Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Σε κάποιο σκοτάδι της κόλασης / Χριστοδουλίδης Γιώργος



Κάθομαι γυμνός στο παγκάκι της κόλασης
και είναι νύχτα
όμως το σκοτάδι δεν μ αγγίζει.
Κάθομαι φωταγωγημένος από πυρσούς έκπτωτων αγγέλων
στο παγκάκι της κόλασης
επειδή μπορώ πια και να παίξω με τους δαίμονες
και να τους στριμώξω προσωρινά
μέχρι το σκοτάδι να σκεπάσει τα πάντα.

Είμαι γυμνός
αλλά στολισμένος ταυτόχρονα
-σαν επιτάφιος
και σχεδόν θαρραλέος
για κάποια λεπτά.

Τα ημερολόγια της αϋπνίας /Σταύρου Σταύρος

Οι Εκτορες μέσα μου αποχαιρετούν Ανδρομαχες,
σε λίγο θα σέρνονται στα χώματα
όπως οι μνήμες άμα τις διώχνεις ή
όπως τα όνειρα άμα δεν τα πιστεύεις ή
άμα τα πιστεύεις πολύ...

MANA MOY / Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη


Mάνα
Σε κρατάω ακόμα απ΄το χέρι
μέσα στο ράγισμα της νιότης 
Νήμα αόρατο
στα χτυποκάρδια ανάμεσα
γέρνει επάνω μας
σαν ανθισμένος κλώνος μυγδαλιάς
και μας γεμίζει αιώνια άνοιξη
Μάνα μου
Ξυπνώ πρωί, όλους τους χρόνους
ανασκουμπώνομαι πριν φύγει ο ήλιος
πλένω με την αγάπη σου τα πανωσέντονά μου
να’ χω κατάλευκα να σκέπω τα όνειρά μου
Mάνα μου εσύ
Αιώνιο πρόσωπο στους βράχους της ερήμου χαραγμένο
κοίταζες με δυο μάτια όαση τα ασταθή μου βήματα στην άμμο
Μάτια γεμάτα πράσινο ζωής, βρύσες που κελαρύζανε την έγνοια
με κράτησαν ολόρθο μέσα στην πείνα και τη δίψα του καιρού
Αχ, Μάνα
Μεγάλωσα, γερνάω
Ασπρομαλλιάζει η σκέψη και η έγνοια μου
Εσύ πάντα νέα
Αγάπη που δεν άγγιξαν ρυτίδες
βρέχεις μ΄αθάνατο νερό
θνησιγενείς μου στίχους
από το Άλφα ως το ΄Απειρο
από τη μάχη ως τον πόλεμο
Πάντα Εσύ, ασπίδα της ψυχής μου
Και τώρα, Μάνα
Κάθε που πέφτει νύχτα, γίνεσαι άστρο
Φως μου γεμάτο μουσική από νανούρισμα παλιό
«΄Αγια Μαρίνα τζιαι τζιυρά …»
Περνούν τα χρόνια
με δυο νότες καρφωμένες μες στις λέξεις μου
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Το τελευταίο ταξίδι / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


Τα δάκρυα που έχυσα
μάζεψα νύκτας τον γυαλό
Να πλύνω τις πληγές σου
που τόσο σ' αγαπώ
Αγάπη θα φορέσω
το φωτοστέφανο
Εσύ να ταξιδέψεις
ψηλά στον ουρανό
Λουλούδια θα στολίσω
αυτά που αγαπάς
Για να αποχαιρετήσω
θλίψεις μην κρατάς

Εκ βαθέων / Εύα Νεοκλέους


Στη μητέρα μου
Αν ήμουνα ποιητάρισσα
θα σε τραγουδούσα ολόγιομο φεγγάρι.
Θα τραγουδούσα
το βουβό σου κλάμα
την ώρα την ύστερη.
«Πότε θα ξανάρθεις», θα ρωτάς.
Και θ’ αφουγκράζεσαι
τις νύχτες αν πονώ.
Τις άπειρες χωρίς φεγγάρι νύχτες…
Θα ξανάρθω μάνα…
σίγουρα θα ξανάρθω.
Και θα ’μαι ίδια φως
σαν το φεγγάρι…

