρέμασαν από το τσιγκέλι.
‘’Θα κάνει ένα τέλειο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι’’
είπαν μεταξύ τους και χάθηκαν στα στενά δρομάκια του υποκόσμου
αφήνοντας ένα μακρόσυρτο ηχηρό και σαν σαρδόνιο
γέλιο να τρέχει θορυβωδώς από πίσω τους!...
ΕΚΔΟΣΗ : 2013
Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021
Ανδρέου Ειρήνη: Εμείς θα πάμε κόντρα στον καιρό
Εμείς θα πάμε κόντρα στον καιρό
και μες στα πρέπει και στα μη δεινοπαθούμε
κι αν ξεπουλάνε την ψυχή μας και το βιός
και ψάχνουμ' ένα χέρι να πιαστούμε .
σαν το πουλί που του χαλάσαν την φωλιά του
και μια θεσούλα στον ήλιο λαχταρά
να ζεσταθεί να ξεμαρκώσουν τα φτερά του.
μοίρες ρατσίστριες ορίζουν τα όνειρα μας.
Κι αν τα μετάξια που μας τάξαν ήταν φύκια
και μας γυμνώσαν την ψυχή και την καρδιά μας.
κι αν πέσουμε , ξανά θα σηκωθούμε.
Φοράμ΄ένα χαμόγελο και μοίρες στο καλό.
τα πιο ωραία πράγματα τζάμπα μωρέ τα ζούμε....
Πόση αναίδεια...
πώς σου ξυπνούν τον οίστρο για χάδια κάτω από ζεστά σκεπάσματα
μ' ολόλευκα σεντόνια που μυρίζουνε σαπούνι Μασσαλίας
μα φτιάχνεις ένα καφέ και λες υπάρχουν άνθρωποι
που ακούν αλλιώς τις στάλες στα χάρτινα κασόνια τους
και κάποιοι μετανάστες μες στις λέμβους τους
τις νιώθουνε σαν απειλή σφίγγοντας τα σωσίβια τους
μη και γίνουνε ολέθρια καταιγίδα και βρεθούν μαζί μ' αυτές
να σχηματίζουν μπουρμπουλήθρες στο απέραντο το πέλαγος προτού προλάβουν ένα καφέ σε μια φιλόξενη στεριά
και τ' όνειρο για ένα χάδι κάτω από ζεστά σκεπάσματα
μ' ολόλευκα σεντόνια που μυρίζουνε σαπούνι Μασσαλίας με τις στάλες της βροχής πάνω από ένα δικό τους κεραμίδι.
Ω, πώς τόλμησαν αλήθεια τέτοιο όνειρο κι ολόλευκα σεντόνια
με το χρώμα που έχουνε; Πόση αναίδεια.......
Στον σκύλο και στην πένα
πληγές απ' τη ζωή σου
γι αυτές ποτέ σου μη μιλάς
ούτε στους κολλητούς σου.
απάνω τους να φτύσουν
να στάξουν όξος και χολή
σαν τσακωθούν μαζί σου.
πέστα εις το σκυλί σου
στοργή πολλή σ΄αυτό θα βρείς
ν' απαλυνθεί η πληγή σου.
κρατώ πια φυλαγμένα
κι ανοίγω μόνο την καρδιά
στον σκύλο και στην πένα!
Πηλαβάκη Δέσπω: Σέρνει η μνήμη τις στιγμές απ το παλιό ντουλάπι...
ΠΟΙΟΣ
και αγκαλιά κοιμάται
με μάγια θα την έδεσε
και μένα δεν θυμάται
στη θάλασσα κυλάει
αλί τον που παιδεύεται
και μόνος κολυμπάει
ατέλειωτο το βάθος
μα πώς λογαριασμό ξοφλάς
για ένα μεγάλο λάθος
μου τραγουδά ο πόνος
μαζί μου είσαι στα όνειρα,
ξυπνώ και είμαι μόνος
ΚΛΕΦΤΕΣ
στ αφκιά του εν πιστέφκει
Μες των σκαντάλων τον χορόν
παπάς ήντα γυρέφκει
ποθκιάντροποι τζιαι κλέφτες
που ο κόσμος τους εδόξαζεν
μα ήτουν μουσουπέττες
έφτασεν τούτη η χάρη
που κάμαν τον ππαράν Θεόν
του σατανά κουμπάροι
κάμναν την μέραν νύκτα
τζι ύστερις που τον άμβωναν
το δίκαιον κηρύτταν
τζιαι ούλλους να τους κρούσι
γιατί κολάζουνται οι πιστοί
με τούτα που ακούσιν
ΜΝΗΜΗ
απ το παλιό ντουλάπι
κεντά σεντόνι της ζωής
με περισσή αγάπη
να φτιάξει τη συγνώμη
για όσους την επλήγωσαν
και την πονούν ακόμη ;
και βελονιές αλλάζει
Η καταιγίδα πώς μοιάζει
και το πυκνό χαλάζι
που όνειρα σκοτώνει
Πώς να χωρέσει μια ζωή
σ ένα μονό σεντόνι ;
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021
Το χαμόγελο της ελπίδας / Παντελή Χριστόφορος
Καί είναι του χειμώνα η φυση,
Τα χέρια σου / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου
Πόσο καλά τα ξέρω!
