Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Ανδρέας Χ. Πούλλος: Τρία [3] ποιήματα από το βιβλίο του: ΄Μικρά Δοκίμια ή και Ποιήματα ΄΄ έκδοση 2013


                           Ο αγνοούμενος

Γύρισε στο χωριό του και δε το αναγνώρισε.
Ο χρόνος και άνθρωποι του το κάναν αγνώριστο.
Περπατούσε στους δρόμους κι αναζητούσε σημάδια
αναγνώρισης.
Οι δρόμοι τον κοίταζαν παράξενα δε καταλάβαιναν
για ποια σημάδια τους μιλούσε.
Η άσφαλτος έκαιγε οι στέγες των σπιτιών άτμιζαν
από τη καλοκαιρινή ζέστη κι οι κατακόρυφες καρφοβελόνες
που τρυπούσαν τον ουρανό βγάζαν άναρθρα μηνύματα
κι ακαταλαβίστικες συλλαβές.
Τίποτε δε  του θύμιζαν από τον κόσμο που έζησε!
Αναζήτησε το παλιό μικροκαφενεδάκι που κάποτε
μαζεύονταν για ψιλοκουβέντα, κανένα ταβλάκι
ή έστω μια πρέφα κι ένα μικροκεραστικό.
Τίποτε απ’αυτά!
Είδε την καφετέρια απρόσωπη και ψυχρή να τον κοιτάζει
εντελώς αδιάφορη.
Δεν μπήκε μέσα στο εσωτερικό επικρατούσε βαβούρα
κι αναβρασμός κόσμος έμπαινε, έβγαινε, κάπνιζαν ή μιλούσαν μεταξύ τους
δεν έπιανε σφυγμό!
Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό ήταν υπόθεση των κλιματιστικών
Κρύο, ζέστη κατά παραγγελία!
Έλειπε η ατμόσφαιρα του σώματος που από μόνο του
μπορούσε να κάνει τη διαφορά!
Κατηφόρισε προς την πλατεία ή εκεί που θα έπρεπε
να βρίσκεται η πλατεία του χωριού.
Στη θέση της βρήκε ένα μεγάλο περιφερειακό
κόμβο που τον διέσχιζαν αυτοκίνητα νύχτα και μέρα
Εντυπωσιάστηκε από την πρόοδο
<Πρέπει να έλειψα πολύ!> σκέφτηκε
<Έμεινα πίσω ο κόσμος τρέχει μπροστά!>
Αναγνώρισε κάποιους παλιούς συμμαθητές του
Πήγε να τους μιλήσει κατάλαβε πως δε τον αναγνώρισαν
Κρατήθηκε με τη κραυγή στο στόμα!
Πέρασε κι έξω από το σπίτι του
Η γυναίκα του φαίνεται να ξαναπαντρεύτηκε
Δεν άντεξε να τον περιμένει
Την είδε που ετοιμάζονταν να οδηγήσει τα παιδιά της
στο σχολείο
Ένα χρόνο παντρειά δεν πρόλαβαν να κάνουν  μαζί
παιδιά.
Τον κάλεσαν στο στρατό ,ξέσπασε το κακό, χάθηκε
στην αναμπουμπούλα!
<Χαριτωμένα!> σκέφτηκε μπορούσαν νάναι και δικά του!
Τα χαιρέτησε με το βλέμμα και συνέχισε τα δρόμο του
να βγει από το χωριό
Τα αυτοκίνητα κινούνταν αδιάφορα κουβαλώντας το φορτίο τους
πέρα δώθε μ’απροσδιόριστο σκοπό.
Ένοιωσε κι ο ίδιος πως είχε χάσει κάθε σκοπό.
Ξεκάρφωσε από πάνω του τη ταμπέλα του <αγνοούμενου>
Και φόρεσε την άλλη του <νεκρού>…
  