Ματαιότητα / Πενταράς Νίκος


[Ποιος είμαι εγώ,...] / Λαμπής Γιάννος

Ποιος είμαι εγώ, κι από πού έρχομαι;
αθέατο είναι το σώμα μου, να το αγγίξω δεν μπορώ
όμως είμαι εδώ, και δεν είμαι εδώ, είμαι όμως παντού
έρχομαι απ’ το σκοτάδι, είμαι η σκιά του πεθαμένου φεγγαριού,
γι’ αυτό μην με ρωτάς αν φοβάμαι
της νύχτας το παχύ σκοτάδι,
γιατί θα σ’ απαντήσω, όχι, το σκοτάδι αγαπώ,
είναι της μοίρας μου γραφτό,
από το σκοτάδι γεννήθηκα και το έρεβος κυοφορώ
αόρατο κι άπιαστο το πνεύμα μου
μην τρομάζεις που δεν μπορείς μέσα στο σκότος να με δεις
εκεί μέσα ζω, μέσα στον κόσμο των αμίλητων σκιών
κι αν καταδεχτείς στο μαύρο μου βασίλειο να κατέβεις
τότε, θα σμίξουμε άγρια και δυνατά,
η ανάσα σου θα σμίξει με την ανάσα μου
και θα γενεί τέλειο μελωδικό τραγούδι,
το φως σου θα σβήσει μέσα στο σκοτάδι μου
και θ’ ανθίσει σαν μονάκριβο λουλούδι,
φύλλα πικροδάφνης θά ’χει
και στου σκότους τις αποχρώσεις, βαμμένους τους ανθούς,
γεύση πικραμύγδαλου στο στόμα, ο πιο όμορφος καρπός,
η μυρωδιά του θα έχει γλώσσα ανθρώπινη κι αληθινή
θά ’ναι βελούδινη, γαλήνια, και δεν θα ξέρει ψέμα να σου πει
θα σε μυήσει σε μυστήρια και σε αλήθειες που δεν χωράει ο νους
στην γαλήνη της απόλυτης σιωπής θα βυθιστείς
και δεν θα τρομάξεις άλλη φορά, αν είναι αλήθεια ή ψέμα,
καλό ή κακό, κι αν είναι απ’ τους ανθρώπους ανήθικο ή αμαρτωλό.

Για την μητέρα ...ένα ποίημα της Αγγέλα Καιμακλιώτη

Βράζω σιτάρι
σπάω ρόδι κόκκινο
αμύγδαλα, σισάμι και σταφίδες
όσα θυμόμαστε
κι όσα ξεχάσαμε
Αυτά που είπαμε
όσα δεν είπαμε κυρίως
Ποτίζω με το νηπενθές κρασί
το κυπαρίσσι
δίπλα στο μνήμα σου
τους ίσκιους να βαθύνω
στο κοιμητήρι
των εκτοπισμένων
εν τόπω φωτεινώ
εν τόπω χλοερώ
εν τόπω αναψύξεως
Αγωνία σου η μνήμη μητέρα
Αιώνια θα σ' ευχαριστώ
για κείνον το γλυκό Σεπτέμβρη
που με πήρες απ’ το χέρι
και με πήγες στο σχολείο

Δεικλω θωρω τον ουρανόν / Τρίγγης Κώστας

Δεικλω θωρω τον ουρανόν
τζιαι η καρκια μου λιωννει
αραες ποθθεν ξεκεινα
σκεφτούμε που τε λιωννει
εν εσιη αρκην με τελιωσην
η απεραντοσύνη
ε σγιαν τα ελεει του θεού
μα τζιαι την καλωσύνη
πλαστη μου σγιαν το σσιεπος σου
μα τζιαι τα θαύματα σου
μα εν το καταλαβουσιν
στη γην τα πλασματα σου
θαρκουντε πως με τον ππαραν
ουλλα θα τα αγοράσουν
τον χρονον τζιαι τον χάρο σου
θα τον εξαγοράσουν
ποιημα
κωστας τριγγης
αγιος επικτητος κερυνειας

