Ο άνθρωπος βρίσκεται πολλές φορές μπροστά σε ένα κενό, σε έναν τοίχο αδιαπέραστο, νιώθει ότι πρέπει να πάρει από κάπου την άκρη του νήματος και έτσι να αρχίσει σιγά σιγά να βρίσκει τον εαυτό του, να βρίσκει αυτό που έχει να πει, δεμένο σε κόμπους, που πρέπει να ξεδιαλύνει, ούτως ώστε να αρχίσει να ρέει ο λόγος.
Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει αυτή την περίοδο, και παλαιότερα ακόμα, είναι ο τόπος μου, από τότε που δόθηκε η ευκαιρία στην Τουρκία να καταλάβει τη μισή
Κύπρο και μπορεί εύκολα να καταλάβει και την υπόλοιπη. Το πρόβλημα, όπως είναι σήμερα, δεν λύνεται, έχει ήδη παγιωθεί, και δεν είναι η συμφιλίωση με την κατάσταση που θα μας σώσει, πώς είναι δυνατόν να ζει ο άνθρωπος χωρίς ελευθερία, χωρίς τους δικούς, χωρίς τον περιβάλλοντα χώρο που αγάπησε, τα χωριά και τις πόλεις, τα σπίτια του που έχουν καταστραφεί; Αλλά αυτά ήταν η ζωή μας, ένα μεγάλο μέρος της ζωής, και σημαντικό, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους χώρους θέσαμε τις βάσεις του εαυτού μας.
Και ο χρόνος και ο τόπος σβήνουν σιγά σιγά και διαγράφονται, μαραίνονται και αλλάζουν. Ο χρόνος φέρνει καινούργια ήθη και έθιμα, ο τόπος μας απέμεινε μισός, οι χρόνοι πλήρεις άλλων τρόπων ζωής. Να επαναφέρει τα παλιά δεν μπορεί, για να είναι σύγχρονος πρέπει να αποδεχτεί όλες αυτές τις αλλαγές, και να τις συζεύξει με τις δικές του αρχές, οπότε αρχίζουν οι συγκρούσεις μέσα μας.
Ήδη πολλοί βλέπουμε πως η καταστροφή έρχεται, έχει ήδη έρθει στο χρόνο και στον τόπο και δεν έχουμε καμιά διέξοδο, είμαστε σίγουροι πως θα πεθάνουμε πρόσφυγες, δεν θα επιστρέψουμε στις πατρογονικές εστίες, κι αυτό είναι θλιβερό. Δεν μπορεί να λέμε συνεχώς λόγια, μας κρατά από το λαιμό η Τουρκία, στερούμαστε το βασικότατο, την ελευθερία, την ελευθερία της σκέψης, την ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και αναγκαστικά ασχολούμαστε με άλλα, προβάλλουμε άλλες ανάγκες, άλλα προβλήματα. Κόπηκαν τα χέρια μας, κόπηκαν τα πόδια μας, έχουμε τη μισή μας καρδιά, και δυστυχώς για μας δεν οδηγείται η ζωή μας στην ανάσταση. Ζούμε ίσως μαζί με τον Χριστό τα πάθη του, όλα αυτά όμως σε μια άλλη διάσταση, κι η ψυχή βρίσκει διέξοδο όπως στην τραγωδία, «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.»
Ζούμε μέσα στη δυστυχία μας και δυστυχία δεν είναι μόνο η μισή χαμένη πατρίδα είναι και η υπόλοιπη μισή, η οποία έχει αδικήσει κατάφωρα τους παθόντες, είτε πρόσφυγες είναι είτε αγνοούμενοι, είτε εγκλωβισμένοι. Και ζούμε την προσπάθεια του άλλου να κερδίσει, να καταφάει τον αντίπαλο, όχι συνάνθρωπο, να τον κοροϊδέψει. Νομίζει πως έχει μπροστά του ηλιθίους και πρόβατα, άλλο μεγάλο κακό.
Είναι η περίοδος που πλάθεται ο καθένας μας με τα χειρότερα υλικά, της αδικίας, της ανελευθερίας, της εκμετάλλευσης, της υποτίμησης της νοημοσύνης και της αναξιοπρέπειας. Τα πράγματα δείχνουν πως δεν αλλάζουν εύκολα, διότι της ανομίας και των συμφερόντων είναι απεριόριστα τα όρια. Ίσως να μας σώσει η εύρεση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας στη φυγή και στη γαλήνη της μοναξιάς μας.
Μα πάλι, τι κοινωνικά όντα είμαστε, και πώς ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος χωρίς τον συνάνθρωπο; Πώς ο άνθρωπος θα γίνει Άνθρωπος φιλάνθρωπος χωρίς τους άλλους;
Και μπαίνουμε πάλι στο στίβο της ζωής, και μετέχουμε στα κοινά, για να μην είμαστε οι άχρηστοι.
Κάπου όμως στα βάθη μας ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ψιθυρίζει, η πιο δυνατή πράξη είναι η ησυχία.