**
                     Οι αγνοούμενοι


Ούτε κι οι ίδιοι ξέρουν αν υπάρχουν, αν ζουν,
αν, εν πάση περιπτώσει, έχει νόημα να τους
αναζητά κανείς ή να ρωτάει αν υπάρχουν ή ζουν.
Κάποτε ξεπερνώντας τον εαυτό τους γελούν
με τη κατάσταση τους.
‘’Τους  λυπόμαστε’’,λένε ‘’δείχνουν τόσον απελπισμένοι
που μας έρχεται να τους αποκαλύψουμε
τη κρυψώνα μας, να τους φωνάξουμε ‘’είμαστε εδώ
ελάτε να μας πάρετε’’.
Κάτι όμως παρεμβαίνει και κάνουμε πίσω
τη τελευταία στιγμή.
Είναι ωραία να παρακολουθείς απαρατήρητος
τα συμβαίνοντα εξ αποστάσεως ασφαλείας.
Κρυμμένος σ’ ένα γκρίζο σύννεφο να βλέπεις
δίχως να σε βλέπουν, ν’ακούς εκείνα που δε θέλουν
ν’ακούσεις κι όλο να μαθαίνουμε για μας, γι αυτούς
όλο και καινούρια πράματα.
Φαίνεται πως χρειαζόμαστε σε πολλούς.
Δε το λένε καθαρά όμως απ’όσα παίρνει τ’αυτί μας
θα μας κρατούν ακόμα για πολύ εν ζωή
έστω κι αν ξέρουν πως πεθάναμε!
Σε κάποιους δίνουμε ζωή έστω και με τη μισοζωή μας,
τη μετέωρη ανάμεσα στο εδώ και το εκεί
στο νυν και το αεί!
Δεν ενοχλούμε κανέναν ούτε κι αυτούς που μας
παίρνουν στο στόμα τους για να μας χρησιμοποιήσουν
ως άλλοθι να πάνε παρακάτω περνώντας
άτσαλα από πάνω μας!
Κάνουμε πως δε καταλαβαίνουμε τίποτα
ακόμα κι όταν τα καταλαβαίνουμε όλα!
Σε πόσους ακόμα θα φανούμε χρήσιμοι!
αναρωτιόμαστε μεταξύ μας
Φαίνεται πως η ζωή μας έχει ακόμα πολλή ζωή
να τη στύψουν μέχρι τη τελευταία της σταγόνα!
Είναι γεγονός πως κάποτε μας  παρασφίγγουν
κι αισθανόμαστε να πνιγόμαστε και με νοήματα
προσπαθούμε να τους πούμε να κάνουν και λίγο’’κράτει’’
Κατά βάθος δεν είμαστε σίγουροι ούτε για τους εαυτούς μας,
αν θέλουμε να ξεκαθαρίσει η κατάσταση μας,
να ξέρουμε επιτέλους με ποιους είμαστε,
αν είμαστε ζωντανοί ή πεθαμένοι!
Το άσχημο που συνηθίσαμε κι εμείς αυτή
τη μέση κατάσταση ούτε κρύο ούτε ζέστη,
νεκρόβιοι μεταξύ ζωντανών και πεθαμένων.
Κι όλοι αυτοί που σιτίζονται πάνω σου
να κρατηθούν οι ίδιοι εν ζωή!
Μας αρέσει όταν φιγουράρουν κρατώντας
τις φωτογραφίες μας
Όλοι μας κοιτούν παράξενα αναρωτώμενοι
τι γυρεύουν αυτοί, δηλαδή εμείς, οι νεκροζώντανοι
μπαίνοντας μπροστά στις διαδηλώσεις.
Δε βλέπουν πως κανείς δε τους κοιτάζει
ή αν από λάθος τους κοιτάξει σπεύδει με τρόμο
ν’αποσύρει το βλέμμα του μη και το βλέμμα του
διασταυρωθεί με το βλέμμα τους!
Μας αρέσει ο τρόπος των επισήμων
Μας ακουμπούν με δέος και προσοχή
μη σπάσουμε μέσα στα χέρια τους
μην εξαερωθούμε μέσα στα χέρια τους
και μείνουν με τα υπολείμματα ή τον καπνό μας!
Κι όλο μας εξευμενίζουν με ευχολόγια
και καλές κουβέντες κι όλο μας καλούν
να βγούμε από τη κρυψώνα μας
να μη τους βασανίζουμε άλλο
Κάνουμε πως δεν ακούμε τις προσφωνήσεις
ή τις επικλήσεις τους κι εξακολουθούμε
να παριστάνουμε τις πάπιες.
‘’Πονηρές αλώπεκες’’ λέμε μεταξύ μας
Αν βγούμε από τη κρυψώνα μας με
ποιους θα συναλλάσσεστε!’’
Και σκάμε στα γέλια αποσυρόμενοι πιο
βαθιά στη κρυψώνα μας!