ΠΟΛΥ ΗΛΙΟ ΣΟΥ ΧΡΩΣΤΩ… / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης


Η νύχτα ξαγρύπνησε μαζί μου ως το πρωί,
‘όχι, όχι δεν μπορεί να είναι η μητέρα μου αυτή’,
εφιάλτης ήταν, Μήδεια σαν σκότωνε τα παιδιά της
ή η Αυτοκράτειρα Ειρήνη¹ σαν τύφλωνε τον γιο της (1)
και κρέμαζε τον εγγονό και φυλάκιζε τη νύφη της…
.
…ξυπνώ κάθιδρος με τη δική μου μάνα δίπλα βουβή,
τρελάθηκε σαν της είπαν οι γιατροί πως δεν θα ζήσω,
σκύβει στο πρόσωπό μου να καταπιεί τον πυρετό,
μετρά στο στόμα μου την αναπνοή μου που σβήνει…
.
…μικρός, σαν έτρεμα, μου άνοιγε τα χέρια της όρμους,
ή τα έκανε σχοινιά αιώρας να με ταλαντώνει·
Μεγάλος, σαν γύριζα αγύρτης, με περίμενε ωχρή
για ώρες με σύντροφο το βαρύ ρολόι στον τοίχο…
.
Στα γόνατά σου πεθαίνω και με αναγεννάς,
με χέρι αόρατο μού ανοίγεις θύρα σε όνειρο
να υπάρχω στη γαλήνη σου καθώς θα ξεψυχώ.
‘Ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται Αγάπη’, δίδασκες,
‘ελεύθεται προς τον Έρωτα’, και μ’ ελευθ-έρωσες.
.
Πολύ ήλιο σού χρωστώ κι έχω μόνο πυγολαμπίδες.
.

.
Από την ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ
.
1. Ειρήνη Σαρανταπήχαινα η Αθηναία (752 - 803) σύζυγος του Αυτοκράτορα Λεόντιου Δ’. Μετά τον θάνατο του Λεόντιου Δ’, ως αντιβασίλισσα τύφλωσε τον γιο της, κρέμασε τον εγγονό της και φυλάκισε τη νύφη της για να έχει εξασφαλισμένο τον θρόνο.

ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΕΝΑΣ ΑΗΤΟΣ / ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ


Είσαι εσύ ένας αετός κι εγώ περιστεράκι
και πως φοβάμαι μάτια μου του πόνου το φαρμάκι.
εγώ μόνο τον ίσκιο σου απόμακρα αγναντεύω 
κι ότι μπορεί να μ’ αγαπάς θέλω να το πιστεύω.
Εσύ ψηλά στον ουρανό φτεροκοπάς αητέ μου .
Έγινες πόνος στην καρδιά απόκρυφε καημέ μου
Μα το περιστεράκι σου σε βλέπει πονεμένο
το βέλος της αγάπης σου τάφηκε πληγωμένο
και πως εγώ να σου το πω και πως να σ αντικρίσω
το βλέμμα μου που δεν τολμώ σε σένα να γυρίσω
είσαι εσύ πολύ ψηλά αγάπη να σε φτάσω
έχω αδύνατα φτερά και πως να σε προφτάσω
από καιρό λες μ' αγαπάς ,μα πως να το πιστέψω
του έρωτα λαβωματιά αχ ! πως να την γιατρέψω .
Θα Σ'αγαπώ από μακριά και δίπλα την σκιά σου
θ 'αναπολώ αγάπη μου τα λόγια τα δικά σου .
Το μοναχό το βλέμμα σου που γύρισες σε μένα
μαζί με την αγάπη σου θα τα'χω φυλαγμένα
Σαν θησαυρό θα τα κρατώ πάντα μες στην ψυχή μου
κι όπου κι αν πας μην το ξεχνάς πως είσαι η ζωή μου .
Πάρε και το τραγούδι μου να ναι η συντροφιά σου
μαζί με την αγάπη μου που πάντα θαν κοντά σου