Τ’αναγνωρίζω
ανάμεσα
από χιλιάδες άλλα χέρια∙
τα ξεχωρίζω ανάμεσα από
χιλιάδες άλλα χέρια και
τα λέω ‘’δικά σου’’!
Τα χέρια σου μείναν τελευταία
να μου πουν το ‘’αντίο’’.
Με τίποτα δε θέλαν να μ ‘αποχωριστούν.
Με σφίγγαν πάνω τους με την απελπισία
του πνιγμένου ή την αποφασιστικότητα
του εγκαταλειμμένου.
Μείναν ακόμα να μου γνέφουν κι όταν
το παραπέτασμα που έπεσε μπροστά μας,
δε μας επέτρεπε άλλο να βλεπόμαστε.
Και όμως, τα ένιωθα πίσω από το παραπέτασμα
αγωνιωδώς να γδέρνουν τον αέρα,
πεισματικά να σπρώχνουν το σκοτάδι,
να μη θέλουν να λυθούν από πάνω μου.
Τα χέρια σου , τα χέρια σου πόσο καλά
τα ξέρω!
Έτσι να κάνω κι η αφή τους κάνει τα χέρια μου
να τρέμουν από πυρετό!
Έτσι να κάνω κι όλο το σώμα μου
παίρνει φωτιά!
Τα χέρια σου ,τ ‘αγαπημένα χέρια
που, και τώρα ακόμα, μπορούν να μ’ ακουμπούν
και να μου λένε με τα χείλη τους
‘’αγαπημένε!’’
Από την ποιητική
συλλογή ΄΄ Μικρά Δοκίμια ή και ποιήματα ΄΄ ΕΚΔΟΣΗ
2013
Χριστίνα Χριστοφή: Μικροί αποχωρισμοί
Υπομονή
Οι Αλκυονίδες πιστές στον μύθος τους.
Μα ο Γεννάρης ένας άλλος γόης Άδωνης, μεσ'την ανεκπλήρωση
της υποσχόμενής του ομορφιάς, φλερτάρει, θαρρώ, μ'όλες της εποχές.
Μα είμαστε κι εμείς, με την έλξη μιας ανέκαθεν ρετρώ
εποχής, που επιμένουμε να ποθούμε τον χειμώνα με τα σωστά του ρούχα.
Είμαστε κι εμείς, που για να εισπνεύσουμε εώς και της
καρδιάς το μεδούλι τη γύρη της νέας άνοιξης, βιώνουμε πρώτα τις αγριάδες της
βαρυχειμωνιάς στης ψυχής τα έγκατα...
Είμαστε κι εμείς που για να μαδήσουμε έστω και ένα
πέταλλο κίτρινου στους αιθέρες της νέας εποχής, καρτερούμε το γκρι πρώτα να
βάψει ό τι ξέβαψε με της οπώρας τις αποχρωματισμένες ανταύγειες...
Ας θυμίζει μπανάλ ημέρες η καρτερικότητα... είν'η υπομονή
μια αγέραστη κυρία που όποτε κείνη επιθυμεί ανοιγοκλείνει τα ματόκλαδά της...
*
Οίνος
Μια έστω γουλιά κρασί, αρκούσε και περίσευε να τη ζαλίσει
και πάλι
Τόσο της είχε λείψει το πορφυρό του έρωτά του
Τα αρώματα που ανέβλυζαν στο κάθε του φιλί
Η βελούδινη υφή που άφηνε το άγγιγμά του
Μα πιότερο ποθούσε να ακούσει ξανά το χρώμα της φωνής του
Κείνο που σαν πρόποση σηκωνόταν ατόφιο στον αέρα,
τσακίζοντας κάθε προηγούμενη ευχή.
Ποθούσε την κάθε του λέξη
Μα, ίσως, πιότερο να ποθούσε την απουσία της
Κείνη την αδάμαστη σιωπή που'ταν ικανή να ραγίσει το
όποιο ωστικό κύμα, ανίκανο να σωπάσει με τον αντίλαλο του τελευταίου του
φιλιού...
*
Αποχωρισμοί
Ο ουρανός, θαρρώ, μοιάζει να φλέγεται το δείλι ετούτο που
ο χρόνος γερασμένος και ολίγον τι κατάκοπος μας αποχαιρετά. Οι ημέρες που
διάβησαν έχουν κρύψει βαθιά στις καρδιές τους τις ανυπεράσπιστες πληγές και
αδέξια κοψίματα... Συμβάντα απρόσμενα και σκηνές πρωτοθώρετες στα μάτια των
ανθρώπων, των άστρων και των κυμμάτων των κάθε εποχής θαλασσών... κι όμως ο
χρόνος μόλις διάβηκε... η σελίδα γύρισε, μα το παράξενο κεφάλαιο ακόμη
γράφεται... κάπου θαρρώ κι ετούτο θα κλείσει...