**

                                   ΟΙ αγνοηθέντες <αγνοούμενοι>


      Ευθύς εξαρχής καταγράφηκαν ως <αγνοούμενοι>
      ή και <νεκροί>.
      Παραμορφώθηκαν τα στοιχεία τους κι οι ταυτότητες τους
      άλλαξαν πρόσωπα.
     Δεν ήταν οι ίδιοι! ήταν κάποιοι άλλοι που τους δάνεισαν
     τη ζωή ή και τα πρόσωπα τους.
     Τους φόρτωσαν σε καμιόνια και τους στείλαν κάπου
      στη μακρινή ή και κοντινή <αλλοδαπή> με <ειδική αποστολή>.
      Στους ίδιους δεν είπαν τίποτα
      Μόνο τους αποχαιρέτησαν όπως αποχαιρετά κανείς
      πεθαμένο στο ξόδι του και τους προέπεμψαν βάζοντας
       το κάλυμμα πάνω στο ανοιχτό τους φέρετρο.
       Στο πέτο του πουκαμίσου τους ήταν γραμμένο
       με κόκκινα κεφαλαία γράμματα <ΝΙΚΗ>
       ή κάτι παρόμοιο με νίκη.
       Κανείς δεν ήξερε σε ποια Νίκη αναφέρονταν
       Το γράψαν οι ίδιοι να τους θυμίζει κάποιαν όμορφη Νίκη
        που κάποτε ονειρεύτηκαν ή και τα είχαν μαζί της.
        Αυτοί που τους στείλαν γράψαν με μαύρο ρυπαρό μελάνι
        στο κατάστιχο τους <αγνοούμενοι ή και <νεκροί>
        και χάσαν κάθε επαφή μαζί τους
         Από τώρα και στο εξής ούτε τους ξέρουν
         ούτε τους είδαν!
         Ο θάνατος είναι η καλύτερη επιλογή τους!
             Απαλλάσσει ακόμα και τους ίδιους από την ανύπαρκτη
             παρουσία τους.
              Η ζωή τους ούτως ή άλλως και να διασωθεί θα τη σέρνουν
               σαν άχρηστο φορτίο από πίσω τους.
                Κανείς δε θα της αναγνωρίζει δικαιώματα  ό,τι περιεχόμενο
                και να προσλάβει.
                Στην <αλλοδαπή> τους υποδέχτηκαν με εχθρικές διαθέσεις
                Τους δακτυλόδειχναν και τους πυροβολούσαν μ΄όλα τους
                 τα δάκτυλα προτεταμένα σαν πυροβόλα στη σειρά.
                <Είναι νεκροί!> φώναζαν <ας τους ξανασκοτώσουμε
                   να ξαναγυρίσουν εκεί απ’όπου ξεκίνησαν.
                   Τους πυροβολούσαν εξίσου εχθρικά κι όσοι άλλοι
                    άκουαν τον χαρακτηρισμό τους ως <νεκρών>.
                    Κι όλοι τους ρίχναν ασταμάτητα ακόμα και οι απέναντι
                    ακόμα κι αυτοί που τους στείλαν ή πρώτοι και καλύτεροι
                    αυτοί που τους στείλαν!
                    Κάποτε γύρισαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο
                    στη χώρα των νεκρών
                    Ούτε και κει έτυχαν  καλύτερης υποδοχής
                     Σηκώθηκαν οι νεκροί και τους δακτυλόδειχναν
                     και τους πυροβολούσαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο
                     όπως και οι ζωντανοί μ’όλα τους τα δάκτυλα
                     προτεταμένα εν είδει πυροβόλων στη σειρά.
                    <Είναι ζωντανοί!> φώναζαν <δεν τους θέλουμε μαζί μας!
                     Και τους διώχναν να γυρίσουν εκεί απ’όπου ξεκίνησαν.
                       Κάποιοι από λάθος δικό τους ή και των άλλων
                     <επέζησαν> και γύρισαν εκεί απ’όπου ξεκίνησαν.
                       Κυκλοφορούν στο κόσμο και κανείς δε γυρίζει
                       να τους κοιτάξει πηγαίνουν από γραφείο
                       σε γραφείο να δηλωθούν ως παρόντες
                       και τους διώχνουν αρνούμενοι να τους  δεχτούν
                      <δεν υπάρχετε!> τους λένε <ο κατάλογος μας
                        δεν σας έχει περασμένους στις λίστες του
                        Ψαχτείτε αλλού!>
                        Και τους στέλλουν από γραφείο σε γραφείο
                        Τρόμαξαν κι οι δικοί τους να τους
                        αναγνωρίσουν. είχαν γεράσει απότομα
                        Συνεχίζουν ακόμα και τώρα χρόνια μετά
                        την αποστολή να ψάχνονται εκτελούμενοι
                        από τον πρώτο και τον τελευταίο
                        Γραφειοκράτη είναι φαντάσματα του
                        εαυτού τους π’ούτε κι οι ίδιοι τον
                        πιστεύουν πια όσο ματαίως και
                        να προσπαθεί να τους παρηγορήσει
                       < Δεν υπάρχουμε!> λένε και χαϊδεύουν
                       τη ξεχασμένη ΝΙΚΗ που περιέργως
                        ξέμεινε σαν λάφυρο ή και κηλίδα
                       στο πέτο του ματωμένου τους
                        πουκάμισου….





Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Μάριος Αγαθοκλέους: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός.





ΙΚΕΣΙΑ

Εμένα που ταπεινά σου προσφέρω
τα ποιήματα μου
ελέησέ με
χάρισέ μου
μια στιγμή στην αιωνιότητα
μια λεπτομέρεια του κορμιού σου
και σώσε με
από τη φρικτή δουλεία της γραφής.

**

ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΛΑΤΕΙΑ

I
Τη μάνα μου
θα μπορούσα να την κλείσω
σ’ ένα γυάλινο κλουβί
και να αφιερώσω την υπόλοιπή μου ζωή
στα δικά της θελήματα.
II
Το χέρι σου μάνα
γεμάτο ρόζους
και σαν με χαϊδεύεις
βαθιά με πληγώνεις.

Η ΑΝΕΛΕΗΤΗ

 

Στα πόδια σου
κατάθεσα τον εαυτό μου
και συ
αδικαίωτο με αφήνεις.
Η δικαιοσύνη σου
είναι σκληρή
και τιμωρεί
όποιον σε ποθεί
χωρίς την άδειά σου.
Στην κόλαση καταδικάζεται
του ανικανοποίητου
να γράφει
γελοίο κέρδος
ποιήματα
για σένα;

**

Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ

 

Αυτά θα τα κρατήσω για μένα.
Σ’ ανθρώπου μάτι δε θα εκτεθούν
μα προπαντός σ’ ανθρώπου λογική.
Γι’ αυτό και δε με βλέπουν που τ’ απλώνω,
τις νύκτες χωρίς φεγγάρι,
στο σκοτεινό μου δωμάτιο.
Κανένας άλλος ας μην πληρώσει
γι’ αυτά που έφταιξα, πάρεξ εγώ.
Διπλοκλειδώνω λοιπόν από μέσα
κι ανοίγω στον τοίχο τα μάτια μου.

