Ερωτεύτηκα την
Μέριλυν, μα ατύχησα πολύ!
Την άρπαξαν
εταιρείες, μαφιόζοι, συνεργεία,
την ανάρτησαν
γυμνή σε αφίσα να διεγείρει,
ανασήκωναν με
ανεμιστήρες τη φούστα της.
Έπρεπε να
γελά, να γδύνεται, να πίνει χάπια,
την έχωναν σε
μαύρες λιμουζίνες, σε Στούντιο,
σε Μουσείο ως
κέρινο ομοίωμα. Ζήλεψα όταν
ο Ντι Μάτζιο
την παντρεύτηκε, μετά ο Μίλερ…
(Την είδα Κόρη
Ασπασία Φωκαΐδα σε εφιάλτη,
έμεινε χήρα
και τη βίαζε ο θείος μου o Κύρος,
την
αιχμαλώτισε ο γονιός μου o Αρταξέρξης,
μας πάντρεψαν,
μα την έκλεισαν ιέρεια σε ναό).
Σου είπαν
‘τραγούδα στον Αρχηγό’. Πίστεψες,
και σε
σώπασαν. Οι κάμερες ακόμα και το νεκρό
το σώμα σου το
ηδονοβλέπουν, καθώς σφίγγεις
το μαξιλάρι,
σαν το παιδί που δεν απέκτησες.
Το κεφάλι
κλίνεις πλάγια, σαν Μαντόνα. Γιατί;
Από στοργή,
τραύμα, πόνο, υποταγή στη μοίρα;
Τα ποντίκια
των εμποράκων δεν σε λένε πόρνη,*
σέβονται και
δεν γρατζουνούν το σεντούκι σου.
Πάνω του
αφήνεις τα εσώρουχα σου για τους άλλους
και φεύγεις
ενώ οι κάμερες αναζητούν τα υγρά σου.
Η ζωή ένα
θέατρο ανοικτών πληγών, χωρίς αυλαία,
μα όπως ο
Δαρείος ενώθηκε με την Ασπασία του
στ’ άστρα,
έτσι κι εμείς… πάνω από νέφη λαγνείας.
Από την
ανέκδοτη Συλλογή ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ
* ‘Ο θάνατος
του εμποράκου’, θεατρικό έργο του διάσημου Άρθουρ Μίλερ, τρίτου και τελευταίου
συζύγου της Μέριλυν Μονρόε