Σα ρθει η πάροδος του χρόνου και δεν θα'χουμε παραδώσει
αμαχητί τα πολυτιμότερά μας όπλα... οι δοκιμασίες έχουν πια ντυθεί με περίεργα
υφάσματα...
Υφάσματα που η υφή τους πότε τσούζει, πότε γραντσουνά,
πότε τρυπά κατευθείαν στα πιο ευάλωτα σημεία...
Ας κρατά τουλάχιστον η ψυχή κείνο το ωραιότερό της
ντύσιμο...
Τ'αέρινο, το διαφανές, το πεντακάθαρο...
Κείνο π'αφήνει την πίστη να φανεί και ό τι αμφίβολο πάει
να φυτρώσει, να ξηρανθεί σα ζιζάνιο π'αδυνατεί να βρει τη στράτα του...
*
Χειμωνιά
Το κουφάρι μιας ξηρής αράχνης παιδοχορεύει, λυπημένο
ταίρι του παγωμένου αέρα.
Στο στόμα η στυφή γεύση της αμφιβολίας.
Το ψιλόβροχο να επιμένει μήπως, ακόμη και την υστάτη,
καταφέρει να πείσει το βλαστό να σύρει ύψος.
Μα πού να χουν κρυφθεί οι ανά γης ονειροπόλοι αφήνοντας
το φεγγάρι να γεμίζει ολομόναχο εκεί πάνω.
Μια γλυκιά θλίψη τη φέρει ο χειμώνας ετούτος, δίχως
να'ναι απαραίτητα βαρύς...
Βαρύναν ίσως οι καρδιές μας, απ' τα λαθεμένα ζυγίσματα
των ανθρώπων και του κάθε τιμήματος.
Να βάζαμε τη ψυχή αντίβαρο...
Θα ισορροπούσε η ζυγαριά εν τέλη.
Του χειμώνα το μένος θα' μοιαζε και πάλι με ρετρώ καρτ
ποστάλ παρμένη από
αθώα εποχή...
*
Σ'αγαπώ
Σ'αγαπώ γιατί κάθε ξημέρωμα ανάβεις τον ήλιο μου και δεν
τον σβήνεις παρά μόνον σα φανεί το πρωταστέρι στον ουρανό της εσπέρας
Σ'αγαπώ γιατί ετούτο το γιασεμί που χεις φυτέψει στον
κήπο μου τείνει να βάφει με λευκό ό τι σκοτεινιάζει τη σκέψη μου
Σ'αγαπώ γιατί σα ψιθυρίζεις τ'όνομά μου, θαρρώ γεννιέται
η ψυχή μου ξανά
Σ'αγαπώ γιατί δεν υπάρχει γιατί
Το χεις πάρει εσύ απ'το χέρι
Το κρατάς έκτοτε και το κακομαθαίνεις
Δε μεγαλώνει
Παραμένει ένα αιώνιο μικρό... και το γιατί του μια σταλιά
Μια τόση δα σταλίτσα
Ίσα που τη θωρώ
Μα όσο υπάρχει τίποτα, θαρρώ, δε θα ρωτώ
*
Τάσεις χειμερινές
Έχει μια τάση ο ήλιος ο χειμερινός να ενισχύει τη ψυχή
μου
Θαρρείς οι πολύτιμες αχτίνες του εισροούν άπλετα μα
αθόρυβα εις τα υγραμμένα ενδόμυχά μου, ξηραίνοντας ό τι εισέβαλε προτού σαν
ύπουλη μούχλα καταφάγει τα έγκατά μου
Έχει μια τάση ετούτος ο γενναιόδωρος ήλιος να φωτίζει ό
τι ωραίο έχει απλωθεί γύρω μου, μα ώρα ώρα τα γήινα σκοτάδεια το κρύβουν απ'τη
θωριά μου
Μια τάση την έχει ο ευλογημένος ήλιος, καθώς υγραίνουν τα
μάτια της καρδιάς να τα στεγνώνει πριν καν εισπνεύσουν τον πόνο της γης
Μια τάση τείνει να γεννιέται παντού
Αρκεί κι εσύ να εγκυμονείς μόνο το καλό που σπάρθηκε μέσα
σου!
Ιανουάριος / Χριστοφή Χριστίνα
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021
[ Νύχτωσε, τα ζωντανά κι οι άνθρωποι λουφάξανε] / Λαμπής Γιάννος
Νύχτωσε, τα ζωντανά κι οι άνθρωποι λουφάξανε