**

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 

Όταν είμαι μαζί σου νοιώθω θαυμάσια.
Χωρία να πιω καν την παγωμένη μου μπάρα
λύνεται η σφιχτή μου γλώσσα
δραπέτης δειλίας εξελίσσομαι
κι αιχμάλωτη σού παραδίδω
την κουζίνα των μυστικών μου αισθημάτων.

**

ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ

Με ιστορίες διαστελλόμενες
μάχεται απεγνωσμένα
να αναρριχηθεί στο ενδιαφέρον
βαριεστημένων συνδαιτυμόνων.
Η υποψία της φθοράς τον πεισμώνει
και διηγούμενος οδηγείται
εκεί
όπου πια
δεν μπορεί
να υποχωρήσει με αξιοπρέπεια.

**
ΕΛΛΕΙΠΕΣ ΣΧΕΔΙΟΝ ΥΓΕΙΑΣ


Πέρασε κι αυτό στα ψιλά
της καθημερινότητας.
Ο χρόνος
είναι ο καλύτερος γιατρός.
Εκεί που ακόμα συνεχίζεται
η διαρροή λύπης
είναι στις χαρές του σώματος.

Ο ΘΗΣΕΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΑΔΝΗ / Αγαθοκλέους Μάριος


Καθώς από τον ορίζοντα
θα αντίκριζα το Σούνιο
δεν ήθελα να ήσουν στο καράβι
σαν θα άγγιζα
με την κόψη του σπαθιού μου
το πρόσωπο της πραγματικότητας.
Ο Βασιλιάς στο θρόνο του.
Κι εγώ;
Αν σε έπαιρνα μαζί μου
θα ήσουνα
το λευκό χρώμα του Αιγαία
και το μαύρο στις προσδοκίες μου.
Αν σου μιλούσα
για την κίνηση που δεν θα έκανα
η πολύτεκνη υποψία
θα κατάτρωγε το μέλλον μας.
Επέλεξα λοιπόν τη σιωπή
αφήνοντάς σε αμέτοχη στο νησί
μέχρι να βρω τις τροχοφόρες λέξεις
που θα σε μεταφέρουν
στην κοιλάδα της χαράς
και την ασπόνδυλη σου λύπη
σε φίδια ξηρασίας να την ρίξουν.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ / Αγαθοκλέους Μάριος


Στους Αντρέα και Αλέκο Γεωργίου
Ο πόνος υποκινεί τις λέξεις μου.
Με τον ήχο της σάλπιγγας
δοκιμάζονται σε στίχους
κτυπούν με φόρα στους τοίχους
και επιστρέφουν στο στόμα.
Καταπίνονται μεμιάς
και κρύβονται στο σώμα.
Τότε όλα τα μέλη μου δακρύζουν
παίρνουν ικετευτική κλίση
και κοιτάζουν προς τα μέσα.
Αλίμονο όμως
όπου και να κινηθούν
υπάρχει ένα τέλος χωρίς λύση.

ΚΑΤΑΠΙΝΩ ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΥΣ /Αγαθοκλέους Μάριος



Καταπίνω σκαντζόχοιρους.
Ζωγραφίζω κόκκινες ευθείες
στα κυλινδρικά τοιχώματα.
Μαζοχιστικά; Ε όχι βέβαια.
Τα πινέλα μου γι αλλού τ΄ ακόνιζα
κι ο οισοφάγος μου, όπως κι εγώ
θα προτιμούμε την παγωμένη μπύρα
αντί του αχνιστού υγρού.
Ένα βήμα βασανιστικά πίσω, προσωρινά,
αλλά διατηρώντας ακμαίο το δικαίωμα
σε μια αγάπη.
Κρατιέμαι λοιπόν και ωριμάζω
σιωπηλά καταπίνοντας σκαντζόχοιρους;
Νομίζω πως πάλι όχι.
Τα φιδοκτόνα αγκαθωτά όσο υπάρχουνε
κι΄ ας μην μας ζώνουν πλέον μαύρα φίδια
είναι ένδειξη πως ο ζωγράφος ζει
και κινδυνεύει ο οισοφάγος μας
καθώς κι εμείς, απ΄ τα πινέλα του.