Κάλπικοι καιροί / Αθως Χατζηματθαιου


Τόσες μέρες
κι ούτε μια καλημέρα 
δεν ψιθύρισαν τα χείλη
Τυπικά έστω
για να γνωστοποιεί την παρουσία,
απουσία σου
ή ακόμη, την ύπαρξη μου 
στις δικές σου σκέψεις.
Κάλπικοι οι καιροί μας
κι εμείς αντάμα τους βαδίζοντες
αφομοιώνουμε δυστυχώς
τις άχρωμες συμπεριφορές 
των συνοδοιπόρων μας.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Άμλετ / Τέμβριου Αθηνά


Το πρωί βλέπαμε Άμλετ.
Η οργισμένη φωνή έκρουε τα σύννεφα
μεσ’το γκρίζο της μέρας.
Εμείς καθιστοί, στο σκοπό μας
ξεχνούσαμε γιατί υποφέρει ...
Αν υποφέρει...
Σήμερα ο Άμλετ κοιμάται
δεν βλέπει φαντάσματα.
Σήμερα η Οφηλία χορεύει
στο ρυθμό της απάτης
και ο Κλαύδιος πεθαίνει γέρος.
Σήμερα η θύμηση γίνεται
ρήγμα στην ανάσα της γης.
Ο Ιούδας έχει δίκιο
κι ο έρωτας ξεπερνά τα τριάντα αργύρια.
Σήμερα ο τιμάριθμος στο ήθος αυξάνεται
όμως όλοι αγοράζουν αγάπη.
Το πρωί βλέπαμε Άμλετ
μα ο Άμλετ τρελαίνεται
σ’ένα κόσμο φθοράς.
Ποιος τρελαίνεται σήμερα;
Ίσως όλοι... Αν το γνωρίζουμε.
Σήμερα τα βήματα του Άμλετ
στο χιόνι γίνονται Ερινύες,
η αγαπημένη του αερικό στα
ζεστά τα σπίτια
δίχως ένα ποτάμι
να γείρει να ξεψυχήσει.

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Η Τερατσιά μου / Μαρίνα Τακκίδη [καπετάνιου]


Θεέ μου τζιέ νά βρέθηκα 
Ποκάστην τερατσιά μου 
Πούχα έξω από τό σπίτι μου νά πνάση η καρδκιά μου 
Εψές πεία στον ύπνο μου 

Τζιέ κάθουμουν πουκάτω
Τιέ σιέρουμου από καρδκιάς πού κάθουμου στήν τερατσιά
Πού τόσο τήν αγάπουν
Πουκάτω σέ τούντη τερατσιά
Επίνναμε τόν καψέ μας περαστικοί τζιέ γύτωνες επνάζαμε πουκάτω
Ο οσιός τζιέ τ’αερούιν της
Έτσι πασιής που ήτουν
Εσιέρεσουν μα τόν θεό νά κάθεσου πουκάτω θκιόν της
Τζιέ ο πατέρας μου Έπερνε
τζιέ τζιήνος τήν πλαγιαστή του
τζιέ τό καφέν του έπιννε ήταν η ταχτική του
κάποτε τζιέ περαστικοί
πεζοί τζιέ ποσταμένοι
ερκάθουνταν νά ξεποσταθού τζιέ καθαρό νερό να πιούν
πού βγκάλλα πού τόν λάκκο
ήτουν ο οσιός της τερατσιάς
παράδυσος γιά μένα ήτουν πολλά όμωρφος μέ τόν φρέσκον της αέρα
στήν βράση τού καλοτζιερκού
πού κρούζασει η πέτρες
η τερατσιά μου ήτουν τζιαμέ τζιέ δρόσιζε μας διαρκώς
ούλλες τές ημέρες
Αμμά οι τούρτζιοι κόψαντη
Πού να κοπή η ψυσιή τους επήραξε τά τζιερατα
Πούχαν στήν τζιεφαλην τους

Μαρίνα Τακκίδη [καπετάνιου]
Ριζοκάρπασο