Από την συλλογή ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑΣ 1988 εκδόσεις θεμελιο

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ /Μάριος Αγαθοκλέους


Η μελαγχολία της
είναι όπως το ουράνιο τόξο.
Εμφανίζεται με τη βροχή,
ξεπλένει, ποτίζει,
και το φάσμα των χρωμάτων
αναδύεται στον ουρανό.
Ανοίγει τα μάτια,
ανάκλαση, διάθλαση,
καταρράκτες χρωμάτων κρατά αγκαλιά
στο μονοπάτι της Ίριδας.
Αυτή όμως στα αόρατα προσδοκεί,
στα πανέμορφα και σπάνια
και στην υπόσχεση που αφήνουν.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

6 Ποιητές της Κύπρου που αγάπησαν και αγαπούν την ποίηση και μια σταγόνα μέλι




Λεωνίδας Γαλάζης: Μέρα με τη μέρα πυκνώνουν τα χνάρια των λύκων (Ποίημα: Τα χνάρια των λύκων)

Χριστόδουλος Γαλατόπουλοςκαι σ’ αυτής της τρικυμίας τη φόρα / βρήκα γαλήνη κάποιαν ώρα (από τα ποιήματα : τραγούδια της φυλακής)

Ανδρέας ΓεωργιάδηςΕλάτε να κυλίσομε το λίθο / που στέκεται εμπρός μου (από το ποίημα: Ελάτε)

Ανδρέας Γεωργαλλίδης : Η θάλασσα που ψάχνω/ δεν είναι από νερό φτιαγμένη.(από το ποίημα: Σε μη λογικό χώρο) 

Λευτέρης ΓιαννίδηςΝυστάζουμε για θάνατο! Κι είμαστε ακόμα νέοι (από τα τετράστιχά του) 

Δημήτριος Γκόγκας: Το χώμα για να’ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα (από το ποίημα : Μοναξιά)


Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Πέντε (5) ποιητές της Κύπρου με κοινό παρονομαστή και μια (1) σταγόνα ποίησης




Βαλσασερίδης Παύλος: Χιλιάδες χρόνια ένα όνειρο λατρεύω (ποίημα: Ομορφιά)

Βαρνάβας Π. Σωτήρης: Ζηλεύω της ψυχής το αναπάντεχο πέταγμα (ποίημα: Προφορική παρουσία)

Βασιλείου Κώστας: Δεν είναι αρκετό να ’μαστε άριστοι / Ποιητές της φωτιάς και του πλήθους (ποίημα: Ο Αισχύλος και ο Γιάννης)

Βάσος Βενιζέλος: Συνάχτου πκιον τριανταφυλλιά/ μεν τα ξοδεύκεις τα φιλιά/ τζι έρκομαι ‘γιω ξοπίσω (ποίημα :Τριανταφυλλιά)

Βραχίμης Νίκος: Άχ! Υπάρχουν τόσα βάθη μέσα μας. (ποίημα: Παλιά Ιστορία)

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Δέκα (10) Κύπριοι ποιητές και μία (1) στάλα της ποίησής τους




Αγαθοκλέους Μάριος: Η σκέψη μου / κυκλοφορεί στα διάφορα / που θέλω να ξεχάσω.
Αιμίλιος Αχιλλέας: στης φωνής σου το λυγμό άκουσα την μακρινή ηχώ της ικεσίας σου 
Αλιθέρσης Γλαύκος: Διστάζουμε να πάμε εμπρός, μα δείλια δεν είναι το σαράκι που μας τρώει...
Αναγιωτός Κυριάκος: Ούτε μία σπιθαμή ρωγμής/ κατάφερα να συρράψω / τόσα χρόνια.
Αντωνιάδης Ανδρέας: Θέλησα να φτιάξω την ιστορία του "Σόου-μπόουτ" / μέσα από τον ήχο του τροχού / στα νερά του ποταμού.
Αντωνιάδης Σωκράτης: Ποτέ δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει μια μαρμάρινη πλάκα
Αργυρού Χρήστος: Αύριο θα ’σαι μάνα ή πατέρας / ενός ποιήματος που θα γεννήσεις με άφατες οδύνες.
Αριστοδήμου Βάσος: Καρδιά του κόσμου και καρδιά μου, / μη με χάνεις, μη μου χάνεσαι.
Αριστοτέλους Τάσος: Ένας οραματιστής είμαι, / που το μόνο που καταφέρνει / είναι να κόβει τετράγωνες γάζες/ τα ποιήματά σου και να τα βάζει στις πληγές του!
Αποστολίδης Μελέτης: Τίναξα το χέρι να φύγει / κι η παλάμη / έγινε πουλί / έτοιμο να πετάξει.


Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Η αξία ή η αντοχή ενός ποιήματος/ Πούλλος Χ. Ανδρέας



Α
ν γράφτηκε με το χέρι
αντέχει όσον υποστηρίζεται
από το χέρι·
αν γράφτηκε με τη ψυχή
αντέχει όσον εμψυχώνεται
από τη ψυχή·
συνεχίζει να ζει κι όταν
το σώμα πάψει να ζει!

Στην κυρά της Λαπήθου Ευφροσύνη Προεστού / Ειρήνη Ανδρέου


Της Κύπρου Μάνα της Λαπήθου Κυρά
μηδέν η πένα μου τα λόγια μου φτωχά
μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής σου.
Τον θάνατο κατάματα αντίκρισες
μαρτύρησες φριχτά μα δεν ελύγισες....
βαθιά υπόκλιση στην δύναμη σου.
Γυμνή σε σέρνανε στους δρόμους οι οχτροί
Ποια μάνα τους εγέννησε είναι ν' απορείς
που λέγομαι άνθρωπος είναι ντροπή μου.
Σε κτύπαγαν σε κλώτσαγαν σαν κτήνη
για δώδεκα ζωές συ πήρες την ευθύνη
τι τράβηξες, σπαράζει η. ψυχή μου….
Σου βουτούσαν το κεφάλι στο νερό
σε δέρναν με σκοινί απ' το καμπαναριό
δεν είχαν μέσα τους τα τέρατα Θεό...
Το σώμα σου παντού μελανιασμένο
Το πρόσωπο σου όλο ματωμένο
μα σαν Αγίας λουζ̌ότανε από φως.
Αιμόφυρτη σου κόψαν τον σταυρό
που φόραγες στα στήθια από μωρό
τον πέταξαν στη γη και σου ' παν "φτύσε".
Στα μάτια τους εκοίταξες με θάρρος
σε θαύμασε ακόμη και ο Χάρος
μέσα σου δώδεκα φωνές κραυγάζαν «ζήστεεεε».
Έσκυψες κι έφτυσες τον σταυρό
μαρτύριο από το σώμα πιο φριχτό....
ψυχής ήταν ετούτο το μαρτύριο.
Σωθήκαν Μάνα Παναγιά και ηρωίδα
τα δώδεκα παιδιά μα όχι κι η Πατρίδα...
Της προσφυγιάς πικρό το δηλητήριο.
Της Κύπρου μαία ηρωίδα Παναγιά
συ που ξεγέννησες αμέτρητα παιδιά
Τούρκους ,δικούς σου δεν ξεχώριζες
μνημείο σου' χουν φτιάξει τα παιδιά σου
μα η Λάπηθος φωνάζει τ' όνομά σου....
σε καρτερά στα άγια χώματα που έζησες